justieren
 Verb

ρυθμίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Mund neu justieren.Ρυθμίστε το στόμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Genau justieren.Τον εντόπισε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss nur eine Kleinigkeit justieren.Θα κάνω μια μικρή ρύθμιση.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich bin dabei, die Dilithiumkristalle zu justieren.Ρυθμίζω τους κρυστάλλους διλιθίου.

Übersetzung nicht bestätigt

Der Flug nach Nahmi IV ist ein Routineflug. Wir haben Zeit, die Kondensatoren beider Injektoren neu zu justieren.Το ταξίδι στον Νάμι IV είναι ρουτίνας, θα έχουμε χρόνο να ευθυγραμμίσουμε τους πυκνωτές των εγχυτήρων.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ρυθμίζωρυθμίζουμε, ρυθμίζομερυθμίζομαιρυθμιζόμαστε
ρυθμίζειςρυθμίζετερυθμίζεσαιρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε
ρυθμίζειρυθμίζουν(ε)ρυθμίζεταιρυθμίζονται
Imper
fekt
ρύθμιζαρυθμίζαμερυθμιζόμουν(α)ρυθμιζόμαστε, ρυθμιζόμασταν
ρύθμιζεςρυθμίζατερυθμιζόσουν(α)ρυθμιζόσαστε, ρυθμιζόσασταν
ρύθμιζερύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε)ρυθμιζόταν(ε)ρυθμίζονταν, ρυθμιζόντανε, ρυθμιζόντουσαν
Aoristρύθμισαρυθμίσαμερυθμίστηκαρυθμιστήκαμε
ρύθμισεςρυθμίσατερυθμίστηκεςρυθμιστήκατε
ρύθμισερύθμισαν, ρυθμίσαν(ε)ρυθμίστηκερυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ρυθμίσει
έχω ρυθμισμένο
έχουμε ρυθμίσει
έχουμε ρυθμισμένο
έχω ρυθμιστεί
είμαι ρυθμισμένος, -η
έχουμε ρυθμιστεί
είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
έχεις ρυθμίσει
έχεις ρυθμισμένο
έχετε ρυθμίσει
έχετε ρυθμισμένο
έχεις ρυθμιστεί
είσαι ρυθμισμένος, -η
έχετε ρυθμιστεί
είστε ρυθμισμένοι, -ες
έχει ρυθμίσει
έχει ρυθμισμένο
έχουν ρυθμίσει
έχουν ρυθμισμένο
έχει ρυθμιστεί
είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
έχουν ρυθμιστεί
είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ρυθμίσει
είχα ρυθμισμένο
είχαμε ρυθμίσει
είχαμε ρυθμισμένο
είχα ρυθμιστεί
ήμουν ρυθμισμένος, -η
είχαμε ρυθμιστεί
ήμαστε ρυθμισμένοι, -ες
είχες ρυθμίσει
είχες ρυθμισμένο
είχατε ρυθμίσει
είχατε ρυθμισμένο
είχες ρυθμιστεί
ήσουν ρυθμισμένος, -η
είχατε ρυθμιστεί
ήσαστε ρυθμισμένοι, -ες
είχε ρυθμίσει
είχε ρυθμισμένο
είχαν ρυθμίσει
είχαν ρυθμισμένο
είχε ρυθμιστεί
ήταν ρυθμισμένος, -η, -ο
είχαν ρυθμιστεί
ήταν ρυθμισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ρυθμίζωθα ρυθμίζουμε, θα ρυθμίζομεθα ρυθμίζομαιθα ρυθμιζόμαστε
θα ρυθμίζειςθα ρυθμίζετεθα ρυθμίζεσαιθα ρυθμίζεστε, θα ρυθμιζόσαστε
θα ρυθμίζειθα ρυθμίζουν(ε)θα ρυθμίζεταιθα ρυθμίζονται
Fut
ur
θα ρυθμίσωθα ρυθμίσουμε, θα ρυθμίζομεθα ρυθμιστώθα ρυθμιστούμε
θα ρυθμίσειςθα ρυθμίσετεθα ρυθμιστείςθα ρυθμιστείτε
θα ρυθμίσειθα ρυθμίσουν(ε)θα ρυθμιστείθα ρυθμιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ρυθμίσει
θα έχω ρυθμισμένο
θα έχουμε ρυθμίσει
θα έχουμε ρυθμισμένο
θα έχω ρυθμιστεί
θα είμαι ρυθμισμένος, -η
θα έχουμε ρυθμιστεί
θα είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
θα έχεις ρυθμίσει
θα έχεις ρυθμισμένο
θα έχετε ρυθμίσει
θα έχετε ρυθμισμένο
θα έχεις ρυθμιστεί
θα είσαι ρυθμισμένος, -η
θα έχετε ρυθμιστεί
θα είστε ρυθμισμένοι, -ες
θα έχει ρυθμίσει
θα έχει ρυθμισμένο
θα έχουν ρυθμίσει
θα έχουν ρυθμισμένο
θα έχει ρυθμιστεί
θα είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
θα έχουν ρυθμιστεί
θα είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ρυθμίζωνα ρυθμίζουμε, να ρυθμίζομενα ρυθμίζομαινα ρυθμιζόμαστε
να ρυθμίζειςνα ρυθμίζετενα ρυθμίζεσαινα ρυθμίζεστε, να ρυθμιζόσαστε
να ρυθμίζεινα ρυθμίζουν(ε)να ρυθμίζεταινα ρυθμίζονται
Aoristνα ρυθμίσωνα ρυθμίσουμε, να ρυθμίσομενα ρυθμιστώνα ρυθμιστούμε
να ρυθμίσειςνα ρυθμίσετενα ρυθμιστείςνα ρυθμιστείτε
να ρυθμίσεινα ρυθμίσουν(ε)να ρυθμιστείνα ρυθμιστούν(ε)
Perfνα έχω ρυθμίσει
να έχω ρυθμισμένο
να έχουμε ρυθμίσει
να έχουμε ρυθμισμένο
να έχω ρυθμιστεί
να είμαι ρυθμισμένος, -η
να έχουμε ρυθμιστεί
να είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
να έχεις ρυθμίσει
να έχεις ρυθμισμένο
να έχετε ρυθμίσει
να έχετε ρυθμισμένο
να έχεις ρυθμιστεί
να είσαι ρυθμισμένος, -η
να έχετε ρυθμιστεί
να είστε ρυθμισμένοι, -ες
να έχει ρυθμίσει
να έχει ρυθμισμένο
να έχουν ρυθμίσει
να έχουν ρυθμισμένο
να έχει ρυθμιστεί
να είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
να έχουν ρυθμιστεί
να είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presρύθμιζερυθμίζετερυθμίζεστε
Aoristρύθμισερυθμίστερυθμίσουρυθμιστείτε
Part
izip
Presρυθμίζονταςρυθμιζόμενος
Perfέχοντας ρυθμίσει, έχοντας ρυθμισμένορυθμισμένος, -η, -ορυθμισμένοι, -ες, -α
InfinAoristρυθμίσειρυθμιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback