προσλαμβάνω Verb (2) |
παύω Verb (2) |
ρυθμίζω Verb (1) |
παγώνω Verb (0) |
ρεγουλάρω Verb (0) |
διορίζω Verb (0) |
εγκαθιστώ Verb (0) |
αναστέλλω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Deutsche Synonyme |
---|
konfigurieren |
einstellen |
eichen |
justieren |
kalibrieren |
ausrichten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stelle ein | ||
du | stellst ein | |||
er, sie, es | stellt ein | |||
Präteritum | ich | stellte ein | ||
Konjunktiv II | ich | stellte ein | ||
Imperativ | Singular | stelle ein! | ||
Plural | stellt ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingestellt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einstellen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | παύω | παύουμε, παύομε | παύομαι | παυόμαστε |
παύεις | παύετε | παύεσαι | παύεστε, παυόσαστε | ||
παύει | παύουν(ε) | παύεται | παύονται | ||
Imper fekt | έπαυα | παύαμε | παυόμουν(α) | παυόμαστε, παυόμασταν | |
έπαυες | παύατε | παυόσουν(α) | παυόσαστε, παυόσασταν | ||
έπαυε | έπαυαν, παύαν(ε) | παυόταν(ε) | παύονταν, παυόντανε, παυόντουσαν | ||
Aorist | έπαψα, έπαυσα | πάψαμε, παύσαμε | παύτηκα, παύθηκα | παυτήκαμε, παυθήκαμε | |
έπαψες, έπαυσες | πάψατε, παύσατε | παύτηκες, παύθηκες | παυτήκατε, παυθήκατε | ||
έπαψε, έπαυσε | έπαψαν, πάψαν(ε) έπαυσαν, παύσαν(ε) | παύτηκε, παύθηκε | παύτηκαν, παυθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα παύω | θα παύουμε, | θα παύομαι | θα παυόμαστε | |
θα παύεις | θα παύετε | θα παύεσαι | θα παύεστε, | ||
θα παύει | θα παύουν(ε) | θα παύεται | θα παύονται | ||
Fut ur | θα πάψω, θα παύσω | θα πάψουμε, θα πάψομε θα παύσουμε, θα παύσομε | θα παυτώ, | θα παυτούμε, | |
θα πάψεις, θα παύσεις | θα πάψετε, θα παύσετε | θα παυτείς, | θα παυτείτε, | ||
θα πάψει, θα παύσει | θα πάψουν(ε), θα παύσουν(ε) | θα παυτεί, | θα παυτούν(ε), | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να παύω | να παύουμε, | να παύομαι | να παυόμαστε |
να παύεις | να παύετε | να παύεσαι | να παύεστε, | ||
να παύει | να παύουν(ε) | να παύεται | να παύονται | ||
Aorist | να πάψω, να παύσω | να πάψουμε, να πάψομε να παύσουμε, να παύσομε | να παυτώ, | να παυτούμε, | |
να πάψεις, να παύσεις | να πάψετε, να παύσετε | να παυτείς, | να παυτείτε, | ||
να πάψει, να παύσει | να πάψουν(ε), να παύσουν(ε) | να παυτεί, | να παυτούν(ε), | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | παύε | παύετε | παύεστε | |
Aorist | πάψε, παύσε | πάψτε, πάψετε παύστε, παύσετε | παύσου | παυτείτε, παυθείτε | |
Part izip | Pres | παύοντας | παυόμενος | ||
Perf | έχοντας πάψει, έχοντας παύσει | ||||
Infin | Aorist | πάψει, παύσει | παυτεί, παυθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ρυθμίζω | ρυθμίζουμε, ρυθμίζομε | ρυθμίζομαι | ρυθμιζόμαστε |
ρυθμίζεις | ρυθμίζετε | ρυθμίζεσαι | ρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε | ||
ρυθμίζει | ρυθμίζουν(ε) | ρυθμίζεται | ρυθμίζονται | ||
Imper fekt | ρύθμιζα | ρυθμίζαμε | ρυθμιζόμουν(α) | ρυθμιζόμαστε, ρυθμιζόμασταν | |
ρύθμιζες | ρυθμίζατε | ρυθμιζόσουν(α) | ρυθμιζόσαστε, ρυθμιζόσασταν | ||
ρύθμιζε | ρύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε) | ρυθμιζόταν(ε) | ρυθμίζονταν, ρυθμιζόντανε, ρυθμιζόντουσαν | ||
Aorist | ρύθμισα | ρυθμίσαμε | ρυθμίστηκα | ρυθμιστήκαμε | |
ρύθμισες | ρυθμίσατε | ρυθμίστηκες | ρυθμιστήκατε | ||
ρύθμισε | ρύθμισαν, ρυθμίσαν(ε) | ρυθμίστηκε | ρυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ρυθμίσει έχω ρυθμισμένο | έχουμε ρυθμίσει έχουμε ρυθμισμένο | έχω ρυθμιστεί είμαι ρυθμισμένος, -η | έχουμε ρυθμιστεί είμαστε ρυθμισμένοι, -ες | |
έχεις ρυθμίσει έχεις ρυθμισμένο | έχετε ρυθμίσει έχετε ρυθμισμένο | έχεις ρυθμιστεί είσαι ρυθμισμένος, -η | έχετε ρυθμιστεί είστε ρυθμισμένοι, -ες | ||
έχει ρυθμίσει έχει ρυθμισμένο | έχουν ρυθμίσει έχουν ρυθμισμένο | έχει ρυθμιστεί είναι ρυθμισμένος, -η, -ο | έχουν ρυθμιστεί είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ρυθμίσει είχα ρυθμισμένο | είχαμε ρυθμίσει είχαμε ρυθμισμένο | είχα ρυθμιστεί ήμουν ρυθμισμένος, -η | είχαμε ρυθμιστεί ήμαστε ρυθμισμένοι, -ες | |
είχες ρυθμίσει είχες ρυθμισμένο | είχατε ρυθμίσει είχατε ρυθμισμένο | είχες ρυθμιστεί ήσουν ρυθμισμένος, -η | είχατε ρυθμιστεί ήσαστε ρυθμισμένοι, -ες | ||
είχε ρυθμίσει είχε ρυθμισμένο | είχαν ρυθμίσει είχαν ρυθμισμένο | είχε ρυθμιστεί ήταν ρυθμισμένος, -η, -ο | είχαν ρυθμιστεί ήταν ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ρυθμίζω | θα ρυθμίζουμε, | θα ρυθμίζομαι | θα ρυθμιζόμαστε | |
θα ρυθμίζεις | θα ρυθμίζετε | θα ρυθμίζεσαι | θα ρυθμίζεστε, | ||
θα ρυθμίζει | θα ρυθμίζουν(ε) | θα ρυθμίζεται | θα ρυθμίζονται | ||
Fut ur | θα ρυθμίσω | θα ρυθμίσουμε, | θα ρυθμιστώ | θα ρυθμιστούμε | |
θα ρυθμίσεις | θα ρυθμίσετε | θα ρυθμιστείς | θα ρυθμιστείτε | ||
θα ρυθμίσει | θα ρυθμίσουν(ε) | θα ρυθμιστεί | θα ρυθμιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ρυθμίζω | να ρυθμίζουμε, | να ρυθμίζομαι | να ρυθμιζόμαστε |
να ρυθμίζεις | να ρυθμίζετε | να ρυθμίζεσαι | να ρυθμίζεστε, | ||
να ρυθμίζει | να ρυθμίζουν(ε) | να ρυθμίζεται | να ρυθμίζονται | ||
Aorist | να ρυθμίσω | να ρυθμίσουμε, | να ρυθμιστώ | να ρυθμιστούμε | |
να ρυθμίσεις | να ρυθμίσετε | να ρυθμιστείς | να ρυθμιστείτε | ||
να ρυθμίσει | να ρυθμίσουν(ε) | να ρυθμιστεί | να ρυθμιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ρυθμίσει | να έχουμε ρυθμίσει | να έχω ρυθμιστεί | να έχουμε ρυθμιστεί | |
να έχεις ρυθμίσει | να έχετε ρυθμίσει | να έχεις ρυθμιστεί | να έχετε ρυθμιστεί | ||
να έχει ρυθμίσει | να έχουν ρυθμίσει | να έχει ρυθμιστεί | να έχουν ρυθμιστεί | ||
Imper ativ | Pres | ρύθμιζε | ρυθμίζετε | ρυθμίζεστε | |
Aorist | ρύθμισε | ρυθμίστε | ρυθμίσου | ρυθμιστείτε | |
Part izip | Pres | ρυθμίζοντας | ρυθμιζόμενος | ||
Perf | έχοντας ρυθμίσει, έχοντας ρυθμισμένο | ρυθμισμένος, -η, -ο | ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ρυθμίσει | ρυθμιστεί |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | παγώνω | παγώνουμε, παγώνομε |
παγώνεις | παγώνετε | ||
παγώνει | παγώνουν(ε) | ||
Imper fekt | πάγωνα | παγώναμε | |
πάγωνες | παγώνατε | ||
πάγωνε | πάγωναν, παγώναν(ε) | ||
Aorist | πάγωσα | παγώσαμε | |
πάγωσες | παγώσατε | ||
πάγωσε | πάγωσαν, παγώσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω παγώσει | έχουμε παγώσει | |
έχεις παγώσει | έχετε παγώσει | ||
έχει παγώσει | έχουν παγώσει | ||
Plu per fekt | είχα παγώσει | είχαμε παγώσει | |
είχες παγώσει | είχατε παγώσει | ||
είχε παγώσει | είχαν παγώσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα παγώνω | θα παγώνουμε, θα παγώνομε | |
θα παγώνεις | θα παγώνετε | ||
θα παγώνει | θα παγώνουν(ε) | ||
Fut ur | θα παγώσω | θα παγώσουμε, θα παγώσομε | |
θα παγώσεις | θα παγώσετε | ||
θα παγώσει | θα παγώσουν | ||
Fut ur II | θα έχω παγώσει | θα έχουμε παγώσει | |
θα έχεις παγώσει | θα έχετε παγώσει | ||
θα έχει παγώσει | θα έχουν παγώσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να παγώνω | να παγώνουμε, να παγώνομε |
να παγώνεις | να παγώνετε | ||
να παγώνει | να παγώνουν(ε) | ||
Aorist | να παγώσω | να παγώσουμε, να παγώσομε | |
να παγώσεις | να παγώσετε | ||
να παγώσει | να παγώσουν(ε) | ||
Perf | να έχω παγώσει | να έχουμε παγώσει | |
να έχεις παγώσει | να έχετε παγώσει | ||
να έχει παγώσει | να έχουν παγώσει | ||
Imper ativ | Pres | πάγωνε | παγώνετε |
Aorist | πάγωσε | παγώσετε, παγώστε | |
Part izip | Pres | παγώνοντας | |
Perf | έχοντας παγώσει | ||
Infin | Aorist | παγώσει |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διορίζω | διορίζουμε, διορίζομε | διορίζομαι | διοριζόμαστε |
διορίζεις | διορίζετε | διορίζεσαι | διορίζεστε, διοριζόσαστε | ||
διορίζει | διορίζουν(ε) | διορίζεται | διορίζονται | ||
Imper fekt | διόριζα | διορίζαμε | διοριζόμουν(α) | διοριζόμαστε, διοριζόμασταν | |
διόριζες | διορίζατε | διοριζόσουν(α) | διοριζόσαστε, διοριζόσασταν | ||
διόριζε | διόριζαν, διορίζαν(ε) | διοριζόταν(ε) | διορίζονταν, διοριζόντανε, διοριζόντουσαν | ||
Aorist | διόρισα | διορίσαμε | διορίστηκα | διοριστήκαμε | |
διόρισες | διορίσατε | διορίστηκες | διοριστήκατε | ||
διόρισε | διόρισαν, διορίσαν(ε) | διορίστηκε | διορίστηκαν, διοριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διορίσει έχω διορισμένο | έχουμε διορίσει έχουμε διορισμένο | έχω διοριστεί είμαι διορισμένος, -η | έχουμε διοριστεί είμαστε διορισμένοι, -ες | |
έχεις διορίσει έχεις διορισμένο | έχετε διορίσει έχετε διορισμένο | έχεις διοριστεί είσαι διορισμένος, -η | έχετε διοριστεί είστε διορισμένοι, -ες | ||
έχει διορίσει έχει διορισμένο | έχουν διορίσει έχουν διορισμένο | έχει διοριστεί είναι διορισμένος, -η, -ο | έχουν διοριστεί είναι διορισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα διορίσει είχα διορισμένο | είχαμε διορίσει είχαμε διορισμένο | είχα διοριστεί ήμουν διορισμένος, -η | είχαμε διοριστεί ήμαστε διορισμένοι, -ες | |
είχες διορίσει είχες διορισμένο | είχατε διορίσει είχατε διορισμένο | είχες διοριστεί ήσουν διορισμένος, -η | είχατε διοριστεί ήσαστε διορισμένοι, -ες | ||
είχε διορίσει είχε διορισμένο | είχαν διορίσει είχαν διορισμένο | είχε διοριστεί ήταν διορισμένος, -η, -ο | είχαν διοριστεί ήταν διορισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διορίζω | θα διορίζουμε, | θα διορίζομαι | θα διοριζόμαστε | |
θα διορίζεις | θα διορίζετε | θα διορίζεσαι | θα διορίζεστε, | ||
θα διορίζει | θα διορίζουν(ε) | θα διορίζεται | θα διορίζονται | ||
Fut ur | θα διορίσω | θα διορίσουμε, | θα διοριστώ | θα διοριστούμε | |
θα διορίσεις | θα διορίσετε | θα διοριστείς | θα διοριστείτε | ||
θα διορίσει | θα διορίσουν(ε) | θα διοριστεί | θα διοριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διορίζω | να διορίζουμε, | να διορίζομαι | να διοριζόμαστε |
να διορίζεις | να διορίζετε | να διορίζεσαι | να διορίζεστε, | ||
να διορίζει | να διορίζουν(ε) | να διορίζεται | να διορίζονται | ||
Aorist | να διορίσω | να διορίσουμε, | να διοριστώ | να διοριστούμε | |
να διορίσεις | να διορίσετε | να διοριστείς | να διοριστείτε | ||
να διορίσει | να διορίσουν(ε) | να διοριστεί | να διοριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω διορίσει | να έχουμε διορίσει | να έχω διοριστεί | να έχουμε διοριστεί | |
να έχεις διορίσει | να έχετε διορίσει | να έχεις διοριστεί | να έχετε διοριστεί | ||
να έχει διορίσει | να έχουν διορίσει | να έχει διοριστεί | να έχουν διοριστεί | ||
Imper ativ | Pres | διόριζε | διορίζετε | διορίζεστε | |
Aorist | διόρισε | διορίστε | διορίσου | διοριστείτε | |
Part izip | Pres | διορίζοντας | διοριζόμενος | ||
Perf | έχοντας διορίσει, έχοντας διορισμένο | διορισμένος, -η, -ο | διορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διορίσει | διοριστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εγκαθιστώ | εγκαθιστούμε | εγκαθίσταμαι | (εγκαθιστάμεθα) |
εγκαθιστάς | εγκαθιστάτε | εγκαθίστασαι | (εγκαθίστασθε) | ||
εγκαθιστά | εγκαθιστούν(ε) | εγκαθίσταται | εγκαθίστανται | ||
Imper fekt | εγκαθιστούσα | εγκαθιστούσαμε | |||
εγκαθιστούσες | εγκαθιστούσατε | ||||
εγκαθιστούσε | εγκαθιστούσαν(ε) | εγκαθίστατο | εγκαθίσταντο | ||
Aorist | εγκατέστησα | εγκαταστήσαμε | εγκαταστάθηκα | εγκατασταθήκαμε | |
εγκατέστησες | εγκαταστήσατε | εγκαταστάθηκες | εγκατασταθήκατε | ||
εγκατέστησε | εγκατέστησαν, εγκαταστήσαν(ε) | εγκαταστάθηκε | εγκαταστάθηκαν, εγκατασταθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα εγκαθιστώ | θα εγκαθιστούμε | θα εγκαθίσταμαι | (θα εγκαθιστάμεθα) | |
θα εγκαθιστάς | θα εγκαθιστάτε | θα εγκαθίστασαι | (θα εγκαθίστασθε) | ||
θα εγκαθιστά | θα εγκαθιστούν(ε) | θα εγκαθίσταται | θα εγκαθίστανται | ||
Fut ur | θα εγκαταστήσω | θα εγκαταστήσουμε, | θα εγκατασταθώ | θα εγκατασταθούμε | |
θα εγκαταστήσεις | θα εγκαταστήσετε | θα εγκατασταθείς | θα εγκατασταθείτε | ||
θα εγκαταστήσει | θα εγκαταστήσουν(ε) | θα εγκατασταθεί | θα εγκατασταθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εγκαθιστώ | να εγκαθιστούμε | να εγκαθίσταμαι | (να εγκαθιστάμεθα) |
να εγκαθιστάς | να εγκαθιστάτε | να εγκαθίστασαι | (να εγκαθίστασθε) | ||
να εγκαθιστά | να εγκαθιστούν(ε) | να εγκαθίσταται | να εγκαθίστανται | ||
Aorist | να εγκαταστήσω | να εγκαταστήσουμε, | να εγκατασταθώ | να εγκατασταθούμε | |
να εγκαταστήσεις | να εγκαταστήσετε | να εγκατασταθείς | να εγκατασταθείτε | ||
να εγκαταστήσει | να εγκαταστήσουν(ε) | να εγκατασταθεί | να εγκατασταθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | εγκαθιστάτε | (εγκαθιστάσθε) | ||
Aorist | εγκατάστησε | εγκαταστήστε, εγκαταστήσετε | εγκαταστήσου | εγκατασταθείτε | |
Part izip | Pres | εγκαθιστώντας | εγκαθιστάμενος | ||
Perf | έχοντας εγκαταστήσει | εγκατεστημένος, -η, -ο | εγκατεστημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εγκαταστήσει | εγκατασταθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναστέλλω | αναστέλλουμε, αναστέλλομε | αναστέλλομαι | αναστελλόμαστε |
αναστέλλεις | αναστέλλετε | αναστέλλεσαι | αναστέλλεστε, αναστελλόσαστε | ||
αναστέλλει | αναστέλλουν(ε) | αναστέλλεται | αναστέλλονται | ||
Imper fekt | ανέστελλα | αναστέλλαμε | αναστελλόμουν(α) | αναστελλόμαστε | |
ανέστελλες | αναστέλλατε | αναστελλόσουν(α) | αναστελλόσαστε | ||
ανέστελλε | ανάστελλαν, αναστέλλαν(ε), ανέστελλαν | αναστελλόταν(ε) | αναστέλλονταν | ||
Aorist | ανέστειλα | αναστείλαμε | – | – | |
ανέστειλες | αναστείλατε | – | – | ||
ανέστειλε | ανέστειλαν, αναστείλαν(ε) | ανεστάλε | ανεστάλησαν | ||
Per fekt | έχω αναστείλει | έχουμε αναστείλει | έχω ανασταλεί | έχουμε ανασταλεί | |
έχεις αναστείλει | έχετε αναστείλει | έχεις ανασταλεί | έχετε ανασταλεί | ||
έχει αναστείλει | έχουν αναστείλει | έχει ανασταλεί | έχουν ανασταλεί | ||
Plu per fekt | είχα αναστείλει | είχαμε αναστείλει | είχα ανασταλεί | είχαμε ανασταλεί | |
είχες αναστείλει | είχατε αναστείλει | είχες ανασταλεί | είχατε ανασταλεί | ||
είχε αναστείλει | είχαν αναστείλει | είχε ανασταλεί | είχαν ανασταλεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναστέλλω | θα αναστέλλουμε, θα αναστέλλομε | θα αναστέλλομαι | θα αναστελλόμαστε | |
θα αναστέλλεις | θα αναστέλλετε | θα αναστέλλεσαι | θα αναστέλλεστε, θα αναστελλόσαστε | ||
θα αναστέλλει | θα αναστέλλουν(ε) | θα αναστέλλεται | θα αναστέλλονται | ||
Fut ur | θα αναστείλω | θα αναστείλουμε, θα αναστείλομε | θα ανασταλώ | θα ανασταλούμε | |
θα αναστείλεις | θα αναστείλετε | θα ανασταλείς | θα ανασταλείτε | ||
θα αναστείλει | θα αναστείλουν(ε) | θα ανασταλεί | θα ανασταλούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναστείλει | θα έχουμε αναστείλει | θα έχω ανασταλεί | θα έχουμε ανασταλεί | |
θα έχεις αναστείλει | θα έχετε αναστείλει | θα έχεις ανασταλεί | θα έχετε ανασταλεί | ||
θα έχει αναστείλει | θα έχουν αναστείλει | θα έχει ανασταλεί | θα έχουν ανασταλεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναστέλλω | να αναστέλλουμε, να αναστέλλομε | να αναστέλλομαι | να αναστελλόμαστε |
να αναστέλλεις | να αναστέλλετε | να αναστέλλεσαι | να αναστέλλεστε, να αναστελλόσαστε | ||
να αναστέλλει | να αναστέλλουν(ε) | να αναστέλλεται | να αναστέλλονται | ||
Aorist | να αναστείλω | να αναστείλουμε, να αναστείλομε | να ανασταλώ | να ανασταλούμε | |
να αναστείλεις | να αναστείλετε | να ανασταλείς | να ανασταλείτε | ||
να αναστείλει | να αναστείλουν(ε) | να ανασταλεί | να ανασταλούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναστείλει | να έχουμε αναστείλει | να έχω ανασταλεί | να έχουμε ανασταλεί | |
να έχεις αναστείλει | να έχετε αναστείλει | να έχεις ανασταλεί | να έχετε ανασταλεί | ||
να έχει αναστείλει | να έχουν αναστείλει | να έχει ανασταλεί | να έχουν ανασταλεί | ||
Imper ativ | Pres | ανάστελλε | αναστέλλετε | αναστέλλεστε | |
Aorist | ανέστειλε | αναστείλετε, αναστείλτε | ανασταλείτε | ||
Part izip | Pres | αναστέλλοντας | |||
Perf | έχοντας αναστείλει | αναστελεμένος, -η, -ο | αναστελεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναστείλει | ανασταλεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.