Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



καταπίπτω

καταπίπτω altgriechisch καταπίπτω κατά + πίπτω


διαλαμβάνω

διαλαμβάνω altgriechisch διαλαμβάνω διά + λαμβάνω


αναδιφώ

αναδιφώ altgriechisch ἀναδιφῶ ἀνά + διφῶ


αλωπεκίαση

αλωπεκίαση altgriechisch ἀλωπεκίασις ἀλώπηξ


χειρώνακτας

χειρώνακτας altgriechisch χειρῶναξ ἄναξ τῶν χειρῶν


στέφω

στέφω altgriechisch στέφω


προσαγορεύω

προσαγορεύω altgriechisch προσαγορεύω


πιθανολογία

πιθανολογία altgriechisch


μεσότοιχος

μεσότοιχος Koine-Griechisch μεσότοιχος altgriechisch μέσος + τοῖχος


εξασθενίζω

εξασθενίζω altgriechisch ἐξασθενέω / ἐξασθενῶ σθένος


δειπνώ

δειπνώ altgriechisch δειπνέω / δειπνῶ


υμνολογώ

υμνολογώ Koine-Griechisch ὑμνολογέω / ὑμνολογῶ altgriechisch ὕμνος + λέγω


ευπρόσιτος

ευπρόσιτος altgriechisch εὐπρόσιτος εὖ + προσιτός πρόσειμι εἶμι proto-indogermanisch *h₁ey-


αναπήδημα

αναπήδημα altgriechisch ἀναπήδησις


αγριότης

αγριότης altgriechisch ἀγριότης ἄγριος


αγκούσα

αγκούσα mittelgriechisch αβέβαιης ετυμολογίας. möglicherweise von venezianisch angossa, welches etymologisiert von lateinisch angustia (= τά στενά, η στενοχωρία, αι πύλαι). Nach Γ. Χατζιδάκι ist das Wort altgriechisch και αποτελεί παραφθορά του τύπου ογκούσα, μετοχής του ρήματος ογκούμαι (= συσσωρεύομαι, εξογκώνομαι).


αναπνιά

αναπνιά mittelgriechisch ἀναπνιά altgriechisch ἀναπνέω πνέω indoeuropäisch (Wurzel) *pnew-


ξεστράβωμα

ξεστράβωμα ξεστραβώνω + -μα ξε- + στραβώνω στραβός altgriechisch στραβός indoeuropäisch (Wurzel) *(s)twer- / *(s)tur- (στρέφω, περιστρέφω)


κατάκρισις

κατάκρισις altgriechisch κατακρίνω κατά + κρίνω


κακόδοξος

κακόδοξος Koine-Griechisch κακόδοξος (παρόμοια σημασία) altgriechisch κακόδοξος κακός + δόξα


απεμπολώ

απεμπολώ altgriechisch ἀπεμπολῶ


κινηματογραφώ

κινηματογραφώ κινηματογράφος + -ώ (entlehnt aus) französisch cinématographe altgriechisch κίνημα + γράφω


διεξέρχομαι

διεξέρχομαι altgriechisch διεξέρχομαι διά + ἐξ + ἔρχομαι


φωνασκία

φωνασκία altgriechisch φωνασκία (άσκηση της φωνής)


συντροφεύω

συντροφεύω mittelgriechisch συντροφεύω altgriechisch σύντροφος


ανατέμνω

ανατέμνω altgriechisch ἀνατέμνω ἀνά + τέμνω (3. (Lehnbedeutung) französisch disséquer)


ξυστός

ξυστός ξύνω altgriechisch ξύω


λόχμη

λόχμη altgriechisch λόχμη


ιξός

ιξός altgriechisch ἰξός


εκκολάπτω

εκκολάπτω altgriechisch ἐκκολάπτω ἐκ + κολάπτω indoeuropäisch (Wurzel) *qolə (τρυπώ, σκάβω)


συναρπάζω

συναρπάζω altgriechisch συναρπάζω συν- + ἁρπάζω


θεόσοφος

θεόσοφος Koine-Griechisch θεόσοφος altgriechisch θεός + σοφός


εποπτεύω

εποπτεύω altgriechisch ἐποπτεύω


ξεναγώ

ξεναγώ altgriechisch ξεναγέω-ξεναγῶ ξένος + ἄγω


σκαρμός

σκαρμός σκαλμός altgriechisch σκαλμός


πρέπω

πρέπω altgriechisch πρέπω


κλωσόπουλο

κλωσόπουλο mittelgriechisch κλωσσόπουλον Koine-Griechisch κλώσσω + mittelgriechisch πουλίον / πουλλίον altgriechisch κλώζω + lateinisch pullus


καταμερίζω

καταμερίζω altgriechisch καταμερίζω κατά + μερίζω μέρος


προβληματίζω

προβληματίζω mittelgriechisch προβληματίζομαι altgriechisch πρόβλημα


ολυμπισμός

ολυμπισμός französisch olympisme olympique lateinisch Olympicus altgriechisch Ὀλυμπικός Ὀλυμπία Ὄλυμπος vorhellenistisch


υπατεία

υπατεία Koine-Griechisch ὑπατεία / ὑπατία altgriechisch ὕπατος ὑπό indoeuropäisch (Wurzel) *upo (υπό)


μεσόφρυδο

μεσόφρυδο Koine-Griechisch μεσόφρυον altgriechisch μέσος + ὀφρῦς


λατόμος

λατόμος Koine-Griechisch λατόμος altgriechisch λᾶας + τέμνω


κατατρέχω

κατατρέχω altgriechisch κατατρέχω κατά + τρέχω


θολερότητα

θολερότητα altgriechisch θολερότης θολερός


εκφοβίζω

εκφοβίζω altgriechisch ἐκφοβέω / ἐκφοβῶ + -ίζω ἐκ + φοβέω / φοβῶ φόβος proto-griechisch *pʰógʷos proto-indogermanisch *bʰógʷos *bʰegʷ- (φεύγω, το σκάω)


δάνεισμα

δάνεισμα altgriechisch δάνεισμα


σαλπίζω

σαλπίζω altgriechisch σαλπίζω


θωπεύω

θωπεύω altgriechisch θωπεύω (καλοπιάνω και χαϊδεύω)


επικαλύπτω

επικαλύπτω altgriechisch ἐπικαλύπτω ἐπί + καλύπτω


εξηγητής

εξηγητής altgriechisch ἐξηγητής ἐξηγέω


αφίσταμαι

αφίσταμαι altgriechisch ἀφίστημι από- + ἵστημι


ασπάλακας

ασπάλακας altgriechisch ἀσπάλαξ


αναστρέφω

αναστρέφω altgriechisch ἀναστρέφω


εγχειρίζω

εγχειρίζω altgriechisch ἐγχειρίζω ἐν + χείρ


διάνυση

διάνυση Koine-Griechisch διάνυσις altgriechisch διανύω διά + ἀνύω


πλατειάζω

πλατειάζω altgriechisch πλατειάζω


προσδένω

προσδένω altgriechisch προσδέω


επινοώ

επινοώ altgriechisch ἐπινοέω / ἐπινοῶ ἐπί + νοέω νόος / νοῦς


εμώ

εμώ altgriechisch ἐμῶ


αποπέμπω

αποπέμπω (λόγιο) altgriechisch ἀποπέμπω ἀπό (απο- + πέμπω


απολιθώνω

απολιθώνω altgriechisch ἀπολιθόω / ἀπολιθῶ ἀπό + λίθος (1,2: (Lehnbedeutung) französisch pétrifier· 3. (Lehnbedeutung) französisch fossiliser)


ακινητώ

ακινητώ altgriechisch ἀκινητῶ


μαραθωνομάχος

μαραθωνομάχος Koine-Griechisch Μαραθωνομάχος altgriechisch Μαραθωνομάχης


εκκενώνω

εκκενώνω altgriechisch ἐκκενόω / ἐκκενῶ κενόω / κενῶ κενός κενϝός proto-indogermanisch *ḱen-


απολαύω

απολαύω altgriechisch ἀπολαύω ἀπό + λαύω proto-indogermanisch *leh₂u- (κέρδος, όφελος) (ομόρριζα: λεία, λῄζομαι, λῃστής, λαρός, λατινικά lucrum)


τυμβωρυχία

τυμβωρυχία Koine-Griechisch τυμβωρυχία altgriechisch τύμβος + ὀρύσσω


προνοώ

προνοώ altgriechisch προνοέω / προνοῶ πρό + νοέω / νοῶ νόος / νοῦς


τέναγος

τέναγος altgriechisch τέναγος (αβαθή νερά, λιμνοθάλασσα)


ευκοιλιότητα

ευκοιλιότητα altgriechisch εὐκοιλιότης


υποδαυλίζω

υποδαυλίζω υπο- + δαυλός + -ίζω mittelgriechisch δαυλός altgriechisch δαλός ((Lehnübersetzung) französisch attiser)


απολυμαίνω

απολυμαίνω altgriechisch ἀπολυμαίνομαι


αντιστήριγμα

αντιστήριγμα Koine-Griechisch ἀντιστήριγμα altgriechisch στήριγμα στηρίζω


ψες

ψες altgriechisch ὀψέ (αργά το βράδυ) > ὀψές (mittelgriechisch) ψές mit fehlgedeutetem etymologischen Einfluss von χθες[1][2][3]


μισθώνω

μισθώνω altgriechisch μισθός


ζεματίζω

ζεματίζω mittelgriechisch ζεματίζω altgriechisch ζέω. siehe auch ζεματάω


εύσπλαγχνος

εύσπλαγχνος Koine-Griechisch εὔσπλαγχνος altgriechisch εὖ + σπλάγχνον


ένυδρος

ένυδρος altgriechisch ἔνυδρος


αμετρωπία

αμετρωπία neulateinisch ametropia altgriechisch ἄμετρος + ὤψ


αθλοθέτης

αθλοθέτης altgriechisch ἀθλοθέτης (ο ιδρυτής ή ο κριτής αγώνα) ἆθλον + τίθημι


μαστίζω

μαστίζω altgriechisch μαστίζω


διατρυπώ

διατρυπώ (λόγιο) altgriechisch διατρυπῶ, συνηρημένος τύπος του διατρυπάω. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + τρυπώ


αβγατίζω

αβγατίζω mittelgriechisch ἀβγατίζω ἐβγατίζω *ἐβγατ(ός) Koine-Griechisch ἐκβατός «που εκπληρώνεται» (με αντιμετάθεση φθόγγων) altgriechisch ἐκβαίνω[1]


χλαίνη

χλαίνη altgriechisch χλαῖνα


παλάβρα

παλάβρα εβραιοϊσπανική palavra lateinisch parabola altgriechisch παραβολή (αντιδάνειο)


λεπτύνω

λεπτύνω altgriechisch λεπτύνω λεπτός λέπω indoeuropäisch (Wurzel) *lep- (φλούδα, φλοιός)


αισχύνομαι

αισχύνομαι altgriechisch αἰσχύνομαι


προπορεύομαι

προπορεύομαι altgriechisch πρό + πορεύομαι


καθαρτήριος

καθαρτήριος Koine-Griechisch καθαρτήριος altgriechisch καθαίρω καθαρός


στιλβώνω

στιλβώνω Koine-Griechisch στιλβόω / στιλβῶ altgriechisch στίλβη


μαλακτικός

μαλακτικός altgriechisch μαλακτικός


εκδορέας

εκδορέας Katharevousa ἐκδορεύς ἐκδορά + -εύς Koine-Griechisch ἐκδορά altgriechisch ἐκδέρω δέρω indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ-


αυτόμολος

αυτόμολος (λόγιο) Koine-Griechisch αὐτόμολος altgriechisch αὐτομολῶ


αναπλήρωμα

αναπλήρωμα altgriechisch ἀναπλήρωμα ἀναπληρόω / ἀναπληρῶ πληρόω / πληρῶ πλήρης


εξολκέας

εξολκέας εξ- + altgriechisch ὁλκή + -έας


αμάρα

αμάρα altgriechisch ἀμάρα (3: (Lehnbedeutung) (γαλλικά) conduit)


βραδυγλωσσία

βραδυγλωσσία mittelgriechisch βραδυγλωσσία Koine-Griechisch βραδύγλωσσος altgriechisch βραδύς + -γλωσσία ( γλῶσσα )


ανάμεσο

ανάμεσο mittelgriechisch ἀνάμεσον altgriechisch ἀνάμεσος ἀνά + μέσος


ακκίζομαι

ακκίζομαι altgriechisch ἀκκίζομαι


φλομώνω

φλομώνω mittelgriechisch φλομώνω Koine-Griechisch φλόμος (Maskulinum) altgriechisch φλόμος (Femininum)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback