παλεύω Verb  [palevo, paleyw]

  Verb
(91)
  Verb
(5)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu παλεύω

παλεύω mittelgriechisch παλεύω


GriechischDeutsch
Σε περίπτωση που δεν ληφθούν παρόμοια μέτρα, και εφόσον το Κοινοβούλιό μας, και συγκεκριμένα η Επιτροπή Προϋπολογισμών, συνεχίσει να καταψηφίζει τις προτάσεις περί σαρωτών εφόσον συνεχίσει να αρνείται τις δαπάνες για σαρωτές, ώστε να δοθεί η δυνατότητα άμεσης εξακρίβωσης του τι συμβαίνει στα πρώην σύνορά μας, είναι σίγουρο ότι η εγκληματικότητα θα συνεχίσει να μαίνεται, και εγώ θα αισθάνομαι όπως άλλωστε και η κ. Theato σαν ένα είδος Δον Κιχώτη ή Σάντσο Πάντσα, να παλεύω ενάντια στους μηχανογραφημένους ανεμόμυλους του εγκλήματος, που όντως σκορπούν το έγκλημα και την απάτη σε οτιδήποτε είναι ευρωπαϊκό.Wenn diese Maßnahmen nicht getroffen werden, und wenn das Parlament im Ausschuß für Haushaltskontrolle weiterhin gegen die Bereitstellung von Mitteln für sogenannte "Scanner" stimmt, die feststellen, was an unseren ehemaligen Grenzen stattfindet, dann wird das Verbrechen weiterleben, und ich werde mich, wie die Abgeordnete Frau Theato, als eine Art "Don Quichotte" und "Sancho Pansa" fühlen, die gegen die EDV-ausgestatteten Windmühlen des Verbrechens kämpfen, die tatsächlich aber das Verbrechen und den Betrug über ganz Europa verstreuen.

Übersetzung bestätigt

Μπορούσα να συνεχίσω να παλεύω ή μπορούσα να παραιτηθώ και ν' αποδεχτώ όχι μόνο το σώμα μου αλλά τις συνθήκες της ζωής μου.Ich könnte weiter kämpfen, oder ich könnte loslassen und nicht nur meinen Körper, sondern auch meine Lebensumstände akzeptieren.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu παλεύω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παλεύωπαλεύουμε, παλεύομε
παλεύειςπαλεύετε
παλεύειπαλεύουν(ε)
Imper
fekt
πάλευαπαλεύαμε
πάλευεςπαλεύατε
πάλευεπάλευαν, παλεύαν(ε)
Aoristπάλεψαπαλέψαμε
πάλεψεςπαλέψατε
πάλεψεπάλεψαν, παλέψαν(ε)
Per
fekt
έχω παλέψειέχουμε παλέψει
έχεις παλέψειέχετε παλέψει
έχει παλέψειέχουν παλέψει
Plu
per
fekt
είχα παλέψειείχαμε παλέψει
είχες παλέψειείχατε παλέψει
είχε παλέψειείχαν παλέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παλεύωθα παλεύουμε, θα παλεύομε
θα παλεύειςθα παλεύετε
θα παλεύειθα παλεύουν(ε)
Fut
ur
θα παλέψωθα παλέψουμε, θα παλέψομε
θα παλέψειςθα παλέψετε
θα παλέψειθα παλέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παλέψειθα έχουμε παλέψει
θα έχεις παλέψειθα έχετε παλέψει
θα έχει παλέψειθα έχουν παλέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παλεύωνα παλεύουμε, να παλεύομε
να παλεύειςνα παλεύετε
να παλεύεινα παλεύουν(ε)
Aoristνα παλέψωνα παλέψουμε, να παλέψομε
να παλέψειςνα παλέψετε
να παλέψεινα παλέψουν(ε)
Perfνα έχω παλέψεινα έχουμε παλέψει
να έχεις παλέψεινα έχετε παλέψει
να έχει παλέψεινα έχουν παλέψει
Imper
ativ
Presπάλευεπαλεύετε
Aoristπάλεψεπαλέψτε, παλεύτε
Part
izip
Presπαλεύοντας
Perfέχοντας παλέψει
InfinAoristπαλέψει











Griechische Definition zu παλεύω

παλεύω [palévo] -ομαι στη σημ. 3 : 1.αγωνίζομαι εναντίον κάποιου σώμα με σώμα, για να τον ρίξω και να τον ακινητοποιήσω στο έδαφος: Παλεύουμε να δούμε ποιος απ΄ τους δυο μας είναι δυνατότερος; [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback