αγγίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Es mag Sie nicht tangieren, aber es gibt Vorschriften. Regeln. Und Anleitungen, die... | Οι άνθρωποι δεν νοιάζονται αλλά υπάρχουν διαδικασίες και κανόνες! Übersetzung nicht bestätigt |
Ich muss die Gegend nur lang genug tangieren um auf die andere Seite zu gehen mit einer Phiole des Heilmittels | Απλά χρειάζομαι να επηρεάσω την περιοχή τόσο ώστε να περάσω στην άλλη πλευρά, με ένα φιαλίδιο από το παρασκεύασμα. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie tangieren mich zu wenig für so viel Ärger. | Δεν με νοιάζεις εσύ τόσο, ώστε να μπω σε τέτοιους μπελάδες. Übersetzung nicht bestätigt |
Die Zerstörung der Unterwelt würde Sie nicht tangieren. | Όχι για μένα που έχω τον έλεγχο ασφαλείας και ξέρω τους αλγόριθμους. Übersetzung nicht bestätigt |
Um bei Fragen, die mehr als einen regionalen Beirat tangieren, Kohärenz zu gewährleisten, müssen Verbindungen zwischen den verschiedenen regionalen Beiräten hergestellt werden. | Προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνεκτική προσέγγιση σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος πλειόνων περιφερειακών γνωμοδοτικών συμβουλίων, είναι ουσιώδες να καθιερωθούν σύνδεσμοι μεταξύ των διαφόρων αυτών συμβουλίων. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
in Zusammenhang stehen mit |
tangieren |
wirken auf |
betreffen |
berühren |
angehen |
(jemandes) Interessen berühren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | tangiere | ||
du | tangierst | |||
er, sie, es | tangiert | |||
Präteritum | ich | tangierte | ||
Konjunktiv II | ich | tangierte | ||
Imperativ | Singular | tangier! tangiere! | ||
Plural | tangiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
tangiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:tangieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αγγίζω | αγγίζουμε, αγγίζομε | αγγίζομαι | αγγιζόμαστε |
αγγίζεις | αγγίζετε | αγγίζεσαι | αγγίζεστε, αγγιζόσαστε | ||
αγγίζει | αγγίζουν(ε) | αγγίζεται | αγγίζονται | ||
Imper fekt | άγγιζα | αγγίζαμε | αγγιζόμουν(α) | αγγιζόμαστε, αγγιζόμασταν | |
άγγιζες | αγγίζατε | αγγιζόσουν(α) | αγγιζόσαστε, αγγιζόσασταν | ||
άγγιζε | άγγιζαν, αγγίζαν(ε) | αγγιζόταν(ε) | αγγίζονταν, αγγιζόντανε, αγγιζόντουσαν | ||
Aorist | άγγιξα | αγγίξαμε | αγγίχτηκα | αγγιχτήκαμε | |
άγγιξες | αγγίξατε | αγγίχτηκες | αγγιχτήκατε | ||
άγγιξε | άγγιξαν, αγγίξαν(ε) | αγγίχτηκε | αγγίχτηκαν, αγγιχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αγγίξει | έχουμε αγγίξει | έχω αγγιχτεί | έχουμε αγγιχτεί | |
έχεις αγγίξει έχεις αγγιγμένο | έχετε αγγίξει έχετε αγγιγμένο | έχεις αγγιχτεί είσαι αγγιγμένος, -η | έχετε αγγιχτεί είστε αγγιγμένοι, -ες | ||
έχει αγγίξει | έχουν αγγίξει | έχει αγγιχτεί | έχουν αγγιχτεί | ||
Plu per fekt | είχα αγγίξει | είχαμε αγγίξει | είχα αγγιχτεί | είχαμε αγγιχτεί | |
είχες αγγίξει είχες αγγιγμένο | είχατε αγγίξει είχατε αγγιγμένο | είχες αγγιχτεί ήσουν αγγιγμένος, -η | είχατε αγγιχτεί ήσαστε αγγιγμένοι, -ες | ||
είχε αγγίξει είχε αγγιγμένο | είχαν αγγίξει είχαν αγγιγμένο | είχε αγγιχτεί ήταν αγγιγμένος, -η, -ο | είχαν αγγιχτεί ήταν αγγιγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αγγίζω | θα αγγίζουμε, θα αγγίζομε | θα αγγίζομαι | θα αγγιζόμαστε | |
θα αγγίζεις | θα αγγίζετε | θα αγγίζεσαι | θα αγγίζεστε, | ||
θα αγγίζει | θα αγγίζουν(ε) | θα αγγίζεται | θα αγγίζονται | ||
Fut ur | θα αγγίξω | θα αγγίξουμε, | θα αγγιχτώ | θα αγγιχτούμε | |
θα αγγίξεις | θα αγγίξετε | θα αγγιχτείς | θα αγγιχτείτε | ||
θα αγγίξει | θα αγγίξουν(ε) | θα αγγιχτεί | θα αγγιχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αγγίξει | θα έχουμε αγγίξει | θα έχω αγγιχτεί | θα έχουμε αγγιχτεί | |
θα έχεις αγγίξει θα έχεις αγγιγμένο | θα έχετε αγγίξει θα έχετε αγγιγμένο | θα έχεις αγγιχτεί θα είσαι αγγιγμένος, -η | θα έχετε αγγιχτεί θα είστε αγγιγμένοι, -ες | ||
θα έχει αγγίξει θα έχει αγγιγμένο | θα έχουν αγγίξει θα έχουν αγγιγμένο | θα έχει αγγιχτεί θα είναι αγγιγμένος, -η, -ο | θα έχουν αγγιχτεί θα είναι αγγιγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αγγίζω | να αγγίζουμε, | να αγγίζομαι | να αγγιζόμαστε |
να αγγίζεις | να αγγίζετε | να αγγίζεσαι | να αγγίζεστε, | ||
να αγγίζει | να αγγίζουν(ε) | να αγγίζεται | να αγγίζονται | ||
Aorist | να αγγίξω | να αγγίξουμε, | να αγγιχτώ | να αγγιχτούμε | |
να αγγίξεις | να αγγίξετε | να αγγιχτείς | να αγγιχτείτε | ||
να αγγίξει | να αγγίξουν(ε) | να αγγιχτεί | να αγγιχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω αγγίξει | να έχουμε αγγίξει | να έχω αγγιχτεί | να έχουμε αγγιχτεί | |
να έχεις αγγίξει | να έχετε αγγίξει | να έχεις αγγιχτεί | να έχετε αγγιχτεί | ||
να έχει αγγίξει | να έχουν αγγίξει | να έχει αγγιχτεί | να έχουν αγγιχτεί | ||
Imper ativ | Pres | άγγιζε | αγγίζετε | αγγίζεστε | |
Aorist | άγγιξε | αγγίξτε, αγγίχτε | αγγίξου | αγγιχτείτε | |
Part izip | Pres | αγγίζοντας | |||
Perf | έχοντας αγγίξει, έχοντας αγγιγμένο | αγγιγμένος, -η, -ο | αγγιγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αγγίξει | αγγιχτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.