Deutsch | Griechisch |
---|---|
Irgendwann wollte ich einfach in dieses Bild hineinspringen, sozusagen. Ich habe diese rot-grüne 3D-Brille gekauft, bin ganz nah an den Bildschirm ran, aber es war doch nicht dasselbe wie umhergehen und Dinge berühren können. | Σε κάποιο σημείο θέλησα απλώς να μπω μέσα σε αυτό το σχήμα, τρόπος του λέγειν, αγόρασα αυτά τα κόκκινα και μπλε τρισδιάστατα γυαλιά, πλησίασα πολύ κοντά στην οθόνη αλλά και πάλι δεν ήταν το ίδιο με το να μπορώ να κάνω μια βόλτα και να αγγίζω πράγματα. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich kann das fühlen, berühren, sehen. | Τους νιώθω, τους αγγίζω, τους βλέπω. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
in Zusammenhang stehen mit |
tangieren |
wirken auf |
betreffen |
berühren |
angehen |
(jemandes) Interessen berühren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | berühre | ||
du | berührst | |||
er, sie, es | berührt | |||
Präteritum | ich | berührte | ||
Konjunktiv II | ich | berührte | ||
Imperativ | Singular | berühr! berühre! | ||
Plural | berührt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
berührt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:berühren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αγγίζω | αγγίζουμε, αγγίζομε | αγγίζομαι | αγγιζόμαστε |
αγγίζεις | αγγίζετε | αγγίζεσαι | αγγίζεστε, αγγιζόσαστε | ||
αγγίζει | αγγίζουν(ε) | αγγίζεται | αγγίζονται | ||
Imper fekt | άγγιζα | αγγίζαμε | αγγιζόμουν(α) | αγγιζόμαστε, αγγιζόμασταν | |
άγγιζες | αγγίζατε | αγγιζόσουν(α) | αγγιζόσαστε, αγγιζόσασταν | ||
άγγιζε | άγγιζαν, αγγίζαν(ε) | αγγιζόταν(ε) | αγγίζονταν, αγγιζόντανε, αγγιζόντουσαν | ||
Aorist | άγγιξα | αγγίξαμε | αγγίχτηκα | αγγιχτήκαμε | |
άγγιξες | αγγίξατε | αγγίχτηκες | αγγιχτήκατε | ||
άγγιξε | άγγιξαν, αγγίξαν(ε) | αγγίχτηκε | αγγίχτηκαν, αγγιχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αγγίξει | έχουμε αγγίξει | έχω αγγιχτεί | έχουμε αγγιχτεί | |
έχεις αγγίξει έχεις αγγιγμένο | έχετε αγγίξει έχετε αγγιγμένο | έχεις αγγιχτεί είσαι αγγιγμένος, -η | έχετε αγγιχτεί είστε αγγιγμένοι, -ες | ||
έχει αγγίξει | έχουν αγγίξει | έχει αγγιχτεί | έχουν αγγιχτεί | ||
Plu per fekt | είχα αγγίξει | είχαμε αγγίξει | είχα αγγιχτεί | είχαμε αγγιχτεί | |
είχες αγγίξει είχες αγγιγμένο | είχατε αγγίξει είχατε αγγιγμένο | είχες αγγιχτεί ήσουν αγγιγμένος, -η | είχατε αγγιχτεί ήσαστε αγγιγμένοι, -ες | ||
είχε αγγίξει είχε αγγιγμένο | είχαν αγγίξει είχαν αγγιγμένο | είχε αγγιχτεί ήταν αγγιγμένος, -η, -ο | είχαν αγγιχτεί ήταν αγγιγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αγγίζω | θα αγγίζουμε, θα αγγίζομε | θα αγγίζομαι | θα αγγιζόμαστε | |
θα αγγίζεις | θα αγγίζετε | θα αγγίζεσαι | θα αγγίζεστε, | ||
θα αγγίζει | θα αγγίζουν(ε) | θα αγγίζεται | θα αγγίζονται | ||
Fut ur | θα αγγίξω | θα αγγίξουμε, | θα αγγιχτώ | θα αγγιχτούμε | |
θα αγγίξεις | θα αγγίξετε | θα αγγιχτείς | θα αγγιχτείτε | ||
θα αγγίξει | θα αγγίξουν(ε) | θα αγγιχτεί | θα αγγιχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αγγίξει | θα έχουμε αγγίξει | θα έχω αγγιχτεί | θα έχουμε αγγιχτεί | |
θα έχεις αγγίξει θα έχεις αγγιγμένο | θα έχετε αγγίξει θα έχετε αγγιγμένο | θα έχεις αγγιχτεί θα είσαι αγγιγμένος, -η | θα έχετε αγγιχτεί θα είστε αγγιγμένοι, -ες | ||
θα έχει αγγίξει θα έχει αγγιγμένο | θα έχουν αγγίξει θα έχουν αγγιγμένο | θα έχει αγγιχτεί θα είναι αγγιγμένος, -η, -ο | θα έχουν αγγιχτεί θα είναι αγγιγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αγγίζω | να αγγίζουμε, | να αγγίζομαι | να αγγιζόμαστε |
να αγγίζεις | να αγγίζετε | να αγγίζεσαι | να αγγίζεστε, | ||
να αγγίζει | να αγγίζουν(ε) | να αγγίζεται | να αγγίζονται | ||
Aorist | να αγγίξω | να αγγίξουμε, | να αγγιχτώ | να αγγιχτούμε | |
να αγγίξεις | να αγγίξετε | να αγγιχτείς | να αγγιχτείτε | ||
να αγγίξει | να αγγίξουν(ε) | να αγγιχτεί | να αγγιχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω αγγίξει | να έχουμε αγγίξει | να έχω αγγιχτεί | να έχουμε αγγιχτεί | |
να έχεις αγγίξει | να έχετε αγγίξει | να έχεις αγγιχτεί | να έχετε αγγιχτεί | ||
να έχει αγγίξει | να έχουν αγγίξει | να έχει αγγιχτεί | να έχουν αγγιχτεί | ||
Imper ativ | Pres | άγγιζε | αγγίζετε | αγγίζεστε | |
Aorist | άγγιξε | αγγίξτε, αγγίχτε | αγγίξου | αγγιχτείτε | |
Part izip | Pres | αγγίζοντας | |||
Perf | έχοντας αγγίξει, έχοντας αγγιγμένο | αγγιγμένος, -η, -ο | αγγιγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αγγίξει | αγγιχτεί |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ακουμπάω, ακουμπώ | ακουμπάμε, ακουμπούμε |
ακουμπάς | ακουμπάτε | ||
ακουμπάει, ακουμπά | ακουμπάν(ε), ακουμπούν(ε) | ||
Imper fekt | ακουμπούσα, ακούμπαγα | ακουμπούσαμε, ακουμπάγαμε | |
ακουμπούσες, ακούμπαγες | ακουμπούσατε, ακουμπάγατε | ||
ακουμπούσε, ακούμπαγε | ακουμπούσαν(ε), ακούμπαγαν, ακουμπάγανε | ||
Aorist | ακούμπησα | ακουμπήσαμε | |
ακούμπησες | ακουμπήσατε | ||
ακούμπησε | ακούμπησαν, ακουμπήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω ακουμπήσει | έχουμε ακουμπήσει | |
έχεις ακουμπήσει | έχετε ακουμπήσει | ||
έχει ακουμπήσει | έχουν ακουμπήσει | ||
Plu perf ekt | είχα ακουμπήσει | είχαμε ακουμπήσει | |
είχες ακουμπήσει | είχατε ακουμπήσει | ||
είχε ακουμπήσει | είχαν ακουμπήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ακουμπάω, θα ακουμπώ | θα ακουμπάμε, θα ακουμπούμε | |
θα ακουμπάς | θα ακουμπάτε | ||
θα ακουμπάει, θα ακουμπά | θα ακουμπάν(ε), θα ακουμπούν(ε) | ||
Fut ur | θα ακουμπήσω | θα ακουμπήσουμε, θα ακουμπήσομε | |
θα ακουμπήσεις | θα ακουμπήσετε | ||
θα ακουμπήσει | θα ακουμπήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ακουμπήσει | θα έχουμε ακουμπήσει | |
θα έχεις ακουμπήσει | θα έχετε ακουμπήσει | ||
θα έχει ακουμπήσει | θα έχουν ακουμπήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ακουμπάω, να ακουμπώ | να ακουμπάμε, να ακουμπούμε |
να ακουμπάς | να ακουμπάτε | ||
να ακουμπάει, να ακουμπά | να ακουμπάν(ε), να ακουμπούν(ε) | ||
Aorist | να ακουμπήσω | να ακουμπήσουμε, να ακουμπήσομε | |
να ακουμπήσεις | να ακουμπήσετε | ||
να ακουμπήσει | να ακουμπήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ακουμπήσει | να έχουμε ακουμπήσει | |
να έχεις ακουμπήσει | να έχετε ακουμπήσει | ||
να έχει ακουμπήσει | να έχουν ακουμπήσει | ||
Imper ativ | Pres | ακούμπα, ακούμπαγε | ακουμπάτε |
Aorist | ακούμπησε, ακούμπα | ακουμπήστε | |
Part izip | Pres | ακουμπώντας | |
Perf | ακουμπισμένος, -η, -ο | ακουμπισμένοι, -ες, -α | |
έχοντας ακουμπήσει | |||
Infin | Aorist | ακουμπήσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.