{die} Subst. (8997) |
{der} Subst. (7749) |
{der} Subst. (6456) |
{die} Subst. (192) |
{die} Beziehungskiste (ugs.) Subst.(2) |
σχέση altgriechisch σχέσις ἔχω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Πρέπει να διασφαλιστεί μια διαδικασία συμβιβασμού με σκοπό την επίλυση διαφορών μεταξύ φορέων χρέωσης διοδίων και παρόχων ΕΥΤ στη διάρκεια διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμβάσεων και στις συμβατικές σχέσεις τους. | Es sollte ein Vermittlungsverfahren zur Beilegung von Streitigkeiten zwischen Mauterhebern und EETS-Anbietern während der Vertragsverhandlungen und im Rahmen der vertraglichen Beziehungen vorgesehen werden. Übersetzung bestätigt |
ευπρέπεια και ανθρώπινες σχέσεις. | Korrektheit und zwischenmenschliche Beziehungen. Übersetzung bestätigt |
Εντούτοις, η αξιολόγηση της Επιτροπής κατέδειξε ότι ο φορέας εκμετάλλευσης δεν αποκόμισε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα από τη συμβατική του σχέση με τον δήμο δεδομένων των περιορισμών που επιβάλλονταν από τις συμβάσεις. | Aus der Prüfung der Kommission ging jedoch hervor, dass der Betreiber angesichts der vertraglich festgelegten Einschränkungen keinen unrechtmäßigen Vorteil aus seinen vertraglichen Beziehungen mit der Stadt zog. Übersetzung bestätigt |
Οικονομικό καθεστώς του δικαιούχου και σχέση με το κράτος | Finanzielle Verwaltung der Begünstigten und Beziehung zum Staat Übersetzung bestätigt |
Οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι ο τρόπος με τον οποίο η Stef-TFE περιγράφει τις σχέσεις μεταξύ της SNCM και της CMN στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. | Nach Ansicht der französischen Behörden entspricht die von Stef-TFE abgegebene Beschreibung der Beziehungen zwischen der SNCM und der CMN im Rahmen der Erfüllung des Vertrags über den öffentlichen Seeverkehrsdienst nicht den Tatsachen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Beziehung | die Beziehungen |
Genitiv | der Beziehung | der Beziehungen |
Dativ | der Beziehung | den Beziehungen |
Akkusativ | die Beziehung | die Beziehungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Zusammenhang | die Zusammenhänge |
Genitiv | des Zusammenhanges des Zusammenhangs | der Zusammenhänge |
Dativ | dem Zusammenhang | den Zusammenhängen |
Akkusativ | den Zusammenhang | die Zusammenhänge |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Relation | die Relationen |
Genitiv | der Relation | der Relationen |
Dativ | der Relation | den Relationen |
Akkusativ | die Relation | die Relationen |
σχέση η [sxési] : 1α.η ύπαρξη κοινών στοιχείων που συνδέουν λογικά δύο καταστάσεις, φαινόμενα ή πράγματα: Yπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην αμοιβή και στην παραγωγικότητα. H σχέση προσφοράς και ζήτησης. || (έκφρ.) σε σχέση / (λόγ.) εν σχέσει με / προς, σε σύγκριση, σε αναφορά: H φετινή γεωργική παραγωγή ήταν καλύτερη σε σχέση με την περσινή. δεν έχει σχέση / και τι σχέση έχει;, για να δηλώσουμε την έλλειψη κάποιας αλληλεξάρτησης: Kαι τι σχέση έχει αν δεν έρθω εγώ, εσύ θα πας. ΦΡ τι σχέση έχει ο φάντης* με το ρετσινόλαδο; β. (λογ.) η ιδιότητα δύο ή περισσότερων αντικειμένων της σκέψης, τα οποία μπορούν να περιληφθούν σε μια μοναδική διανοητική πράξη: σχέση ταυτότητας / ετερότητας / εναντίωσης / επαλληλίας / υπόταξης / συναλληλίας. H σχέση αιτίας και αποτελέσματος. γ1. (μαθημ.) η συνθήκη που συνδέει τις τιμές δύο ή περισσότερων μεγεθών: σχέση ένα προς δύο (1:2). γ2. (φυσ.) λόγος, αναλογία: σχέση συμπίεσης. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.