Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischάποικος altgriechisch ἄποικος ἀπό + οἶκος. Συγχρονικά αναλύεται σε άπ- + οίκος
ακετυλένιο (entlehnt aus) französisch acétylène acetyl lateinisch acetum ( aceo proto-italienisch *akēō proto-indogermanisch *h₂eḱ-: οξύς, κοφτερός) + altgriechisch ὕλη ( proto-indogermanisch *swel- / *sel-)
διαγωνίζομαι altgriechisch διαγωνίζομαι διά + ἀγωνίζομαι
αρμογή altgriechisch ἁρμογή ἁρμόζω
σιμώνω mittelgriechisch σιμώνω altgriechisch σιμός + -ώνω
ξεθυμαίνω mittelgriechisch ξεθυμαίνω Koine-Griechisch ἐκθυμαίνω altgriechisch θυμαίνω θυμός
κηροπλάστης altgriechisch κηροπλάστης κηρός + πλάσσω
θαμπώνω mittelgriechisch θαμπώνω Koine-Griechisch θαμβόω θαμβόομαι altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα
αχρωμία (entlehnt aus) neulateinisch achromia altgriechisch χρῶμα
υποθηκεύω υποθήκη + -εύω ((Lehnübersetzung) französisch hypothéquer hypothèque altgriechisch ὑποθήκη)
υπέρθυρο altgriechisch ὑπέρθυρον
σκιάζω (λόγιο) altgriechisch σκιάζω (κάνω σκιά)[1]
σκαρταδούρα σκαρτάδα / σκαρτάδος + -ούρα βενετικά scartada ιταλικά scartare carta λατινικά charta altgriechisch χάρτης (αντιδάνειο) χαράσσω indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰer- (χαράσσω)
συμπλέω altgriechisch συμπλέω σύν + πλέω
προκαταλαμβάνω altgriechisch προκαταλαμβάνω προ- + καταλαμβάνω κατά + λαμβάνω ((Lehnbedeutung) französisch préoccuper)
πλίνθος altgriechisch πλίνθος
οστίτης Koine-Griechisch ὀστίτης altgriechisch ὀστοῦν
έξαρμα Koine-Griechisch ἔξαρμα (εξόγκωμα) altgriechisch ἔξαρμα (σήκωμα) ἐξαίρω
υπερώο altgriechisch ὑπερῷον
συνίζηση altgriechisch συνίζησις συνιζάνω συν- + ἱζάνω (καθίζω)
ερεισίνωτο Katharevousa ἐρεισίνωτον με κατάληξη -ο της δημοτικής altgriechisch ἐρείδω (υποστηρίζω) + νῶτον (πλάτη) (νεολογισμός του 19ου αιώνα)
εθνομουσικολογία (entlehnt aus) französisch ethnomusicologie altgriechisch ἔθνος + μουσική + λέγω
ευγνώμονας altgriechisch εὐγνώμων
βλασφημώ altgriechisch βλασφημέω / βλασφημῶ βλάσφημος
πάλλομαι πάλλω altgriechisch πάλλω proto-indogermanisch *pelh₂-
διακινώ altgriechisch διακινέω / διακινῶ κινέω / κινῶ proto-indogermanisch *ḱey-
αφοδευτήριο Koine-Griechisch ἀφοδευτήριον altgriechisch ἀφοδεύω
χασμουριέμαι altgriechisch χασμάομαι-χασμῶμαι
σαγηνεύω altgriechisch σαγηνεύω σαγήνη
προκάνω altgriechisch προκάμνω
καταπραΰνω altgriechisch καταπραΰνω κατά + πραΰνω πραΰς / πρᾶος
περιηγούμαι altgriechisch περιηγέομαι / περιηγοῦμαι ἡγέομαι / ἡγοῦμαι
παφλασμός παφλάζω + -μός altgriechisch παφλάζω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰlew- (φουσκώνω, χύνομαι)
ζεύω mittelgriechisch ζεύ(γ)ω altgriechisch ζεύγνυμι
εξανίσταμαι altgriechisch ἐξανίσταμαι, Passiv von ἐξανίστημι ἐξ + ἀνίστημι ἀνά + ἵστημι
αδηφαγία (λόγιο) altgriechisch ἀδηφαγία ἄδην + -φαγία
ψαύω altgriechisch ψαύω
θητεύω altgriechisch θητεύω θής
καταπνίγω altgriechisch καταπνίγω κατά + πνίγω ((Lehnbedeutung) französisch étouffer)
θεσπίζω altgriechisch θεσπίζω, "προφητεύω, λέω θεϊκά λόγια" ( θέσπις θεός + ἔσπον, βλέπε και θεσπέσιος) και (Lehnbedeutung) τα λατινικά
εθνογράφος εθνο- + -γράφος, (entlehnt aus) {{|λδαν|fr|el|notext=1|ethnographe}} altgriechisch ἔθνος + γράφω
χάλκωμα altgriechisch χάλκωμα
στίζω altgriechisch στίζω proto-griechisch stiďďō proto-indogermanisch *steyg- (τρυπώ, διατρυπώ, νύσσω)
πλέθρο altgriechisch πλέθρον
κληροδοτώ Koine-Griechisch κληροδοτέω / κληροδοτῶ altgriechisch κλῆρος + δίδωμι
εμβρυογένεση (entlehnt aus) englisch embryogenesis altgriechisch ἔμβρυον + γένεσις
χλευαστής altgriechisch χλευαστής χλευάζω χλεύη proto-indogermanisch *gʰlew- (αστειεύομαι)
κουδουνίζω mittelgriechisch κωδωνίζω altgriechisch κώδων
άφρακτος altgriechisch ἄφρακτος
μέμψις altgriechisch μέμψις
λειαίνω altgriechisch λειαίνω
εξομολογώ Koine-Griechisch ἐξομολογέω / ἐξομολογῶ ἐξ + altgriechisch ὁμολογέω / ὁμολογῶ
απανταχούσα απανταχού[1] Koine-Griechisch ἁπανταχοῦ altgriechisch ἅπας πᾶς indoeuropäisch (Wurzel) *ph₂ent
φακίδα altgriechisch φακός ή φακῆ + -ίδα
συνδέσμωση (entlehnt aus) englisch syndesmosis altgriechisch συνδέω σύν + δέω
σπερμολόγος (λόγιο) Koine-Griechisch σπερμολόγος altgriechisch σπέρμα σπερματ- + -ο- + -λόγος
κρυστάλλι mittelgriechisch κρυστάλλι Koine-Griechisch κρυστάλλιον altgriechisch κρύσταλλος
κίναιδος altgriechisch κίναιδος. Υβριστική Λέξη. Η περαιτέρω ετυμολογία είναι αβέβαιη. Ο Γαληνός παραθέτοντας τον Αρχιγένη έγραψε ότι είναι συριακή λέξη (Gal. 12,800). Ίσως vorhellenistisch λέξη (Beekes, 2010). Υπάρχει και η πρόταση κινέω / κινῶ + αἰδώς ή αἰδοῖον. Όμως το -ι- στη λέξη κίναιδος είναι βραχύ (ῐ) ενώ στη λέξη κινῶ μακρό (ῑ)
γλυκαιμία (entlehnt aus) französisch glycémie altgriechisch γλυκύς + αἷμα
αιθεροβάμονας αιθεροβάμων altgriechisch αἰθεροβάμων αἰθήρ + -βάμων (βαίνω)
φάτνωμα altgriechisch φάτνωμα φατνόω / φατνῶ φάτνη
μεταστάς altgriechisch μεταστάς
εποίκιση Koine-Griechisch ἐποίκισις ἐποικίζω ἐπί + altgriechisch οἰκίζω οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs
ενοχοποιώ Koine-Griechisch ἐνοχοποιῶ altgriechisch ἔνοχος + ποιέω / ποιῶ ((Lehnübersetzung) französisch inculper)
επαιτώ altgriechisch ἐπαιτέω, -ῶ
αντισηψία (entlehnt aus) französisch antisepsie altgriechisch ἀντί + σῆψις
νοώ altgriechisch νοῶ (νοέω)
οικιστής altgriechisch οἰκιστής
κωπηλατώ altgriechisch κωπηλατέω κώπη + ἐλαύνω
αιμορροΐδα altgriechisch αἱμορροΐς
αερόφωνο (entlehnt aus) englisch aerophone altgriechisch ἀήρθε + φωνή
υπώρεια altgriechisch ὑπώρεια ὑπό + ὄρος (Το ω εξηγείται von φαινόμενο της συνθετικής έκτασης). Δηλαδή το βραχύ -ο εκτείνεται (μεταβάλλεται) σε μακρό -ω.
διδακτός altgriechisch διδακτός διδάσκω
διατρέξαντα altgriechisch διατρέξαντα, Mehrzahl von διατρέξαν, Maskulinum von διατρέξας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος διατρέχω διά + τρέχω
ακανθόχοιρος altgriechisch άκανθα + χοίρος
ζώνω altgriechisch ζώννυμι, αόριστος: ἔζωσα
διουρητικός altgriechisch διουρητικός
προσμετρώ altgriechisch προσμετρέω / προσμετρῶ πρός + μετρέω / μετρῶ μέτρον
δωδεκατημόριο altgriechisch δωδεκατημόριον δωδέκατος + -η- + -μόριο
αναγάλλια mittelgriechisch ἀναγαλλιά ἀναγαλλιῶ Koine-Griechisch ἀγαλλιάω / ἀγαλλιῶ altgriechisch ἀγάλλω
προσπορισμός προσπορίζω + -μός altgriechisch προσπορίζω πορίζω πόρος πείρω indoeuropäisch (Wurzel) *per- (περνώ)
λατύπη altgriechisch
εκτρέπω altgriechisch ἐκτρέπω ἐκ + τρέπω
καμαρότος Πρότυπο:δan + -ς italienisch camera lateinisch camera altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) proto-indogermanisch *kh₂em- (καμπή)
ευτράπελος altgriechisch εὐτράπελος
ενοφθαλμισμός Koine-Griechisch ἐνοφθαλμισμός ἐνοφθαλμίζω altgriechisch ἐν + ὀφθαλμός (2.(Lehnbedeutung) französisch inoculation)
βεβηλώνω altgriechisch βεβηλόω βέβηλος
ατιμάζω altgriechisch ἀτιμάζω
πύελος, λόγια λέξη altgriechisch πύελος (λόγω του σχήματος)
καθίδρυμα Koine-Griechisch καθίδρυμα altgriechisch καθιδρύω κατά + ἱδρύω
εκκρεμώ εκκρεμής + -ώ altgriechisch ἐκκρεμής ἐκκρεμάννυμι
χνότο mittelgriechisch χνότα / χνότος άχνα altgriechisch ἄχνη
μεταλλάσσω altgriechisch μεταλλάσσω
λύω altgriechisch λύω
καταντώ altgriechisch καταντῶ (: φθάνω, καταλήγω)
καλαθοποιός Koine-Griechisch καλαθοποιός altgriechisch κάλαθος + ποιέω
ζωοτοκία altgriechisch ζωοτοκία ζωός + τίκτω
εξίδρωμα εξιδρώνω + -μα altgriechisch ἐξιδρόω / ἐξιδρῶ ἐξ + ἱδρόω / ἱδρῶ ((Lehnübersetzung) französisch exsudat)
χειρονομώ altgriechisch χειρονομέω, -ῶ χείρ + νέμω
κληματσίδα mittelgriechisch κληματσίδα altgriechisch κληματίς
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.