{η}  διακοπή Subst.  [diakopi, thiakopi, diakoph]

{die}    Subst.
(1183)
{die}    Subst.
(633)
{der}    Subst.
(524)
{die}    Subst.
(168)
{die}    Subst.
(107)

Etymologie zu διακοπή

διακοπή altgriechisch διακοπή


GriechischDeutsch
Νυκτερινή εργασία. Ως νυκτερινή εργασία αμείβεται η εργασία που πραγματοποιείται μεταξύ 20:30 και 7:00 πάντως, εάν η εργασία αυτή αποτελεί συνέχεια χωρίς διακοπή της ημερήσιας εργασίας, θεωρείται ως νυκτερινή μόνο όταν υπεισέρχεται στη νυκτερινή περίοδο κατά τουλάχιστον 1 ώρα και 30 λεπτά.Nachtarbeit: Als Nachtarbeit werden die zwischen 20.30 Uhr und 7.00 Uhr abgeleisteten Stunden bezahlt; schließt sich jedoch diese Arbeit ohne Unterbrechung an die während des Tages geleistete Arbeit an, so müssen mindestens 1 1/2 Nachtstunden abgeleistet werden, damit sie als Nachtarbeit angerechnet werden können.

Übersetzung bestätigt

Η Ελλάδα θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να είχε αποφύγει τη διακοπή των στρατιωτικών δραστηριοτήτων.Griechenland hätte folglich die Unterbrechung des Betriebs im Verteidigungsbereich abwenden können.

Übersetzung bestätigt

Υπολογιστές χωρίς δυνατότητα Ethernet πρέπει να διατηρούν την ενεργή αυτή σύνδεση με το μεταγωγέα καθ’ όλη τη διάρκεια των δοκιμών, έστω και με σύντομες διακοπές κατά τη μετάβαση από μία ταχύτητα σύνδεσης σε άλλη.Die Verbindung zwischen dem Computer und dem Switch muss für die gesamte Prüfdauer aktiv bleiben, wobei jedoch kurze Unterbrechungen beim Übergang zwischen verschiedenen außer Acht bleiben können.

Übersetzung bestätigt

Επιεβαιώνεται ότι η ΜΥΔ είναι συνδεμένη με τους πόρους του δικτύου όπως περιγράφεται παρακάτω, και ότι η ΜΥΔ διατηρεί την ενεργή αυτή σύνδεση καθ’ όλη τη διάρκεια της δοκιμής, έστω και με σύντομες διακοπές κατά τη μετάβαση από μία ταχύτητα σύνδεσης σε άλλη.Sicherstellen, dass das UUT wie nachfolgend ausgeführt an das Netz angeschlossen ist und diese Verbindung für die gesamte Prüfdauer aktiv bleibt, wobei jedoch kurze Unterbrechungen beim Übergang zwischen verschiedenen außer Acht bleiben können.

Übersetzung bestätigt

Αυτές οι μελέτες συμβατότητας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την παραδοχή ότι ο εξοπλισμός BMA διακόπτει τη μετάδοση εντός δέκα δευτερολέπτων από τη διακοπή της κανονικής λειτουργίας.Bei diesen wird u. a. davon ausgegangen, dass BMA-Geräte bei Unterbrechung des Normalbetriebs innerhalb von 10 Sekunden zu senden aufhören.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu διακοπή

διακοπή η [δiakopí] : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διακόπτω. 1α. προσωρινό ή οριστικό τέλος, σταμάτημα μιας πορείας, διαδικασίας ή δραστηριότητας: Στη διάρκεια του ταξιδιού κάναμε δυο τρεις διακοπές. Aς κάνουμε μια μικρή διακοπή, διάλειμμα. Δουλεύει ασταμάτητα χωρίς διακοπή. Kοιμάται με διακοπές, κάνει διακεκομμένο ύπνο. Aποφασίστηκε η διακοπή των έργων / των εχθροπραξιών. διακοπή των μαθημάτων για τρεις μέρες. β. βλάβη ή άλλη ανωμαλία που δεν επιτρέπει να λειτουργήσει ή να διεξαχθεί κτ. ομαλά: Είχαμε διακοπή νερού / διακοπές στην ηλεκτροδότηση. διακοπή της συγκοινωνίας λόγω της κακοκαιρίας. γ. παρέμβαση που εμποδίζει τη συνεχή ροή του λόγου κάποιου ομιλητή: Δεν επιτρέπει διακοπές την ώρα της διδασκαλίας. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback