ακουμπώ Verb  [akubo, akoympw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu ακουμπώ

ακουμπώ mittelgriechisch ἀκουμπῶ ἀκουμβίζω / ἀκουμπίζω Koine-Griechisch ἀκουμβίζω lateinisch accumbo [1] (= κατακλίνομαι) accubo ad + cubo proto-italienisch *kubāō proto-indogermanisch *ḱewb-


GriechischDeutsch
Λες να μ' αρέσει να ακουμπώ πρόσωπα ξένων;Denkst du, ich mag es? Diese ganzen fremden Gesichter zu berühren?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
ακούμπωτος -η -ο

Grammatik

Grammatik zu ακουμπώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ακουμπάω, ακουμπώακουμπάμε, ακουμπούμε
ακουμπάςακουμπάτε
ακουμπάει, ακουμπάακουμπάν(ε), ακουμπούν(ε)
Imper
fekt
ακουμπούσα, ακούμπαγαακουμπούσαμε, ακουμπάγαμε
ακουμπούσες, ακούμπαγεςακουμπούσατε, ακουμπάγατε
ακουμπούσε, ακούμπαγεακουμπούσαν(ε), ακούμπαγαν, ακουμπάγανε
Aoristακούμπησαακουμπήσαμε
ακούμπησεςακουμπήσατε
ακούμπησεακούμπησαν, ακουμπήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ακουμπήσειέχουμε ακουμπήσει
έχεις ακουμπήσειέχετε ακουμπήσει
έχει ακουμπήσειέχουν ακουμπήσει
Plu
perf
ekt
είχα ακουμπήσειείχαμε ακουμπήσει
είχες ακουμπήσειείχατε ακουμπήσει
είχε ακουμπήσειείχαν ακουμπήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ακουμπάω, θα ακουμπώθα ακουμπάμε, θα ακουμπούμε
θα ακουμπάςθα ακουμπάτε
θα ακουμπάει, θα ακουμπάθα ακουμπάν(ε), θα ακουμπούν(ε)
Fut
ur
θα ακουμπήσωθα ακουμπήσουμε, θα ακουμπήσομε
θα ακουμπήσειςθα ακουμπήσετε
θα ακουμπήσειθα ακουμπήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ακουμπήσειθα έχουμε ακουμπήσει
θα έχεις ακουμπήσειθα έχετε ακουμπήσει
θα έχει ακουμπήσειθα έχουν ακουμπήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ακουμπάω, να ακουμπώνα ακουμπάμε, να ακουμπούμε
να ακουμπάςνα ακουμπάτε
να ακουμπάει, να ακουμπάνα ακουμπάν(ε), να ακουμπούν(ε)
Aoristνα ακουμπήσωνα ακουμπήσουμε, να ακουμπήσομε
να ακουμπήσειςνα ακουμπήσετε
να ακουμπήσεινα ακουμπήσουν(ε)
Perfνα έχω ακουμπήσεινα έχουμε ακουμπήσει
να έχεις ακουμπήσεινα έχετε ακουμπήσει
να έχει ακουμπήσεινα έχουν ακουμπήσει
Imper
ativ
Presακούμπα, ακούμπαγεακουμπάτε
Aoristακούμπησε, ακούμπαακουμπήστε
Part
izip
Presακουμπώντας
Perfακουμπισμένος, -η, -οακουμπισμένοι, -ες, -α
έχοντας ακουμπήσει
InfinAoristακουμπήσει











Griechische Definition zu ακουμπώ

ακουμπώ [akumbó] & -άω .1α μππ. (σπάν.) ακουμπημένος· (πρβ. ακουμπίζω) : I1.γέρνω κάπου και έτσι στηρίζομαι: ακουμπώ με την πλάτη στον τοίχο. Aκούμπησε πάνω του για να μην πέσει. Mια πέτρινη σκάλα ακουμπούσε στον εξωτερικό ανατολικό τοίχο. || Aκούμπησε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback