{ο}  όρος Subst.  [oros]

{der}    Subst.
(2497)
{die}    Subst.
(638)
{der}    Subst.
(208)
{der}    Subst.
(51)
{das}    Subst.
(50)
{der}    Subst.
(19)

Etymologie zu όρος

ΔΦΑ : /ˈɔ.ɾɔs/


GriechischDeutsch
Φορέας ο οποίος παρέχει μία ή περισσότερες (ηλεκτρονικές) υπηρεσίες εμπίστευσης (ο όρος αυτός χρησιμοποιείται με ευρύτερη εφαρμογή απ’ ό,τι ο CSP).Stelle, die einen oder mehrere (elektronische) Vertrauensdienste erbringt. (Dieser Begriff wird breiter angewendet als CSP.)

Übersetzung bestätigt

Ο όρος «εργαζόμενος» καλύπτει τα ακόλουθα φυσικά πρόσωπα:Der Begriff „Beschäftigte“ umfasst die folgenden natürlichen Personen:

Übersetzung bestätigt

Ο όρος «φινίρισμα» καλύπτει όλες τις φυσικές και χημικές κατεργασίες με τις οποίες αποδίδονται στα υφάσματα συγκεκριμένες ιδιότητες όπως απαλότητα, αδιαβροχοποίηση, ευκολία φροντίδας κ.λπ.Der Begriff „Ausrüstungen“ umfasst sämtliche physikalischen und chemischen Behandlungen, die dem Textilgewebe bestimmte Eigenschaften wie z. B. Weichheit, Wasserdichtheit und Pflegeleichtigkeit verleihen.

Übersetzung bestätigt

Αν και στην Ιταλία χρησιμοποιείται ο γενικός όρος «εταιρικά ομόλογα (corporate)», το δείγμα αναφοράς που χρησιμοποιείται στην ανάλυση αποτελείται από διάφορα ομόλογα, το κύριο μέρος των οποίων είναι τραπεζικοί τίτλοι (βλέπε σ. 7 της επιστολής της 22ας Ιουνίου 2007 των ιταλικών αρχών).Obwohl Italien den allgemeinen Begriff „Unternehmensanleihen“ verwendet, wurde in der Benchmark-Studie von einer Stichprobe ausgegangen, die mehrheitlich aus Bankanleihen bestand (siehe Schreiben Italiens vom 22. Juni 2007, S. 7).

Übersetzung bestätigt

Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, όλοι οι όροι που χρησιμοποιούνται στο παρόν έγγραφο συμβαδίζουν με τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στα κριτήρια επιλεξιμότητας ENERGY STAR για υπολογιστές, έκδοση 5.0.Sofern nicht anders angegeben, stimmen alle in diesem Dokument verwendeten Begriffe mit den in den für Computer Version 5.0 angegebenen Begriffsbestimmungen überein.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu όρος

όρος ο [óros] : 1. κάθε κατάσταση, γεγονός ή ενέργεια που είναι απαραίτητα για να υπάρχει κτ. άλλο· προϋπόθεση: Bασικός όρος πνευματικής και καλλιτεχνικής ανάπτυξης είναι η ελευθερία. Tο κτίριο δεν πληροί τους απαραίτητους όρους για να χρησιμοποιηθεί ως σχολείο. (λόγ. έκφρ.) επί ίσοις* όροις. || ΦΡ εφ΄ όρου ζωής, όσο αυτή διαρκεί, για όλη τη διάρκεια της ζωής, για πάντα, ισόβια. α. απαραίτητη προϋπόθεση που εκφρά ζει τη θέληση ή την απαίτηση κάποιου: Mε / υπό τον όρο, υπό ορισμένες συνθήκες: Θα σε βοηθήσω υπό τον όρο ότι θα με βοηθήσεις κι εσύ. Mε / υπό όρους, με ορισμένες προϋποθέσεις: Συνεργασία υπό όρους. όρος ευνοϊ κός / δυσμενής για κπ. Yπαγορεύω / υποβάλλω τους όρους μου. Xωρίς όρους ή άνευ όρων. Παραδόθηκαν άνευ όρων. H άνευ όρων ένταξη. Οι όροι που θέτουν οι απαγωγείς είναι αδύνατο να γίνουν δεκτοί. β. οτιδήποτε καθορίζεται με σαφήνεια σε γραπτό και συνήθ. επίσημο κείμενο· διάταξη: Οι όροι ενός συμβολαίου / μιας συνθήκης / της ανακωχής. Οι όροι μιας διακρατικής συμφωνίας / συνθήκης. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback