schmiegen
 Verb

σφίγγω Verb
(0)
ακουμπώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
(Mann) Danach, sagt er, schmiegen sie sich aneinander.Mετά, λέει, αγκαλιάζονται πάντα.

Übersetzung nicht bestätigt

Danach, sagt er, schmiegen sie sich aneinander.Mετά, λέει, αγκαλιάζ ονται πάντα.

Übersetzung nicht bestätigt

Date, Film; also, uh, Jocelyn Rutger, 3. Stunde Naturwissenschaften ein bißchen eine Außenseiterin. Aber sie hatte große, ähm ... Egal ähm, ihr wißt, wie man alle Mädchen bekommt, etwas erschrecken, dann schmiegen sie sich an deine Schulter.Η Τζάστλιν Ρέκορντ, συμμαθήτρια μου στην φυσική... λίγο σπασικλάκι αλλά είχε ωραιότατο... όπως και να 'χει... ξέρετε πως τα κορίτσια όταν τρομάζουν πιάνονται πάνω σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber ich sehe da zwei große, starke Beine... die sich an meinen Kopf schmiegen und drücken.Αλλά όταν βλέπω τα δυο μεγάλα, δυνατά πόδια της να τυλίγονται γύρω από το κεφάλι μου, τρελαίνομαι...

Übersetzung nicht bestätigt

Abgenutztes Leder, etwas, in das ich mich schmiegen kann, weißt du?Φθαρμένο δέρμα, κάπου που να μπορώ να κουρνιάσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ακουμπάω, ακουμπώακουμπάμε, ακουμπούμε
ακουμπάςακουμπάτε
ακουμπάει, ακουμπάακουμπάν(ε), ακουμπούν(ε)
Imper
fekt
ακουμπούσα, ακούμπαγαακουμπούσαμε, ακουμπάγαμε
ακουμπούσες, ακούμπαγεςακουμπούσατε, ακουμπάγατε
ακουμπούσε, ακούμπαγεακουμπούσαν(ε), ακούμπαγαν, ακουμπάγανε
Aoristακούμπησαακουμπήσαμε
ακούμπησεςακουμπήσατε
ακούμπησεακούμπησαν, ακουμπήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ακουμπήσειέχουμε ακουμπήσει
έχεις ακουμπήσειέχετε ακουμπήσει
έχει ακουμπήσειέχουν ακουμπήσει
Plu
perf
ekt
είχα ακουμπήσειείχαμε ακουμπήσει
είχες ακουμπήσειείχατε ακουμπήσει
είχε ακουμπήσειείχαν ακουμπήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ακουμπάω, θα ακουμπώθα ακουμπάμε, θα ακουμπούμε
θα ακουμπάςθα ακουμπάτε
θα ακουμπάει, θα ακουμπάθα ακουμπάν(ε), θα ακουμπούν(ε)
Fut
ur
θα ακουμπήσωθα ακουμπήσουμε, θα ακουμπήσομε
θα ακουμπήσειςθα ακουμπήσετε
θα ακουμπήσειθα ακουμπήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ακουμπήσειθα έχουμε ακουμπήσει
θα έχεις ακουμπήσειθα έχετε ακουμπήσει
θα έχει ακουμπήσειθα έχουν ακουμπήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ακουμπάω, να ακουμπώνα ακουμπάμε, να ακουμπούμε
να ακουμπάςνα ακουμπάτε
να ακουμπάει, να ακουμπάνα ακουμπάν(ε), να ακουμπούν(ε)
Aoristνα ακουμπήσωνα ακουμπήσουμε, να ακουμπήσομε
να ακουμπήσειςνα ακουμπήσετε
να ακουμπήσεινα ακουμπήσουν(ε)
Perfνα έχω ακουμπήσεινα έχουμε ακουμπήσει
να έχεις ακουμπήσεινα έχετε ακουμπήσει
να έχει ακουμπήσεινα έχουν ακουμπήσει
Imper
ativ
Presακούμπα, ακούμπαγεακουμπάτε
Aoristακούμπησε, ακούμπαακουμπήστε
Part
izip
Presακουμπώντας
Perfακουμπισμένος, -η, -οακουμπισμένοι, -ες, -α
έχοντας ακουμπήσει
InfinAoristακουμπήσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback