ρυθμίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Mund neu justieren. | Ρυθμίστε το στόμα. Übersetzung nicht bestätigt |
Genau justieren. | Τον εντόπισε. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich muss nur eine Kleinigkeit justieren. | Θα κάνω μια μικρή ρύθμιση. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich bin dabei, die Dilithiumkristalle zu justieren. | Ρυθμίζω τους κρυστάλλους διλιθίου. Übersetzung nicht bestätigt |
Der Flug nach Nahmi IV ist ein Routineflug. Wir haben Zeit, die Kondensatoren beider Injektoren neu zu justieren. | Το ταξίδι στον Νάμι IV είναι ρουτίνας, θα έχουμε χρόνο να ευθυγραμμίσουμε τους πυκνωτές των εγχυτήρων. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
konfigurieren |
einstellen |
eichen |
justieren |
kalibrieren |
ausrichten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | justiere | ||
du | justierst | |||
er, sie, es | justiert | |||
Präteritum | ich | justierte | ||
Konjunktiv II | ich | justierte | ||
Imperativ | Singular | justier! justiere! | ||
Plural | justiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
justiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:justieren
|
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ρυθμίζω | ρυθμίζουμε, ρυθμίζομε | ρυθμίζομαι | ρυθμιζόμαστε |
ρυθμίζεις | ρυθμίζετε | ρυθμίζεσαι | ρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε | ||
ρυθμίζει | ρυθμίζουν(ε) | ρυθμίζεται | ρυθμίζονται | ||
Imper fekt | ρύθμιζα | ρυθμίζαμε | ρυθμιζόμουν(α) | ρυθμιζόμαστε, ρυθμιζόμασταν | |
ρύθμιζες | ρυθμίζατε | ρυθμιζόσουν(α) | ρυθμιζόσαστε, ρυθμιζόσασταν | ||
ρύθμιζε | ρύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε) | ρυθμιζόταν(ε) | ρυθμίζονταν, ρυθμιζόντανε, ρυθμιζόντουσαν | ||
Aorist | ρύθμισα | ρυθμίσαμε | ρυθμίστηκα | ρυθμιστήκαμε | |
ρύθμισες | ρυθμίσατε | ρυθμίστηκες | ρυθμιστήκατε | ||
ρύθμισε | ρύθμισαν, ρυθμίσαν(ε) | ρυθμίστηκε | ρυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ρυθμίσει έχω ρυθμισμένο | έχουμε ρυθμίσει έχουμε ρυθμισμένο | έχω ρυθμιστεί είμαι ρυθμισμένος, -η | έχουμε ρυθμιστεί είμαστε ρυθμισμένοι, -ες | |
έχεις ρυθμίσει έχεις ρυθμισμένο | έχετε ρυθμίσει έχετε ρυθμισμένο | έχεις ρυθμιστεί είσαι ρυθμισμένος, -η | έχετε ρυθμιστεί είστε ρυθμισμένοι, -ες | ||
έχει ρυθμίσει έχει ρυθμισμένο | έχουν ρυθμίσει έχουν ρυθμισμένο | έχει ρυθμιστεί είναι ρυθμισμένος, -η, -ο | έχουν ρυθμιστεί είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ρυθμίσει είχα ρυθμισμένο | είχαμε ρυθμίσει είχαμε ρυθμισμένο | είχα ρυθμιστεί ήμουν ρυθμισμένος, -η | είχαμε ρυθμιστεί ήμαστε ρυθμισμένοι, -ες | |
είχες ρυθμίσει είχες ρυθμισμένο | είχατε ρυθμίσει είχατε ρυθμισμένο | είχες ρυθμιστεί ήσουν ρυθμισμένος, -η | είχατε ρυθμιστεί ήσαστε ρυθμισμένοι, -ες | ||
είχε ρυθμίσει είχε ρυθμισμένο | είχαν ρυθμίσει είχαν ρυθμισμένο | είχε ρυθμιστεί ήταν ρυθμισμένος, -η, -ο | είχαν ρυθμιστεί ήταν ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ρυθμίζω | θα ρυθμίζουμε, | θα ρυθμίζομαι | θα ρυθμιζόμαστε | |
θα ρυθμίζεις | θα ρυθμίζετε | θα ρυθμίζεσαι | θα ρυθμίζεστε, | ||
θα ρυθμίζει | θα ρυθμίζουν(ε) | θα ρυθμίζεται | θα ρυθμίζονται | ||
Fut ur | θα ρυθμίσω | θα ρυθμίσουμε, | θα ρυθμιστώ | θα ρυθμιστούμε | |
θα ρυθμίσεις | θα ρυθμίσετε | θα ρυθμιστείς | θα ρυθμιστείτε | ||
θα ρυθμίσει | θα ρυθμίσουν(ε) | θα ρυθμιστεί | θα ρυθμιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ρυθμίζω | να ρυθμίζουμε, | να ρυθμίζομαι | να ρυθμιζόμαστε |
να ρυθμίζεις | να ρυθμίζετε | να ρυθμίζεσαι | να ρυθμίζεστε, | ||
να ρυθμίζει | να ρυθμίζουν(ε) | να ρυθμίζεται | να ρυθμίζονται | ||
Aorist | να ρυθμίσω | να ρυθμίσουμε, | να ρυθμιστώ | να ρυθμιστούμε | |
να ρυθμίσεις | να ρυθμίσετε | να ρυθμιστείς | να ρυθμιστείτε | ||
να ρυθμίσει | να ρυθμίσουν(ε) | να ρυθμιστεί | να ρυθμιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ρυθμίσει | να έχουμε ρυθμίσει | να έχω ρυθμιστεί | να έχουμε ρυθμιστεί | |
να έχεις ρυθμίσει | να έχετε ρυθμίσει | να έχεις ρυθμιστεί | να έχετε ρυθμιστεί | ||
να έχει ρυθμίσει | να έχουν ρυθμίσει | να έχει ρυθμιστεί | να έχουν ρυθμιστεί | ||
Imper ativ | Pres | ρύθμιζε | ρυθμίζετε | ρυθμίζεστε | |
Aorist | ρύθμισε | ρυθμίστε | ρυθμίσου | ρυθμιστείτε | |
Part izip | Pres | ρυθμίζοντας | ρυθμιζόμενος | ||
Perf | έχοντας ρυθμίσει, έχοντας ρυθμισμένο | ρυθμισμένος, -η, -ο | ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ρυθμίσει | ρυθμιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.