απόφαση altgriechisch ἀπόφασις ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Από το γεγονός ότι η Γερμανία παραδέχεται ότι το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών συμμετείχε όχι μόνο στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο εμπλέκεται σε όλες τις αποφάσεις μεταξύ 27ης και 29ης Ιουλίου 2007, αλλά κατά τη λήψη των αποφάσεων προέδρευε μάλιστα του συμβουλίου, επιβεβαιώνεται η θέση της Γερμανίας ότι οι αποφάσεις της ΚfW καταλογίζονται στο κράτος [26]. | Indem Deutschland zugibt, dass das Bundesministerium der Finanzen an den Sitzungen des Vorstands, der an allen Entscheidungen vom Wochenende des 27. bis 29. Juli 2007 beteiligt war, nicht nur teilnahm, sondern bei der Entscheidung sogar den Vorsitz führte, bestätigt Deutschland im Grunde, dass die Entscheidungen der KfW dem Staat zuzurechnen sind [26]. Übersetzung bestätigt |
Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας (στο εξής «απόφαση κίνησης της διαδικασίας») δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης [2]. | Die Entscheidung der Kommission zur Einleitung des förmlichen Prüfverfahrens (nachstehend: Einleitungsentscheidung) wurde im Amtsblatt der Europäischen Union veröffentlicht [2]. Übersetzung bestätigt |
Η απόφαση 2007/716/ΕΚ της Επιτροπής [2] καθορίζει μεταβατικά μέτρα για τις διαρθρωτικές απαιτήσεις ορισμένων εγκαταστάσεων στους τομείς κρέατος και γάλακτος στη Βουλγαρία, που προβλέπονται στους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και (ΕΚ) αριθ. 853/2004. | Die Entscheidung 2007/716/EG [2] der Kommission legt Übergangsmaßnahmen fest für strukturelle Anforderungen an bestimmte Betriebe im Fleischund Milchverarbeitungssektor in Bulgarien gemäß den Verordnungen (EG) Nr. 852/2004 und (EG) Nr. 853/2004 des Europäischen Parlaments und des Rates. Übersetzung bestätigt |
Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2010. | Diese Entscheidung gilt ab dem 1. Januar 2010. Übersetzung bestätigt |
Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 2 της οδηγίας 2001/18/ΕΚ, | Die in dieser Entscheidung vorgesehenen Maßnahmen entsprechen der Stellungnahme des nach Artikel 30 Absatz 2 der Richtlinie 2001/18/EG eingesetzten Ausschusses — Übersetzung bestätigt |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Entscheidung | die Entscheidungen |
Genitiv | der Entscheidung | der Entscheidungen |
Dativ | der Entscheidung | den Entscheidungen |
Akkusativ | die Entscheidung | die Entscheidungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Resolution | die Resolutionen |
Genitiv | der Resolution | der Resolutionen |
Dativ | der Resolution | den Resolutionen |
Akkusativ | die Resolution | die Resolutionen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Entschluss | die Entschlüsse |
Genitiv | des Entschlusses | der Entschlüsse |
Dativ | dem Entschluss dem Entschlusse | den Entschlüssen |
Akkusativ | den Entschluss | die Entschlüsse |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Entscheid | die Entscheide |
Genitiv | des Entscheides des Entscheids | der Entscheide |
Dativ | dem Entscheid dem Entscheide | den Entscheiden |
Akkusativ | den Entscheid | die Entscheide |
Singular
|
Plural
| |
---|---|---|
Nominativ | der Beschluss
|
die Beschlüsse
|
Genitiv | des Beschlusses
|
der Beschlüsse
|
Dativ | dem Beschluss dem Beschlusse
|
den Beschlüssen
|
Akkusativ | den Beschluss
|
die Beschlüsse
|
απόφαση η [apófasi] : το αποτέλεσμα του αποφασίζω. α. τελική επιλογή ή γνώμη για κτ., ύστερα από σκέψη ή συζήτηση: Tην απόφαση να σπουδάσω την πήρα όταν ήμουν πολύ μικρός, αποφάσισα. H απόφασή μου να μη δεχτώ την πρότασή του είναι οριστική / αμετάκλητη. Είναι ειλημμένη απόφαση της κυβέρνησης να Πήρε τη μεγάλη / τη δύσκολη απόφαση να αλλάξει τρόπο ζωής. (έκφρ.) το παίρνω απόφαση, αποδέχομαι κτ. δυσάρεστο που δεν μπορώ να το αποτρέψω ή να το αλλάξω: Πρέπει να το πάρεις απόφαση ότι για να πετύχεις πρέπει να δουλέψεις. Πώς να το πάρει απόφαση ότι θα πεθάνει; β. κρίση στην οποία καταλήγει κάποιο επίσημο όργανο, ύστερα από ορισμένη, τυπική διαδικασία: Tο δικαστήριο εξέδωσε / έβγαλε καταδικαστική / αθωωτική / τελεσίδικη απόφαση. Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι σεβαστές από τους διαδίκους. Δημοσιεύτηκαν οι αποφάσεις όλων των συνεδρίων του κόμματος.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.