εικόνα altgriechisch εἰκών εἴκω (μοιάζω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Εκτυπώστε, αντιγράψτε ή σαρώστε μία μόνο εικόνα | Ein Bild drucken, kopieren oder scannen Übersetzung bestätigt |
Κατά τη διεξαγωγή μετρήσεων ισχύος στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δοκιμών, το προϊόν πρέπει να παράγει εικόνες με την ταχύτητα που προκύπτει από τις προκαθορισμένες ρυθμίσεις που έχει όταν διατίθεται στο εμπόριο. | Bei der Messung der Leistungsaufnahme im Rahmen dieses Prüfverfahrens muss das Produkt mit der im Lieferzustand voreingestellten Geschwindigkeit Bilder erzeugen. Übersetzung bestätigt |
Τα προϊόντα που δεν διαθέτουν συσκευή τροφοδοσίας εγγράφων μπορούν να παράγουν όλες τις εικόνες από ένα μόνο πρωτότυπο τοποθετημένο στην πλατίνα. | Produkte ohne Vorlageneinzug können alle Bilder anhand eines auf die Scanplatte gelegten Originals erstellen. Übersetzung bestätigt |
Για τις συσκευές φαξ που χρησιμοποιούν μόνο μία εικόνα ανά εργασία, η σελίδα πρέπει να τροφοδοτείται στη συσκευή τροφοδοσίας εγγράφων της μονάδας για πρόχειρα αντίγραφα, και μπορεί να τοποθετείται στη συσκευή τροφοδοσίας εγγράφων πριν από την έναρξη της δοκιμής. | Bei Faxgeräten, die pro Druckauftrag nur ein Bild verarbeiten, ist die Seite in den Vorlageneinzug des Geräts für Einzelblatt-Bedarfskopien einzulegen. Dies kann bereits vor dem Beginn der Prüfung erfolgen. Übersetzung bestätigt |
Η κάθε εικόνα πρέπει να αποστέλλεται ξεχωριστά• μπορούν όλες να αποτελούν μέρος του ίδιου εγγράφου, δεν πρέπει όμως να αναφέρονται στο έγγραφο ως πολλαπλά αντίγραφα μιας μοναδικής πρωτότυπης εικόνας [εκτός εάν το προϊόν είναι ψηφιακή συσκευή αναπαραγωγής, όπως ορίζεται στο τμήμα Δ.2β)]. | Alle Bilder können Teil desselben Dokuments sein, dürfen jedoch im Dokument nicht als mehrere Kopien eines einzigen Originals auftreten (es sei denn, es handelt sich bei dem Produkt um einen Digitalvervielfältiger laut Abschnitt D.2 Buchstabe b). Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Deutsche Synonyme |
---|
Bild |
Gemälde |
Andachtsbild |
Kultbild |
Ikone |
geweihtes Tafelbild |
εικόνα η [ikóna] : 1.ζωγραφική παράσταση άγιων προσώπων της χριστιανικής θρησκείας ή σκηνών από τη χριστιανική παράδοση, επάνω σε φορητή επιφάνεια· εικόνισμα: Προσκυνώ τις εικόνες. H εικόνα του Xριστού / του Aγίου Γεωργίου / της Σταύρωσης του Xριστού. Bυζαντινή / υστεροβυζαντινή / παλιά / θαυματουργή / αχειροποίητος εικόνα. Περιφορά εικόνας. Tο αμυδρό φως του καντηλιού φώτιζε τις άγιες εικόνες. || H αναστήλωση* των εικόνων. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.