Verb (282) |
Verb (107) |
Verb (0) |
protegieren (geh.) Verb(0) |
Verb (0) |
Verb (0) |
προστατεύω altgriechisch προστατεύω (εξουσιάζω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Επιτρέψτε μου να συνεχίσω να προστατεύω το έδαφος, το οποίο παρέχει τροφή και εισόδημα στους ανθρώπους που ζουν σε αγροτικές κοινότητες. | Erlauben Sie mir, weiter den Boden zu schützen, der uns ernährt, der für das Einkommen der Menschen sorgt, die in den ländlichen Gemeinschaften leben. Übersetzung bestätigt |
Για να επαναλάβω αυτό που είπα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης πριν δύο ημέρες, μια από τις προτεραιότητές μου είναι να προστατεύω τα δικαιώματα των πολιτών. | Wie schon auf der vorgestrigen Sitzung erklärt, besteht eine meiner Prioritäten darin, die Rechte der Bürger zu schützen. Übersetzung bestätigt |
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το ζήτημα της ιχνηλασιμότητας επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα των ΜΜΕ, και έχω την πρόθεση -ακριβώς όπως η πολιτική για τις ΜΜΕ αποτελούσε την κορυφαία προτεραιότητά μου από τη στιγμή που διορίστηκα ευρωπαίος Επίτροπος, συνεχίζοντας, συνεπώς, το έργο του προκατόχου μουνα εξακολουθήσω να προστατεύω την υγεία των καταναλωτών μέσω της προώθησης ποιοτικών προϊόντων, τα οποία θα είναι τα μοναδικά ανταγωνιστικά προϊόντα στη διεθνή αγορά, διότι η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετράται με όρους ποιότητας. | Ich glaube weiterhin, dass das Thema der Rückverfolgbarkeit die Wettbewerbsfähigkeit der KMU beeinflusst, und da die KMU-Politik seit meiner Berufung meine oberste Priorität darstellt und ich so gleichermaßen die Arbeit meines Vorgängers fortführe, versuche ich die Gesundheit der Verbraucher weiterhin durch Qualitätserzeugnisse zu schützen, welche auf dem internationalen Markt die einzigen wettbewerbsfähigen Erzeugnisse darstellen, da die Wettbewerbsfähigkeit der EU-Erzeugnisse an deren Qualität gemessen wird. Übersetzung bestätigt |
Όταν βάζω μέϊκ-απ, δανείζομαι την μέθοδο ενός ελεύθερου σκοπευτή για να προστατεύω καλύτερα τον εαυτό μου και να εντοπίζω τον εχθρό, όπως αυτός. | Wie ein Heckenschütze trage ich Make-up auf, um mich selbst zu schützen und den Feind ausfindig zu machen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Noch keine Grammatik zu προστατεύω.
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beschütze | ||
du | beschützt | |||
er, sie, es | beschützt | |||
Präteritum | ich | beschützte | ||
Konjunktiv II | ich | beschützte | ||
Imperativ | Singular | beschütze! | ||
Plural | beschützt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beschützt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beschützen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schütze | ||
du | schützt | |||
er, sie, es | schützt | |||
Präteritum | ich | schützte | ||
Konjunktiv II | ich | schützte | ||
Imperativ | Singular | schütze! schütz! | ||
Plural | schützt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschützt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schützen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schirme ab | ||
du | schirmst ab | |||
er, sie, es | schirmt ab | |||
Präteritum | ich | schirmte ab | ||
Konjunktiv II | ich | schirmte ab | ||
Imperativ | Singular | schirm ab! schirme ab! | ||
Plural | schirmt ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgeschirmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abschirmen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | protegiere | ||
du | protegierst | |||
er, sie, es | protegiert | |||
Präteritum | ich | protegierte | ||
Konjunktiv II | ich | protegierte | ||
Imperativ | Singular | protegiere! protegier! | ||
Plural | protegiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
protegiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:protegieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | fordere | ||
du | forderst | |||
er, sie, es | fordert | |||
Präteritum | ich | forderte | ||
Konjunktiv II | ich | forderte | ||
Imperativ | Singular | fordere! | ||
Plural | fordert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gefordert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:fordern |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | behüte | ||
du | behütest | |||
er, sie, es | behütet | |||
Präteritum | ich | behütete | ||
Konjunktiv II | ich | behütete | ||
Imperativ | Singular | behüt! behüte! | ||
Plural | behütet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
behütet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:behüten |
προστατεύω [prostatévo] -ομαι μπε. προστατευόμενος*, μππ. προστατευμένος : 1α. φροντίζω για την ασφάλεια κάποιου, τον προφυλάγω από κινδύνους και γενικότερα, του εξασφαλίζω την υλική και την ηθική υποστήριξη: προστατεύω το παιδί μου από τα ατυχήματα / από κακές συναναστροφές. προστατεύω την υγεία μου. H αστυνομία προστατεύει τους πολίτες. Tα ευαγή ιδρύματα προστατεύουν τους άπορους γέροντες. Aγαπώ και προστατεύω τα ζώα. || (μειωτ.) υποστηρίζω κπ. μεροληπτικά ή και παράνομα: Tον προστατεύουν υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Ποιοι προστατεύουν τους καταπατητές των δασών; β. με τη δράση μου ή με τη συμπεριφορά μου συμβάλλω στη διατήρηση ή στη σωτηρία κάποιου (κοινού) αγαθού: Πρέπει να προστατεύουμε το περιβάλλον από τη μόλυνση. Θα προστατέψω την πατρίδα από τους εχθρούς, θα την υπερασπιστώ. προστατεύω τους νόμους / το δημοκρατικό πολίτευμα. προστατεύω την ελευθερία μου / την αξιοπρέπειά μου. γ. για κτ. (μέσο, σύστημα κτλ.) που εμποδίζει να συμβεί κτ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: Tα τείχη προστάτευαν τις πόλεις. Οι κλειδαριές ασφαλείας προστατεύουν τα σπίτια από τους διαρρήκτες. || για κτ. που σκεπάζει, καλύπτει: Tα μάλλινα ρούχα προστατεύουν από το κρύο. H τέντα προστατεύει από τον ήλιο. || δίνω ανοσία ή αυξάνω την αντίσταση του οργανισμού: Tα εμβόλια προστατεύουν από πολλές αρρώστιες. δ. εξασφαλίζω σε κπ. ένα δικαίωμα, με νομική κάλυψη: Ο νόμος προστατεύει τους μικροϊδιοκτήτες. Tο σύνταγμα προστατεύει την ελευθερία της γνώμης. Tα ανθρώπινα δικαιώματα προστατεύονται από διεθνείς οργανισμούς. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.