abstellen
 Verb

ακουμπώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Lärm abstellen.Σταματήστε αυτό τον θόρυβο.

Übersetzung nicht bestätigt

Der Chronicle sollte die Claqueure für sie abstellen.Πρέπει να φτιάξετε λέσχη θαυμαστών της στην Κρόνικλ.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir sind nicht so. Sollten Sie nicht langsam den Hahn abstellen?Δεν είναι ώρα να κλείσεις τη βρύση;

Übersetzung nicht bestätigt

-Wo soll ich ´ s abstellen?-Που να τα βάλω;

Übersetzung nicht bestätigt

Warum? Ich könnte Ihnen einen Zug abstellen lassen.Θα μπορουσα να στελω ειδικο τρενο για σενα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ακουμπάω, ακουμπώακουμπάμε, ακουμπούμε
ακουμπάςακουμπάτε
ακουμπάει, ακουμπάακουμπάν(ε), ακουμπούν(ε)
Imper
fekt
ακουμπούσα, ακούμπαγαακουμπούσαμε, ακουμπάγαμε
ακουμπούσες, ακούμπαγεςακουμπούσατε, ακουμπάγατε
ακουμπούσε, ακούμπαγεακουμπούσαν(ε), ακούμπαγαν, ακουμπάγανε
Aoristακούμπησαακουμπήσαμε
ακούμπησεςακουμπήσατε
ακούμπησεακούμπησαν, ακουμπήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ακουμπήσειέχουμε ακουμπήσει
έχεις ακουμπήσειέχετε ακουμπήσει
έχει ακουμπήσειέχουν ακουμπήσει
Plu
perf
ekt
είχα ακουμπήσειείχαμε ακουμπήσει
είχες ακουμπήσειείχατε ακουμπήσει
είχε ακουμπήσειείχαν ακουμπήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ακουμπάω, θα ακουμπώθα ακουμπάμε, θα ακουμπούμε
θα ακουμπάςθα ακουμπάτε
θα ακουμπάει, θα ακουμπάθα ακουμπάν(ε), θα ακουμπούν(ε)
Fut
ur
θα ακουμπήσωθα ακουμπήσουμε, θα ακουμπήσομε
θα ακουμπήσειςθα ακουμπήσετε
θα ακουμπήσειθα ακουμπήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ακουμπήσειθα έχουμε ακουμπήσει
θα έχεις ακουμπήσειθα έχετε ακουμπήσει
θα έχει ακουμπήσειθα έχουν ακουμπήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ακουμπάω, να ακουμπώνα ακουμπάμε, να ακουμπούμε
να ακουμπάςνα ακουμπάτε
να ακουμπάει, να ακουμπάνα ακουμπάν(ε), να ακουμπούν(ε)
Aoristνα ακουμπήσωνα ακουμπήσουμε, να ακουμπήσομε
να ακουμπήσειςνα ακουμπήσετε
να ακουμπήσεινα ακουμπήσουν(ε)
Perfνα έχω ακουμπήσεινα έχουμε ακουμπήσει
να έχεις ακουμπήσεινα έχετε ακουμπήσει
να έχει ακουμπήσεινα έχουν ακουμπήσει
Imper
ativ
Presακούμπα, ακούμπαγεακουμπάτε
Aoristακούμπησε, ακούμπαακουμπήστε
Part
izip
Presακουμπώντας
Perfακουμπισμένος, -η, -οακουμπισμένοι, -ες, -α
έχοντας ακουμπήσει
InfinAoristακουμπήσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback