streicheln
 Verb

χαϊδεύω Verb
(10)
DeutschGriechisch
Damit ich sie jederzeit anfassen und streicheln kann.Έτσι, μπορώ να τιs χαϊδεύω όποτε θέλω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich wollte sie küssen, ihren Arsch streicheln... solange ihre Blase durchhielt.Ήθελα μόν ο να τη φιλάω και να χαϊδεύω τον κώλο της όσο θα άντεχε η κύστη της.

Übersetzung nicht bestätigt

Mit meiner Naturhaarfarbe da sitzen und einen toten Fisch streicheln.Να κάθομαι με το φυσικό μου χρώμα μαλλιών και να χαϊδεύω ένα νεκρό ψάρι.

Übersetzung nicht bestätigt

Dass ich keine Lust mehr habe, dich an mich zu drücken, deine Haut zu riechen, deine Schultern zu streicheln,Να μην ακουμπάμε τις κοιλιές μας; Να μη σε χαϊδεύω;

Übersetzung nicht bestätigt

deinen Nacken zu streicheln, deinen Hintern?Να μη χαϊδεύω το λαιμό σου;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χαϊδεύωχαϊδεύουμε, χαϊδεύομεχαϊδεύομαιχαϊδευόμαστε
χαϊδεύειςχαϊδεύετεχαϊδεύεσαιχαϊδεύεστε, χαϊδευόσαστε
χαϊδεύειχαϊδεύουν(ε)χαϊδεύεταιχαϊδεύονται
Imper
fekt
χάιδευαχαϊδεύαμεχαϊδευόμουν(α)χαϊδευόμαστε, χαϊδευόμασταν
χάιδευεςχαϊδεύατεχαϊδευόσουν(α)χαϊδευόσαστε, χαϊδευόσασταν
χάιδευεχάιδευαν, χαϊδεύαν(ε)χαϊδευόταν(ε)χαϊδεύονταν, χαϊδευόντανε, χαϊδευόντουσαν
Aoristχάιδεψαχαϊδέψαμεχαϊδεύτηκαχαϊδευτήκαμε
χάιδεψεςχαϊδέψατεχαϊδεύτηκεςχαϊδευτήκατε
χάιδεψεχάιδεψαν, χαϊδέψαν(ε)χαϊδεύτηκεχαϊδεύτηκαν, χαϊδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χαϊδέψει
έχω χαϊδεμένο
έχουμε χαϊδέψει
έχουμε χαϊδεμένο
έχω χαϊδευτεί
είμαι χαϊδεμένος, -η
έχουμε χαϊδευτεί
είμαστε χαϊδεμένοι, -ες
έχεις χαϊδέψει
έχεις χαϊδεμένο
έχετε χαϊδέψει
έχετε χαϊδεμένο
έχεις χαϊδευτεί
είσαι χαϊδεμένος, -η
έχετε χαϊδευτεί
είστε χαϊδεμένοι, -ες
έχει χαϊδέψει
έχει χαϊδεμένο
έχουν χαϊδέψει
έχουν χαϊδεμένο
έχει χαϊδευτεί
είναι χαϊδεμένος, -η, -ο
έχουν χαϊδευτεί
είναι χαϊδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χαϊδέψει
είχα χαϊδεμένο
είχαμε χαϊδέψει
είχαμε χαϊδεμένο
είχα χαϊδευτεί
ήμουν χαϊδεμένος, -η
είχαμε χαϊδευτεί
ήμαστε χαϊδεμένοι, -ες
είχες χαϊδέψει
είχες χαϊδεμένο
είχατε χαϊδέψει
είχατε χαϊδεμένο
είχες χαϊδευτεί
ήσουν χαϊδεμένος, -η
είχατε χαϊδευτεί
ήσαστε χαϊδεμένοι, -ες
είχε χαϊδέψει
είχε χαϊδεμένο
είχαν χαϊδέψει
είχαν χαϊδεμένο
είχε χαϊδευτεί
ήταν χαϊδεμένος, -η, -ο
είχαν χαϊδευτεί
ήταν χαϊδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χαϊδεύωθα χαϊδεύουμε, θα χαϊδεύομεθα χαϊδεύομαιθα χαϊδευόμαστε
θα χαϊδεύειςθα χαϊδεύετεθα χαϊδεύεσαιθα χαϊδεύεστε, θα χαϊδευόσαστε
θα χαϊδεύειθα χαϊδεύουν(ε)θα χαϊδεύεταιθα χαϊδεύονται
Fut
ur
θα χαϊδέψωθα χαϊδέψουμε, θα χαϊδέψομεθα χαϊδευτώθα χαϊδευτούμε
θα χαϊδέψειςθα χαϊδέψετεθα χαϊδευτείςθα χαϊδευτείτε
θα χαϊδέψειθα χαϊδέψουν(ε)θα χαϊδευτείθα χαϊδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χαϊδέψει
θα έχω χαϊδεμένο
θα έχουμε χαϊδέψει
θα έχουμε χαϊδεμένο
θα έχω χαϊδευτεί
θα είμαι χαϊδεμένος, -η
θα έχουμε χαϊδευτεί
θα είμαστε χαϊδεμένοι, -ες
θα έχεις χαϊδέψει
θα έχεις χαϊδεμένο
θα έχετε χαϊδέψει
θα έχετε χαϊδεμένο
θα έχεις χαϊδευτεί
θα είσαι χαϊδεμένος, -η
θα έχετε χαϊδευτεί
θα είστε χαϊδεμένοι, -ες
θα έχει χαϊδέψει
θα έχει χαϊδεμένο
θα έχουν χαϊδέψει
θα έχουν χαϊδεμένο
θα έχει χαϊδευτεί
θα είναι χαϊδεμένος, -η, -ο
θα έχουν χαϊδευτεί
θα είναι χαϊδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χαϊδεύωνα χαϊδεύουμε, να χαϊδεύομενα χαϊδεύομαινα χαϊδευόμαστε
να χαϊδεύειςνα χαϊδεύετενα χαϊδεύεσαινα χαϊδεύεστε, να χαϊδευόσαστε
να χαϊδεύεινα χαϊδεύουν(ε)να χαϊδεύεταινα χαϊδεύονται
Aoristνα χαϊδέψωνα χαϊδέψουμε, να χαϊδέψομενα χαϊδευτώνα χαϊδευτούμε
να χαϊδέψειςνα χαϊδέψετενα χαϊδευτείςνα χαϊδευτείτε
να χαϊδέψεινα χαϊδέψουν(ε)να χαϊδευτείνα χαϊδευτούν(ε)
Perfνα έχω χαϊδέψει
να έχω χαϊδεμένο
να έχουμε χαϊδέψει
να έχουμε χαϊδεμένο
να έχω χαϊδευτεί
να είμαι χαϊδεμένος, -η
να έχουμε χαϊδευτεί
να είμαστε χαϊδεμένοι, -ες
να έχεις χαϊδέψει
να έχεις χαϊδεμένο
να έχετε χαϊδέψει
να έχετε χαϊδεμένο
να έχεις χαϊδευτεί
να είσαι χαϊδεμένος, -η
να έχετε χαϊδευτεί
να είστε χαϊδεμένοι, -ες
να έχει χαϊδέψει
να έχει χαϊδεμένο
να έχουν χαϊδέψει
να έχουν χαϊδεμένο
να έχει χαϊδευτεί
να είναι χαϊδεμένος, -η, -ο
να έχουν χαϊδευτεί
να είναι χαϊδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχάιδευεχαϊδεύετεχαϊδεύεστε
Aoristχάιδεψεχαϊδέψτε, χαϊδεύτεχαϊδέψουχαϊδευτείτε
Part
izip
Presχαϊδεύοντας
Perfέχοντας χαϊδέψει, έχοντας χαϊδεμένοχαϊδεμένος, -η, -οχαϊδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristχαϊδέψειχαϊδευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback