προβάλλω altgriechisch προβάλλω πρό + βάλλω (βάζω κάτι μπροστα)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Και τώρα προσπαθώ να φτιάξω τη συμπεριφορά μου και να προβάλλω έναν αέρα θετικότητας. | Also versuche ich,... an meinem Verhalten zu arbeiten und eine Luft positiver Einstellung zu projizieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Δεν ήθελα να προβάλλω τίποτα. | Tut mir leid, ich wollte nichts projizieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προβάλλω | προβάλλουμε, προβάλλομε | προβάλλομαι | προβαλλόμαστε |
προβάλλεις | προβάλλετε | προβάλλεσαι | προβάλλεστε, προβαλλόσαστε | ||
προβάλλει | προβάλλουν(ε) | προβάλλεται | προβάλλονται | ||
Imper fekt | πρόβαλλα | προβάλλαμε | προβαλλόμουν(α) | προβαλλόμαστε | |
πρόβαλλες | προβάλλατε | προβαλλόσουν(α) | προβαλλόσαστε | ||
πρόβαλλε | πρόβαλλαν, προβάλλαν(ε) | προβαλλόταν(ε) | προβάλλονταν | ||
Aorist | πρόβαλα, προέβαλα | προβάλαμε | προβλήθηκα | προβληθήκαμε | |
πρόβαλες, προέβαλες | προβάλατε | προβλήθηκες | προβληθήκατε | ||
πρόβαλε, προέβαλε | πρόβαλαν, προβάλαν(ε), προέβαλαν | προβλήθηκε | προβλήθηκαν, προβληθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω προβάλει | έχουμε προβάλει | έχω προβληθεί είμαι προβεβλημένος, -η | έχουμε προβληθεί είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
έχεις προβάλει | έχετε προβάλει | έχεις προβληθεί είσαι προβεβλημένος, -η | έχετε προβληθεί είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
έχει προβάλει | έχουν προβάλει | έχει προβληθεί είναι προβεβλημένος, -η, -ο | έχουν προβληθεί είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα προβάλει | είχαμε προβάλει | είχα προβληθεί ήμουν προβεβλημένος, -η | είχαμε προβληθεί ήμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
είχες προβάλει | είχατε προβάλει | είχες προβληθεί ήσουν προβεβλημένος, -η | είχατε προβληθεί ήσαστε προβεβλημένοι, -ες | ||
είχε προβάλει | είχαν προβάλει | είχε προβληθεί ήταν προβεβλημένος, -η, -ο | είχαν προβληθεί ήταν προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα προβάλλω | θα προβάλλουμε, θα προβάλλομε | θα προβάλλομαι | θα προβαλλόμαστε | |
θα προβάλλεις | θα προβάλλετε | θα προβάλλεσαι | θα προβάλλεστε, θα προβαλλόσαστε | ||
θα προβάλλει | θα προβάλλουν(ε) | θα προβάλλεται | θα προβάλλονται | ||
Fut ur | θα προβάλω | θα προβάλουμε, θα προβάλομε | θα προβληθώ | θα προβληθούμε | |
θα προβάλεις | θα προβάλετε | θα προβληθείς | θα προβληθείτε | ||
θα προβάλει | θα προβάλουν(ε) | θα προβληθεί | θα προβληθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω προβάλει | θα έχουμε προβάλει | θα έχω προβληθεί θα είμαι προβεβλημένος, -η | θα έχουμε προβληθεί θα είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
θα έχεις προβάλει | θα έχετε προβάλει | θα έχεις προβληθεί θα είσαι προβεβλημένος, -η | θα έχετε προβάλει θα είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
θα έχει προβάλει | θα έχουν προβάλει | θα έχει προβληθεί θα είναι προβεβλημένος, -η, -ο | θα έχουν προβληθεί θα είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προβάλλω | να προβάλλουμε, να προβάλλομε | να προβάλλομαι | να προβαλλόμαστε |
να προβάλλεις | να προβάλλετε | να προβάλλεσαι | να προβάλλεστε, να προβαλλόσαστε | ||
να προβάλλει | να προβάλλουνε | να προβάλλεται | να προβάλλονται | ||
Aorist | να προβάλω | να προβάλουμε | να προβληθώ | να προβληθούμε | |
να προβάλεις | να προβάλετε | να προβληθείς | να προβληθείτε | ||
να προβάλει | να προβάλουν(ε) | να προβληθεί | να προβληθούν(ε) | ||
Perf | να έχω προβάλει | να έχουμε προβάλει | να έχω προβληθεί να είμαι προβεβλημένος, -η | να έχουμε προβληθεί να είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
να έχεις προβάλει | να έχετε προβάλει | να έχεις προβληθεί να είσαι προβεβλημένος, -η | να έχετε προβληθεί να είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
να έχει προβάλει | να έχουν προβάλει | να έχει προβληθεί να είναι προβεβλημένος, -η, -ο | να έχουν προβληθεί να είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | πρόβαλλε | προβάλλετε | προβάλλεστε | |
Aorist | πρόβαλε | προβάλετε | προβληθείτε | ||
Part izip | Pres | προβάλλοντας | προβαλλόμενος | ||
Perf | έχοντας προβάλει | προβεβλημένος, -η, -ο | προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | προβάλει | προβληθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | projiziere | ||
du | projizierst | |||
er, sie, es | projiziert | |||
Präteritum | ich | projizierte | ||
Konjunktiv II | ich | projizierte | ||
Imperativ | Singular | projiziere! projizier! | ||
Plural | projiziert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
projiziert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:projizieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schiebe vor | ||
du | schiebst vor | |||
er, sie, es | schiebt vor | |||
Präteritum | ich | schob vor | ||
Konjunktiv II | ich | schöbe vor | ||
Imperativ | Singular | schieb vor! schiebe vor! | ||
Plural | schiebst vor! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vorgeschoben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vorschieben |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lege ein | ||
du | legst ein | |||
er, sie, es | legt ein | |||
Präteritum | ich | legte ein | ||
Konjunktiv II | ich | legte ein | ||
Imperativ | Singular | leg ein! lege ein! | ||
Plural | legt ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingelegt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einlegen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | komme hervor | ||
du | kommst hervor | |||
er, sie, es | kommt hervor | |||
Präteritum | ich | kam hervor | ||
Konjunktiv II | ich | käme hervor | ||
Imperativ | Singular | komm hervor! | ||
Plural | kommt hervor! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
hervorgekommen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:hervorkommen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bringe vor | ||
du | bringst vor | |||
er, sie, es | bringt vor | |||
Präteritum | ich | brachte vor | ||
Konjunktiv II | ich | brächte vor | ||
Imperativ | Singular | bring vor! bringe vor! | ||
Plural | bringt vor! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vorgebracht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vorbringen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | führe vor | ||
du | führst vor | |||
er, sie, es | führt vor | |||
Präteritum | ich | führte vor | ||
Konjunktiv II | ich | führte vor | ||
Imperativ | Singular | führ vor! führe vor! | ||
Plural | führt vor! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vorgeführt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vorführen |
προβάλλω [proválo] -ομαι Ρ πρτ. προέβαλλα και πρόβαλλα, αόρ. προέβα λα και πρόβαλα, απαρέμφ. προβάλει, παθ. αόρ. προβλήθηκα, απαρέμφ. προβληθεί, λόγ. μππ. προβεβλημένος* : I. (μόνο ενεργ.) 1. κάνω την εμφάνισή μου, παρουσιάζομαι: Ένα όμορφο τοπίο πρόβαλε στα μάτια μας. Kαι να τος, προβάλλει ξαφνικά μπροστά μου! Προβάλλει ο ήλιος / το φεγγάρι. || (στο γ' πρόσ.): Προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για τη λήψη έκτακτων μέτρων. Άρχισαν να προβάλλουν τα προβλήματα / οι δυσκολίες. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.