einstellen
 Verb

προσλαμβάνω Verb
(2)
παύω Verb
(2)
ρυθμίζω Verb
(1)
παγώνω Verb
(0)
ρεγουλάρω Verb
(0)
διορίζω Verb
(0)
εγκαθιστώ Verb
(0)
αναστέλλω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παύωπαύουμε, παύομεπαύομαιπαυόμαστε
παύειςπαύετεπαύεσαιπαύεστε, παυόσαστε
παύειπαύουν(ε)παύεταιπαύονται
Imper
fekt
έπαυαπαύαμεπαυόμουν(α)παυόμαστε, παυόμασταν
έπαυεςπαύατεπαυόσουν(α)παυόσαστε, παυόσασταν
έπαυεέπαυαν, παύαν(ε)παυόταν(ε)παύονταν, παυόντανε, παυόντουσαν
Aoristέπαψα, έπαυσαπάψαμε, παύσαμεπαύτηκα, παύθηκαπαυτήκαμε, παυθήκαμε
έπαψες, έπαυσεςπάψατε, παύσατεπαύτηκες, παύθηκεςπαυτήκατε, παυθήκατε
έπαψε, έπαυσεέπαψαν, πάψαν(ε)
έπαυσαν, παύσαν(ε)
παύτηκε, παύθηκεπαύτηκαν, παυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πάψει
έχω παύσει
έχουμε πάψει
έχουμε παύσει
έχω παυτεί
έχω παυθεί
έχουμε παυτεί
έχουμε παυθεί
έχεις πάψει
έχεις παύσει
έχετε πάψει
έχετε παύσει
έχεις παυτεί
έχεις παυθεί
έχετε παυτεί
έχετε παυθεί
έχει πάψει
έχει παύσει
έχουν πάψει
έχουν παύσει
έχει παυτεί
έχει παυθεί
έχουν παυτεί
έχουν παυθεί
Plu
per
fekt
είχα πάψει
είχα παύσει
είχαμε πάψει
είχαμε παύσει
είχα παυτεί
είχα παυθεί
είχαμε παυτεί
είχαμε παυθεί
είχες πάψει
είχες παύσει
είχατε πάψει
είχατε παύσει
είχες παυτεί
είχες παυθεί
είχατε παυτεί
είχατε παυθεί
είχε πάψει
είχε παύσει
είχαν πάψει
είχαν παύσει
είχε παυτεί
είχε παυθεί
είχαν παυτεί
είχαν παυθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παύωθα παύουμε, θα παύομεθα παύομαιθα παυόμαστε
θα παύειςθα παύετεθα παύεσαιθα παύεστε, θα παυόσαστε
θα παύειθα παύουν(ε)θα παύεταιθα παύονται
Fut
ur
θα πάψω, θα παύσωθα πάψουμε, θα πάψομε
θα παύσουμε, θα παύσομε
θα παυτώ, θα παυθώθα παυτούμε, θα παυθούμε
θα πάψεις, θα παύσειςθα πάψετε, θα παύσετεθα παυτείς, θα παυθείςθα παυτείτε, θα παυθείτε
θα πάψει, θα παύσειθα πάψουν(ε), θα παύσουν(ε)θα παυτεί, θα παυθείθα παυτούν(ε), θα παυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πάψει
θα έχω παύσει
θα έχουμε πάψει
θα έχουμε παύσει
θα έχω παυτεί
θα έχω παυθεί
θα έχουμε παυτεί
θα έχουμε παυθεί
θα έχεις πάψει
θα έχεις παύσει
θα έχετε πάψει
θα έχετε παύσει
θα έχεις παυτεί
θα έχεις παυθεί
θα έχετε παυτεί
θα έχετε παυθεί
θα έχει πάψει
θα έχει παύσει
θα έχουν πάψει
θα έχουν παύσει
θα έχει παυτεί
θα έχει παυθεί
θα έχουν παυτεί
θα έχουν παυθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παύωνα παύουμε, να παύομενα παύομαινα παυόμαστε
να παύειςνα παύετενα παύεσαινα παύεστε, να παυόσαστε
να παύεινα παύουν(ε)να παύεταινα παύονται
Aoristνα πάψω, να παύσωνα πάψουμε, να πάψομε
να παύσουμε, να παύσομε
να παυτώ, να παυθώνα παυτούμε, να παυθούμε
να πάψεις, να παύσειςνα πάψετε, να παύσετενα παυτείς, να παυθείςνα παυτείτε, να παυθείτε
να πάψει, να παύσεινα πάψουν(ε), να παύσουν(ε)να παυτεί, να παυθείνα παυτούν(ε), να παυθούν(ε)
Perfνα έχω πάψει
να έχω παύσει
να έχουμε πάψει
να έχουμε παύσει
να έχω παυτεί
να έχω παυθεί
να έχουμε παυτεί
να έχουμε παυθεί
να έχεις πάψει
να έχεις παύσει
να έχετε πάψει
να έχετε παύσει
να έχεις παυτεί
να έχεις παυθεί
να έχετε παυτεί
να έχετε παυθεί
να έχει πάψει
να έχει παύσει
να έχουν πάψει
να έχουν παύσει
να έχει παυτεί
να έχει παυθεί
να έχουν παυτεί
να έχουν παυθεί
Imper
ativ
Presπαύεπαύετεπαύεστε
Aoristπάψε, παύσεπάψτε, πάψετε
παύστε, παύσετε
παύσουπαυτείτε, παυθείτε
Part
izip
Presπαύονταςπαυόμενος
Perfέχοντας πάψει, έχοντας παύσει
InfinAoristπάψει, παύσειπαυτεί, παυθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ρυθμίζωρυθμίζουμε, ρυθμίζομερυθμίζομαιρυθμιζόμαστε
ρυθμίζειςρυθμίζετερυθμίζεσαιρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε
ρυθμίζειρυθμίζουν(ε)ρυθμίζεταιρυθμίζονται
Imper
fekt
ρύθμιζαρυθμίζαμερυθμιζόμουν(α)ρυθμιζόμαστε, ρυθμιζόμασταν
ρύθμιζεςρυθμίζατερυθμιζόσουν(α)ρυθμιζόσαστε, ρυθμιζόσασταν
ρύθμιζερύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε)ρυθμιζόταν(ε)ρυθμίζονταν, ρυθμιζόντανε, ρυθμιζόντουσαν
Aoristρύθμισαρυθμίσαμερυθμίστηκαρυθμιστήκαμε
ρύθμισεςρυθμίσατερυθμίστηκεςρυθμιστήκατε
ρύθμισερύθμισαν, ρυθμίσαν(ε)ρυθμίστηκερυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ρυθμίσει
έχω ρυθμισμένο
έχουμε ρυθμίσει
έχουμε ρυθμισμένο
έχω ρυθμιστεί
είμαι ρυθμισμένος, -η
έχουμε ρυθμιστεί
είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
έχεις ρυθμίσει
έχεις ρυθμισμένο
έχετε ρυθμίσει
έχετε ρυθμισμένο
έχεις ρυθμιστεί
είσαι ρυθμισμένος, -η
έχετε ρυθμιστεί
είστε ρυθμισμένοι, -ες
έχει ρυθμίσει
έχει ρυθμισμένο
έχουν ρυθμίσει
έχουν ρυθμισμένο
έχει ρυθμιστεί
είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
έχουν ρυθμιστεί
είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ρυθμίσει
είχα ρυθμισμένο
είχαμε ρυθμίσει
είχαμε ρυθμισμένο
είχα ρυθμιστεί
ήμουν ρυθμισμένος, -η
είχαμε ρυθμιστεί
ήμαστε ρυθμισμένοι, -ες
είχες ρυθμίσει
είχες ρυθμισμένο
είχατε ρυθμίσει
είχατε ρυθμισμένο
είχες ρυθμιστεί
ήσουν ρυθμισμένος, -η
είχατε ρυθμιστεί
ήσαστε ρυθμισμένοι, -ες
είχε ρυθμίσει
είχε ρυθμισμένο
είχαν ρυθμίσει
είχαν ρυθμισμένο
είχε ρυθμιστεί
ήταν ρυθμισμένος, -η, -ο
είχαν ρυθμιστεί
ήταν ρυθμισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ρυθμίζωθα ρυθμίζουμε, θα ρυθμίζομεθα ρυθμίζομαιθα ρυθμιζόμαστε
θα ρυθμίζειςθα ρυθμίζετεθα ρυθμίζεσαιθα ρυθμίζεστε, θα ρυθμιζόσαστε
θα ρυθμίζειθα ρυθμίζουν(ε)θα ρυθμίζεταιθα ρυθμίζονται
Fut
ur
θα ρυθμίσωθα ρυθμίσουμε, θα ρυθμίζομεθα ρυθμιστώθα ρυθμιστούμε
θα ρυθμίσειςθα ρυθμίσετεθα ρυθμιστείςθα ρυθμιστείτε
θα ρυθμίσειθα ρυθμίσουν(ε)θα ρυθμιστείθα ρυθμιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ρυθμίσει
θα έχω ρυθμισμένο
θα έχουμε ρυθμίσει
θα έχουμε ρυθμισμένο
θα έχω ρυθμιστεί
θα είμαι ρυθμισμένος, -η
θα έχουμε ρυθμιστεί
θα είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
θα έχεις ρυθμίσει
θα έχεις ρυθμισμένο
θα έχετε ρυθμίσει
θα έχετε ρυθμισμένο
θα έχεις ρυθμιστεί
θα είσαι ρυθμισμένος, -η
θα έχετε ρυθμιστεί
θα είστε ρυθμισμένοι, -ες
θα έχει ρυθμίσει
θα έχει ρυθμισμένο
θα έχουν ρυθμίσει
θα έχουν ρυθμισμένο
θα έχει ρυθμιστεί
θα είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
θα έχουν ρυθμιστεί
θα είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ρυθμίζωνα ρυθμίζουμε, να ρυθμίζομενα ρυθμίζομαινα ρυθμιζόμαστε
να ρυθμίζειςνα ρυθμίζετενα ρυθμίζεσαινα ρυθμίζεστε, να ρυθμιζόσαστε
να ρυθμίζεινα ρυθμίζουν(ε)να ρυθμίζεταινα ρυθμίζονται
Aoristνα ρυθμίσωνα ρυθμίσουμε, να ρυθμίσομενα ρυθμιστώνα ρυθμιστούμε
να ρυθμίσειςνα ρυθμίσετενα ρυθμιστείςνα ρυθμιστείτε
να ρυθμίσεινα ρυθμίσουν(ε)να ρυθμιστείνα ρυθμιστούν(ε)
Perfνα έχω ρυθμίσει
να έχω ρυθμισμένο
να έχουμε ρυθμίσει
να έχουμε ρυθμισμένο
να έχω ρυθμιστεί
να είμαι ρυθμισμένος, -η
να έχουμε ρυθμιστεί
να είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
να έχεις ρυθμίσει
να έχεις ρυθμισμένο
να έχετε ρυθμίσει
να έχετε ρυθμισμένο
να έχεις ρυθμιστεί
να είσαι ρυθμισμένος, -η
να έχετε ρυθμιστεί
να είστε ρυθμισμένοι, -ες
να έχει ρυθμίσει
να έχει ρυθμισμένο
να έχουν ρυθμίσει
να έχουν ρυθμισμένο
να έχει ρυθμιστεί
να είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
να έχουν ρυθμιστεί
να είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presρύθμιζερυθμίζετερυθμίζεστε
Aoristρύθμισερυθμίστερυθμίσουρυθμιστείτε
Part
izip
Presρυθμίζονταςρυθμιζόμενος
Perfέχοντας ρυθμίσει, έχοντας ρυθμισμένορυθμισμένος, -η, -ορυθμισμένοι, -ες, -α
InfinAoristρυθμίσειρυθμιστεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παγώνωπαγώνουμε, παγώνομε
παγώνειςπαγώνετε
παγώνειπαγώνουν(ε)
Imper
fekt
πάγωναπαγώναμε
πάγωνεςπαγώνατε
πάγωνεπάγωναν, παγώναν(ε)
Aoristπάγωσαπαγώσαμε
πάγωσεςπαγώσατε
πάγωσεπάγωσαν, παγώσαν(ε)
Per
fekt
έχω παγώσειέχουμε παγώσει
έχεις παγώσειέχετε παγώσει
έχει παγώσειέχουν παγώσει
Plu
per
fekt
είχα παγώσειείχαμε παγώσει
είχες παγώσειείχατε παγώσει
είχε παγώσειείχαν παγώσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παγώνωθα παγώνουμε, θα παγώνομε
θα παγώνειςθα παγώνετε
θα παγώνειθα παγώνουν(ε)
Fut
ur
θα παγώσωθα παγώσουμε, θα παγώσομε
θα παγώσειςθα παγώσετε
θα παγώσειθα παγώσουν
Fut
ur II
θα έχω παγώσειθα έχουμε παγώσει
θα έχεις παγώσειθα έχετε παγώσει
θα έχει παγώσειθα έχουν παγώσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παγώνωνα παγώνουμε, να παγώνομε
να παγώνειςνα παγώνετε
να παγώνεινα παγώνουν(ε)
Aoristνα παγώσωνα παγώσουμε, να παγώσομε
να παγώσειςνα παγώσετε
να παγώσεινα παγώσουν(ε)
Perfνα έχω παγώσεινα έχουμε παγώσει
να έχεις παγώσεινα έχετε παγώσει
να έχει παγώσεινα έχουν παγώσει
Imper
ativ
Presπάγωνεπαγώνετε
Aoristπάγωσεπαγώσετε, παγώστε
Part
izip
Presπαγώνοντας
Perfέχοντας παγώσει
InfinAoristπαγώσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διορίζωδιορίζουμε, διορίζομεδιορίζομαιδιοριζόμαστε
διορίζειςδιορίζετεδιορίζεσαιδιορίζεστε, διοριζόσαστε
διορίζειδιορίζουν(ε)διορίζεταιδιορίζονται
Imper
fekt
διόριζαδιορίζαμεδιοριζόμουν(α)διοριζόμαστε, διοριζόμασταν
διόριζεςδιορίζατεδιοριζόσουν(α)διοριζόσαστε, διοριζόσασταν
διόριζεδιόριζαν, διορίζαν(ε)διοριζόταν(ε)διορίζονταν, διοριζόντανε, διοριζόντουσαν
Aoristδιόρισαδιορίσαμεδιορίστηκαδιοριστήκαμε
διόρισεςδιορίσατεδιορίστηκεςδιοριστήκατε
διόρισεδιόρισαν, διορίσαν(ε)διορίστηκεδιορίστηκαν, διοριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διορίσει
έχω διορισμένο
έχουμε διορίσει
έχουμε διορισμένο
έχω διοριστεί
είμαι διορισμένος, -η
έχουμε διοριστεί
είμαστε διορισμένοι, -ες
έχεις διορίσει
έχεις διορισμένο
έχετε διορίσει
έχετε διορισμένο
έχεις διοριστεί
είσαι διορισμένος, -η
έχετε διοριστεί
είστε διορισμένοι, -ες
έχει διορίσει
έχει διορισμένο
έχουν διορίσει
έχουν διορισμένο
έχει διοριστεί
είναι διορισμένος, -η, -ο
έχουν διοριστεί
είναι διορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διορίσει
είχα διορισμένο
είχαμε διορίσει
είχαμε διορισμένο
είχα διοριστεί
ήμουν διορισμένος, -η
είχαμε διοριστεί
ήμαστε διορισμένοι, -ες
είχες διορίσει
είχες διορισμένο
είχατε διορίσει
είχατε διορισμένο
είχες διοριστεί
ήσουν διορισμένος, -η
είχατε διοριστεί
ήσαστε διορισμένοι, -ες
είχε διορίσει
είχε διορισμένο
είχαν διορίσει
είχαν διορισμένο
είχε διοριστεί
ήταν διορισμένος, -η, -ο
είχαν διοριστεί
ήταν διορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διορίζωθα διορίζουμε, θα διορίζομεθα διορίζομαιθα διοριζόμαστε
θα διορίζειςθα διορίζετεθα διορίζεσαιθα διορίζεστε, θα διοριζόσαστε
θα διορίζειθα διορίζουν(ε)θα διορίζεταιθα διορίζονται
Fut
ur
θα διορίσωθα διορίσουμε, θα διορίζομεθα διοριστώθα διοριστούμε
θα διορίσειςθα διορίσετεθα διοριστείςθα διοριστείτε
θα διορίσειθα διορίσουν(ε)θα διοριστείθα διοριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διορίσει
θα έχω διορισμένο
θα έχουμε διορίσει
θα έχουμε διορισμένο
θα έχω διοριστεί
θα είμαι διορισμένος, -η
θα έχουμε διοριστεί
θα είμαστε διορισμένοι, -ες
θα έχεις διορίσει
θα έχεις διορισμένο
θα έχετε διορίσει
θα έχετε διορισμένο
θα έχεις διοριστεί
θα είσαι διορισμένος, -η
θα έχετε διοριστεί
θα είστε διορισμένοι, -ες
θα έχει διορίσει
θα έχει διορισμένο
θα έχουν διορίσει
θα έχουν διορισμένο
θα έχει διοριστεί
θα είναι διορισμένος, -η, -ο
θα έχουν διοριστεί
θα είναι διορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διορίζωνα διορίζουμε, να διορίζομενα διορίζομαινα διοριζόμαστε
να διορίζειςνα διορίζετενα διορίζεσαινα διορίζεστε, να διοριζόσαστε
να διορίζεινα διορίζουν(ε)να διορίζεταινα διορίζονται
Aoristνα διορίσωνα διορίσουμε, να διορίσομενα διοριστώνα διοριστούμε
να διορίσειςνα διορίσετενα διοριστείςνα διοριστείτε
να διορίσεινα διορίσουν(ε)να διοριστείνα διοριστούν(ε)
Perfνα έχω διορίσει
να έχω διορισμένο
να έχουμε διορίσει
να έχουμε διορισμένο
να έχω διοριστεί
να είμαι διορισμένος, -η
να έχουμε διοριστεί
να είμαστε διορισμένοι, -ες
να έχεις διορίσει
να έχεις διορισμένο
να έχετε διορίσει
να έχετε διορισμένο
να έχεις διοριστεί
να είσαι διορισμένος, -η
να έχετε διοριστεί
να είστε διορισμένοι, -ες
να έχει διορίσει
να έχει διορισμένο
να έχουν διορίσει
να έχουν διορισμένο
να έχει διοριστεί
να είναι διορισμένος, -η, -ο
να έχουν διοριστεί
να είναι διορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιόριζεδιορίζετεδιορίζεστε
Aoristδιόρισεδιορίστεδιορίσουδιοριστείτε
Part
izip
Presδιορίζονταςδιοριζόμενος
Perfέχοντας διορίσει, έχοντας διορισμένοδιορισμένος, -η, -οδιορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιορίσειδιοριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εγκαθιστώεγκαθιστούμεεγκαθίσταμαι(εγκαθιστάμεθα)
εγκαθιστάςεγκαθιστάτεεγκαθίστασαι(εγκαθίστασθε)
εγκαθιστάεγκαθιστούν(ε)εγκαθίσταταιεγκαθίστανται
Imper
fekt
εγκαθιστούσαεγκαθιστούσαμε
εγκαθιστούσεςεγκαθιστούσατε
εγκαθιστούσεεγκαθιστούσαν(ε)εγκαθίστατοεγκαθίσταντο
Aoristεγκατέστησαεγκαταστήσαμεεγκαταστάθηκαεγκατασταθήκαμε
εγκατέστησεςεγκαταστήσατεεγκαταστάθηκεςεγκατασταθήκατε
εγκατέστησεεγκατέστησαν, εγκαταστήσαν(ε)εγκαταστάθηκεεγκαταστάθηκαν, εγκατασταθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω εγκαταστήσειέχουμε εγκαταστήσειέχω εγκατασταθεί
είμαι εγκατεστημένος, -η
έχουμε εγκατασταθεί
είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
έχεις εγκαταστήσειέχετε εγκαταστήσειέχεις εγκατασταθεί
είσαι εγκατεστημένος, -η
έχετε εγκατασταθεί
είστε εγκατεστημένοι, -ες
έχει εγκαταστήσειέχουν εγκαταστήσειέχει εγκατασταθεί
είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
έχουν εγκατασταθεί
είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα εγκαταστήσειείχαμε εγκαταστήσειείχα εγκατασταθεί
ήμουν εγκατεστημένος, -η
είχαμε εγκατασταθεί
ήμαστε εγκατεστημένοι, -ες
είχες εγκαταστήσειείχατε εγκαταστήσειείχες εγκατασταθεί
ήσουν εγκατεστημένος, -η
είχατε εγκατασταθεί
ήσαστε εγκατεστημένοι, -ες
είχε εγκαταστήσειείχαν εγκαταστήσειείχε εγκατασταθεί
ήταν εγκατεστημένος, -η, -ο
είχαν εγκατασταθεί
ήταν εγκατεστημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εγκαθιστώθα εγκαθιστούμεθα εγκαθίσταμαι(θα εγκαθιστάμεθα)
θα εγκαθιστάςθα εγκαθιστάτεθα εγκαθίστασαι(θα εγκαθίστασθε)
θα εγκαθιστάθα εγκαθιστούν(ε)θα εγκαθίσταταιθα εγκαθίστανται
Fut
ur
θα εγκαταστήσωθα εγκαταστήσουμε, θα εγκαταστήσομεθα εγκατασταθώθα εγκατασταθούμε
θα εγκαταστήσειςθα εγκαταστήσετεθα εγκατασταθείςθα εγκατασταθείτε
θα εγκαταστήσειθα εγκαταστήσουν(ε)θα εγκατασταθείθα εγκατασταθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εγκαταστήσειθα έχουμε εγκαταστήσει θα έχω εγκατασταθεί
θα είμαι εγκατεστημένος, -η
θα έχουμε εγκατασταθεί
θα είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
θα έχεις εγκαταστήσειθα έχετε εγκαταστήσειθα έχεις εγκατασταθεί
θα είσαι εγκατεστημένος, -η
θα έχετε εγκατασταθεί
θα είστε εγκατεστημένοι, -ες
θα έχει εγκαταστήσειθα έχουν εγκαταστήσειθα έχει εγκατασταθεί
θα είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
θα έχουν εγκατασταθεί
θα είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εγκαθιστώνα εγκαθιστούμενα εγκαθίσταμαι(να εγκαθιστάμεθα)
να εγκαθιστάςνα εγκαθιστάτενα εγκαθίστασαι(να εγκαθίστασθε)
να εγκαθιστάνα εγκαθιστούν(ε)να εγκαθίσταταινα εγκαθίστανται
Aoristνα εγκαταστήσωνα εγκαταστήσουμε, να εγκαταστήσομενα εγκατασταθώνα εγκατασταθούμε
να εγκαταστήσειςνα εγκαταστήσετενα εγκατασταθείςνα εγκατασταθείτε
να εγκαταστήσεινα εγκαταστήσουν(ε)να εγκατασταθείνα εγκατασταθούν(ε)
Perfνα έχω εγκαταστήσεινα έχουμε εγκαταστήσεινα έχω εγκατασταθεί
να είμαι εγκατεστημένος, -η
να έχουμε εγκατασταθεί
να είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
να έχεις εγκαταστήσεινα έχετε εγκαταστήσεινα έχεις εγκατασταθεί
να είσαι εγκατεστημένος, -η
να έχετε εγκατασταθεί
να είστε εγκατεστημένοι, -ες
να έχει εγκαταστήσεινα έχουν εγκαταστήσεινα έχει εγκατασταθεί
να είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
να έχουν εγκατασταθεί
να είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεγκαθιστάτε(εγκαθιστάσθε)
Aoristεγκατάστησεεγκαταστήστε, εγκαταστήσετεεγκαταστήσουεγκατασταθείτε
Part
izip
Presεγκαθιστώνταςεγκαθιστάμενος
Perfέχοντας εγκαταστήσειεγκατεστημένος, -η, -οεγκατεστημένοι, -ες, -α
InfinAoristεγκαταστήσειεγκατασταθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναστέλλωαναστέλλουμε, αναστέλλομεαναστέλλομαιαναστελλόμαστε
αναστέλλειςαναστέλλετεαναστέλλεσαιαναστέλλεστε, αναστελλόσαστε
αναστέλλειαναστέλλουν(ε)αναστέλλεταιαναστέλλονται
Imper
fekt
ανέστελλααναστέλλαμεαναστελλόμουν(α)αναστελλόμαστε
ανέστελλεςαναστέλλατεαναστελλόσουν(α)αναστελλόσαστε
ανέστελλεανάστελλαν, αναστέλλαν(ε), ανέστελλαναναστελλόταν(ε)αναστέλλονταν
Aoristανέστειλααναστείλαμε
ανέστειλεςαναστείλατε
ανέστειλεανέστειλαν, αναστείλαν(ε)ανεστάλεανεστάλησαν
Per
fekt
έχω αναστείλειέχουμε αναστείλειέχω ανασταλείέχουμε ανασταλεί
έχεις αναστείλειέχετε αναστείλειέχεις ανασταλείέχετε ανασταλεί
έχει αναστείλειέχουν αναστείλειέχει ανασταλείέχουν ανασταλεί
Plu
per
fekt
είχα αναστείλειείχαμε αναστείλειείχα ανασταλείείχαμε ανασταλεί
είχες αναστείλειείχατε αναστείλειείχες ανασταλείείχατε ανασταλεί
είχε αναστείλειείχαν αναστείλειείχε ανασταλείείχαν ανασταλεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναστέλλωθα αναστέλλουμε, θα αναστέλλομεθα αναστέλλομαιθα αναστελλόμαστε
θα αναστέλλειςθα αναστέλλετεθα αναστέλλεσαιθα αναστέλλεστε, θα αναστελλόσαστε
θα αναστέλλειθα αναστέλλουν(ε)θα αναστέλλεταιθα αναστέλλονται
Fut
ur
θα αναστείλωθα αναστείλουμε, θα αναστείλομεθα ανασταλώθα ανασταλούμε
θα αναστείλειςθα αναστείλετεθα ανασταλείςθα ανασταλείτε
θα αναστείλειθα αναστείλουν(ε)θα ανασταλείθα ανασταλούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναστείλειθα έχουμε αναστείλειθα έχω ανασταλείθα έχουμε ανασταλεί
θα έχεις αναστείλειθα έχετε αναστείλειθα έχεις ανασταλείθα έχετε ανασταλεί
θα έχει αναστείλειθα έχουν αναστείλειθα έχει ανασταλείθα έχουν ανασταλεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναστέλλωνα αναστέλλουμε, να αναστέλλομενα αναστέλλομαινα αναστελλόμαστε
να αναστέλλειςνα αναστέλλετενα αναστέλλεσαινα αναστέλλεστε, να αναστελλόσαστε
να αναστέλλεινα αναστέλλουν(ε)να αναστέλλεταινα αναστέλλονται
Aoristνα αναστείλωνα αναστείλουμε, να αναστείλομενα ανασταλώνα ανασταλούμε
να αναστείλειςνα αναστείλετενα ανασταλείςνα ανασταλείτε
να αναστείλεινα αναστείλουν(ε)να ανασταλείνα ανασταλούν(ε)
Perfνα έχω αναστείλεινα έχουμε αναστείλεινα έχω ανασταλείνα έχουμε ανασταλεί
να έχεις αναστείλεινα έχετε αναστείλεινα έχεις ανασταλείνα έχετε ανασταλεί
να έχει αναστείλεινα έχουν αναστείλεινα έχει ανασταλείνα έχουν ανασταλεί
Imper
ativ
Presανάστελλεαναστέλλετεαναστέλλεστε
Aoristανέστειλεαναστείλετε, αναστείλτεανασταλείτε
Part
izip
Presαναστέλλοντας
Perfέχοντας αναστείλειαναστελεμένος, -η, -οαναστελεμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναστείλειανασταλεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback