ενοχλώ Verb  [enochlo, enoxlw]

  Verb
(237)
  Verb
(63)
  Verb
(2)
  Verb
(2)
löchern (ugs.)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu ενοχλώ

ενοχλώ altgriechisch ἐνοχλέω / ἐνοχλῶ ἐν + ὀχλέω ὄχλος proto-indogermanisch *woǵʰlos *weǵʰ (φέρω, μεταφέρω)


GriechischDeutsch
Εγώ είμαι σίγουρος για τη δική μου, και γι' αυτό δεν χρειάζεται να σας ενοχλώ!Ich bin mir meiner Sache sicher. Darum brauche ich Sie nicht zu stören!

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu ενοχλώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ενοχλώενοχλούμεενοχλούμαιενοχλούμαστε
ενοχλείςενοχλείτεενοχλείσαιενοχλείστε
ενοχλείενοχλούν(ε)ενοχλείταιενοχλούνται
Imper
fekt
ενοχλούσαενοχλούσαμεενοχλούμουνενοχλούμαστε
ενοχλούσεςενοχλούσατε
ενοχλούσεενοχλούσαν(ε)ενοχλούνταν, ενοχλείτοενοχλούνταν, ενοχλούντο
Aoristενόχλησαενοχλήσαμεενοχλήθηκαενοχληθήκαμε
ενόχλησεςενοχλήσατεενοχλήθηκεςενοχληθήκατε
ενόχλησεενόχλησαν, ενοχλήσαν(ε)ενοχλήθηκεενοχλήθηκαν, ενοχληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ενοχλήσει
έχω ενοχλημένο
έχουμε ενοχλήσει
έχουμε ενοχλημένο
έχω ενοχληθεί
είμαι ενοχλημένος, -η
έχουμε ενοχληθεί
είμαστε ενοχλημένοι, -ες
έχεις ενοχλήσει
έχεις ενοχλημένο
έχετε ενοχλήσει
έχετε ενοχλημένο
έχεις ενοχληθεί
είσαι ενοχλημένος, -η
έχετε ενοχληθεί
είστε ενοχλημένοι, -ες
έχει ενοχλήσει
έχει ενοχλημένο
έχουν ενοχλήσει
έχουν ενοχλημένο
έχει ενοχληθεί
είναι ενοχλημένος, -η, -ο
έχουν ενοχληθεί
είναι ενοχλημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ενοχλήσει
είχα ενοχλημένο
είχαμε ενοχλήσει
είχαμε ενοχλημένο
είχα ενοχληθεί
ήμουν ενοχλημένος, -η
είχαμε ενοχληθεί
ήμαστε ενοχλημένοι, -ες
είχες ενοχλήσει
είχες ενοχλημένο
είχατε ενοχλήσει
είχατε ενοχλημένο
είχες ενοχληθεί
ήσουν ενοχλημένος, -η
είχατε ενοχληθεί
ήσαστε ενοχλημένοι, -ες
είχε ενοχλήσει
είχε ενοχλημένο
είχαν ενοχλήσει
είχαν ενοχλημένο
είχε ενοχληθεί
ήταν ενοχλημένος, -η, -ο
είχαν ενοχληθεί
ήταν ενοχλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ενοχλώθα ενοχλούμεθα ενοχλούμαιθα ενοχλούμαστε
θα ενοχλείςθα ενοχλείτεθα ενοχλείσαιθα ενοχλείστε
θα ενοχλείθα ενοχλούν(ε)θα ενοχλείταιθα ενοχλούνται
Fut
ur
θα ενοχλήσωθα ενοχλήσουμεθα ενοχληθώθα ενοχληθούμε
θα ενοχλήσειςθα ενοχλήσετεθα ενοχληθείςθα ενοχληθείτε
θα ενοχλήσειθα ενοχλήσουν(ε)θα ενοχληθείθα ενοχληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ενοχλήσει
θα έχω ενοχλημένο
θα έχουμε ενοχλήσει
θα έχουμε ενοχλημένο
θα έχω ενοχληθεί
θα είμαι ενοχλημένος, -η
θα έχουμε ενοχληθεί
θα είμαστε ενοχλημένοι, -ες
θα έχεις ενοχλήσει
θα έχεις ενοχλημένο
θα έχετε ενοχλήσει
θα έχετε ενοχλημένο
θα έχεις ενοχληθεί
θα είσαι ενοχλημένος, -η
θα έχετε ενοχληθεί
θα είστε ενοχλημένοι, -η
θα έχει ενοχλήσει
θα έχει ενοχλημένο
θα έχουν ενοχλήσει
θα έχουν ενοχλημένο
θα έχει ενοχληθεί
θα είναι ενοχλημένος, -η, -ο
θα έχουν ενοχληθεί
θα είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ενοχλώνα ενοχλούμενα ενοχλούμαινα ενοχλούμαστε
να ενοχλείςνα ενοχλείτενα ενοχλείσαινα ενοχλείστε
να ενοχλείνα ενοχλούν(ε)να ενοχλείταινα ενοχλούνται
Aoristνα ενοχλήσωνα ενοχλήσουμε, να ενοχλήσομενα ενοχληθώνα ενοχληθούμε
να ενοχλήσειςνα ενοχλήσετενα ενοχληθείςνα ενοχληθείτε
να ενοχλήσεινα ενοχλήσουν(ε)να ενοχληθείνα ενοχληθούν(ε)
Perfνα έχω ενοχλήσει
να έχω ενοχλημένο
να έχουμε ενοχλήσει
να έχουμε ενοχλημένο
να έχω ενοχληθεί
να είμαι ενοχλημένος, -η
να έχουμε ενοχληθεί
να είμαστε ενοχλημένοι, -ες
να έχεις ενοχλήσει
να έχεις ενοχλημένο
να έχετε ενοχλήσει
να έχετε ενοχλημένο
να έχεις ενοχληθεί
να είσαι ενοχλημένος, -η
να έχετε ενοχληθεί
να είστε ενοχλημένοι, -ες
να έχει ενοχλήσει
να έχει ενοχλημένο
να έχουν ενοχλήσει
να έχουν ενοχλημένο
να έχει ενοχληθεί
να είναι ενοχλημένος, -η, -ο
να έχουν ενοχληθεί
να είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενοχλείτεενοχλείστε
Aoristενόχλησεενοχλήστε, ενοχλήσετεενοχλήσουενοχληθείτε
Part
izip
Presενοχλώντας
Perfέχοντας ενοχλήσει, έχοντας ενοχλημένοενοχλημένος, -η, -οενοχλημένοι, -ες, -α
InfinAoristενοχλήσειενοχληθεί















Griechische Definition zu ενοχλώ

ενοχλώ [enoxló] -ούμαι : προκαλώ σε κπ. ένα γενικώς μη ευχάριστο συναίσθημα, του προκαλώ δυσφορία, δυσθυμία, στενοχώρια, απαρέσκεια κτλ.: Kαθόλου δε με ενόχλησε· απεναντίας ένιωσα ευχαρίστηση. Φανερά ενοχλημένος με όλους και με όλα, σηκώθηκε να φύγει. 1. (για πρόσ. και πράξη, συμπεριφορά προσώπου) διαταράσσω την ηρεμία, την ησυχία κάποιου: Kάντε λίγη ησυχία· μας ενοχλείτε. Mε ενοχλεί η ακατάπαυστη φλυαρία της. Kαι με την παρουσία του μόνο με ενοχλεί. Mε ενοχλεί το θράσος του / το υπεροπτικό / το ειρωνικό του βλέμμα. Σας ενοχλεί το κάπνισμα; Δε με ενόχλησε τόσο η άρνησή του, όσο ο τρόπος του. Σας ενοχλεί ν΄ ανοίξω το παράθυρο; || Παρακαλώ, μην ενοχλείστε για μένα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback