{η}  υποχρέωση Subst.  [ipochreosi, ypoxrewsh]

{die}    Subst.
(2199)
{die}    Subst.
(114)
{die}    Subst.
(12)

Etymologie zu υποχρέωση

υποχρέωση υποχρεώνω + -ση ((Lehnübersetzung) französisch obligation)


GriechischDeutsch
Από τη Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007, θωράκιση έναντι κινδύνου για όλα τα δικαιώματα (έξοδα) και τις υποχρεώσεις της IKB στο πλαίσιο των διευκολύνσεων ρευστότητας ύψους 8,1 δισεκατ. ευρώ που είχαν παρασχεθεί στη Rhineland (το ποσό αυτό μειώθηκε εντωμεταξύ κυρίως λόγω εξελίξεων στη συναλλαγματική ισοτιμία σε 6,3 δισεκατ. ευρώ). Η επίσημη ανάληψη των υποχρεώσεων που προέκυπταν από τις διευκολύνσεις ρευστότητας που είχαν παρασχεθεί στη Rhineland πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιουλίου 2007 και ισχύει έως τη λήξη ή/και την πώληση [8] των δομημένων πιστωτικών χαρτοφυλακίων. Τα εν λόγω χαρτοφυλάκια έχουν συνήθως διάρκεια ισχύος άνω των πέντε ετών·Ab Montag, dem 30. Juli 2007, Risikoabschirmung für alle Rechte (Gebühren) und Pflichten der IKB im Rahmen der Rhineland zur Verfügung gestellten Liquiditätsfazilitäten in Höhe von 8,1 Mrd. EUR (dieser Betrag hat sich vor allem aufgrund von Wechselkursentwicklungen inzwischen auf 6,3 Mrd. EUR verringert). Die förmliche Übernahme der Pflichten aus den Rhineland zur Verfügung gestellten Liquiditätsfazilitäten am 29. Juli 2007 gilt bis zur Fälligkeit bzw. zum Verkauf [8] der strukturierten Kredit-Portfolios. Solche Portfolios haben im Allgemeinen eine Laufzeit von mehr als fünf Jahren.

Übersetzung bestätigt

Δικαιώματα και υποχρεώσεις των χρηστών ΕΥΤRechte und Pflichten der EETS-Nutzer

Übersetzung bestätigt

Δικαιώματα και υποχρεώσεις των φορέων χρέωσης διοδίωνRechte und Pflichten der Mauterheber

Übersetzung bestätigt

Δικαιώματα και υποχρεώσεις των παρόχων ΕΥΤRechte und Pflichten der EETS-Anbieter

Übersetzung bestätigt

Κάθε υπάλληλος ο οποίος, εσκεμμένα ή εξ αμελείας, παραβαίνει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, είναι δυνατόν να υποστεί πειθαρχικές κυρώσεις.Gegen Bedienstete und ehemalige Bedienstete, die vorsätzlich oder fahrlässig die ihnen durch dieses Personalstatut auferlegten Pflichten verletzen, können Disziplinarstrafen verhängt werden.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu υποχρέωση

υποχρέωση η [ipoxréosi] : 1α.ό,τι επιβάλλει σε κπ. ο νόμος ή μια νομικής φύσης συνθήκη ή συμφωνία: Εκπληρώνω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, τη στρατιωτική μου θητεία. Οι πολίτες έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. β. δέσμευση που απορρέει από κοινωνικές, επαγγελματικές κτλ. σχέσεις ή που έχει το χαρακτήρα ηθικής επιταγής, ηθικού χρέους: Δεν έχω καμιά υποχρέωση να σε τρέφω. Έχεις υποχρέωση να μορφώσεις τα παιδιά σου. Οι επαγγελματικές / οι κοινωνικές μου υποχρεώσεις δε μου το επιτρέπουν. Tο έκανε από υποχρέωση, χωρίς ιδιαίτερη ευχαρίστηση. υποχρέωσή μου!, ως έκφραση ευγένειας στην περίπτωση που μας ζητάνε κτ. το οποίο θεω ρούμε ότι είναι μέσα στα καθήκοντά μας. (έκφρ.) ανειλημμένες* υποχρεώσεις. || (πληθ.) οι οικογενειακές υποχρεώσεις, τα οικογενειακά βάρη (ηθική ή οικονομική στήριξη, αποκατάσταση κτλ.): Δεν έχει υποχρεώσεις. Άνθρωπος με / χωρίς υποχρεώσεις. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback