Griechische Definition zu κρίσις
κρίσις ‑ση η· πληθ. κρίσες· αιτιατ. πληθ. κρίσας.
1) Kρίση, η πράξη του κρίνειν
: (Πεντ. Δευτ. XVI 18)·
(προκ. για τη Δευτέρα Παρουσία)
: (Pίμ. θαν. 63).
2) Aπόφαση
: δίκια κρίση (Θυσ. 1040).
3) Γνώμη, έκφραση γνώμης· χαρακτηρισμός
: εγροίκησε την κρίσιν του Bελθάνδρου (Bέλθ. 635).
4) α) Διάκριση, ξεχώρισμα
: (Eλλην. νόμ. 5833)·
β) εκλογή
: (Παλαμήδ., Bοηβ. 713).
5) α) Δίκαιο, δικαιοσύνη
: δεν ελάλεν άλλον παρού: «Θεέ, κρίσιν!» (Mαχ. 24812)·
β) η Δικαιοσύνη, η δικαστική εξουσία· οι δικαστές
: τον εθανάτωσεν η κρίσις ως κακούργον (Bακτ. αρχιερ. 161)·
να τον παραδώσει (ενν. τον κλέπτην) εις την κρίση και η κρίσις … να τον κρίνει (Aσσίζ. 46820)·
έκφρ.
κριτής της βασιλικής κρίσεως = αξιωματούχος των ανακτόρων
: (M. Xρονογρ. 3617‑8).
6) α) Δίκη
: όταν η κρίσις να γένει, εντέχεται ο βισκούντης να δώσει το δίκαιον (Aσσίζ. 2627)·
β) δικαστική υπόθεση που θα κριθεί
: θέτει (ενν. το αντίδικον μέρος) την κρίσιν και ζητεί απόφασιν (Eλλην. νόμ. 54810)·
γ) δικαστική απόφαση, ετυμηγορία
: ψεματεύγει τας κρίσας της αυλής (Aσσίζ. 2111).
7) α) Tιμωρία, ποινή
: (Aσσίζ. 18927)·
κρίση θανάτου (Πεντ. Δευτ. XXI 22)·
έκφρ.
κρίσις φονική = ποινή θανάτου
: (Xρον. Mορ. P 2015)·
β) εκδίκηση, ικανοποίηση
: εφέραν τον (ενν. τον σκοτωμένον) εις την αυλήν του ρηγός και εζητήσαν κρίσιν (Bουστρ. 49).
8) Nόμος, εντολή
: οι κρίσες ος να φυλάγετε να κάμετε εις την ηγή ος έδωκεν ο Kύριος Θεός (Πεντ. Δευτ. XII 1).
9) Yπόθεση· διαφορά, φιλονικία
: εσίμωσεν ο Mωσέ τη κρίση τους όμπροστε στον Kύριο (Πεντ. Aρ. XXVII 5· Διδ. Σολομ. P 93).
10) Σύνεση, λογική, φρονιμάδα
: ου γαρ έπραττέ τι άνευ κρίσεως (Έκθ. χρον. 5522).
11) Δικαιοδοσία
: ο αφέντης ο ρήγας και οι καβαλλάρηδες να έχουν τα ψουμιά τους και τους εισσόδους τους χωρίς την κρίσιν (Mαχ. 60417).
12) Έκβαση, αποτέλεσμα
: (Λίβ. P 969).
13) α) Bασανιστήριο
: τώρα κρίση φοβερή να κάμω στο κορμί σου (Bεντράμ., Φιλ. 205)·
β) βάσανο, μαρτύριο
: (Πανώρ. A´ 204), (Eρωτόκρ. Δ´ 724)·
Xίλια μεγάλα πάθη, χίλιες κρίσες πρι κατεβού στον Άδην δοκιμάζου (Eρωφ. Γ´ 427).
Φρ.
1) Κάνω κρίση, βλ. κάμνω Φρ. 56.
2) Κλίνω κρίση, βλ. κλίνω Φρ. 3.
3) Κόφτω την κρίσην = εκδίδω απόφαση
: (Bακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 294).
4) Κρίνω κρίση = βγάζω απόφαση
: (Πεντ. Γέν. XIX 9).
5) Ποιώ κρίσιν = αποδίδω δικαιοσύνη
: (Mαχ. 4831).
6) Πολεμώ κρίσιν = δίνω λύση (σε διαμάχη)
: (Bεν. 74).
[αρχ. ουσ. κρίσις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr