bedrängen
 Verb

ενοχλώ Verb
(2)
πιέζω Verb
(2)
DeutschGriechisch
Na ja, offensichtlich hat er wohl etwas Zeit für sich gebraucht. Ich wollte ihn nicht gleich bedrängen.Το κατάλαβα... χρειαζόταν λίγο χρόνο για τον εαυτών του, και δεν ήθελα να τον ενοχλώ με ερωτήσεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will dich nicht bedrängen, während du das verarbeitest.Δεν θέλω να σε ενοχλώ την ώρα της... επεξεργασία σου.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ενοχλώενοχλούμεενοχλούμαιενοχλούμαστε
ενοχλείςενοχλείτεενοχλείσαιενοχλείστε
ενοχλείενοχλούν(ε)ενοχλείταιενοχλούνται
Imper
fekt
ενοχλούσαενοχλούσαμεενοχλούμουνενοχλούμαστε
ενοχλούσεςενοχλούσατε
ενοχλούσεενοχλούσαν(ε)ενοχλούνταν, ενοχλείτοενοχλούνταν, ενοχλούντο
Aoristενόχλησαενοχλήσαμεενοχλήθηκαενοχληθήκαμε
ενόχλησεςενοχλήσατεενοχλήθηκεςενοχληθήκατε
ενόχλησεενόχλησαν, ενοχλήσαν(ε)ενοχλήθηκεενοχλήθηκαν, ενοχληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ενοχλήσει
έχω ενοχλημένο
έχουμε ενοχλήσει
έχουμε ενοχλημένο
έχω ενοχληθεί
είμαι ενοχλημένος, -η
έχουμε ενοχληθεί
είμαστε ενοχλημένοι, -ες
έχεις ενοχλήσει
έχεις ενοχλημένο
έχετε ενοχλήσει
έχετε ενοχλημένο
έχεις ενοχληθεί
είσαι ενοχλημένος, -η
έχετε ενοχληθεί
είστε ενοχλημένοι, -ες
έχει ενοχλήσει
έχει ενοχλημένο
έχουν ενοχλήσει
έχουν ενοχλημένο
έχει ενοχληθεί
είναι ενοχλημένος, -η, -ο
έχουν ενοχληθεί
είναι ενοχλημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ενοχλήσει
είχα ενοχλημένο
είχαμε ενοχλήσει
είχαμε ενοχλημένο
είχα ενοχληθεί
ήμουν ενοχλημένος, -η
είχαμε ενοχληθεί
ήμαστε ενοχλημένοι, -ες
είχες ενοχλήσει
είχες ενοχλημένο
είχατε ενοχλήσει
είχατε ενοχλημένο
είχες ενοχληθεί
ήσουν ενοχλημένος, -η
είχατε ενοχληθεί
ήσαστε ενοχλημένοι, -ες
είχε ενοχλήσει
είχε ενοχλημένο
είχαν ενοχλήσει
είχαν ενοχλημένο
είχε ενοχληθεί
ήταν ενοχλημένος, -η, -ο
είχαν ενοχληθεί
ήταν ενοχλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ενοχλώθα ενοχλούμεθα ενοχλούμαιθα ενοχλούμαστε
θα ενοχλείςθα ενοχλείτεθα ενοχλείσαιθα ενοχλείστε
θα ενοχλείθα ενοχλούν(ε)θα ενοχλείταιθα ενοχλούνται
Fut
ur
θα ενοχλήσωθα ενοχλήσουμεθα ενοχληθώθα ενοχληθούμε
θα ενοχλήσειςθα ενοχλήσετεθα ενοχληθείςθα ενοχληθείτε
θα ενοχλήσειθα ενοχλήσουν(ε)θα ενοχληθείθα ενοχληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ενοχλήσει
θα έχω ενοχλημένο
θα έχουμε ενοχλήσει
θα έχουμε ενοχλημένο
θα έχω ενοχληθεί
θα είμαι ενοχλημένος, -η
θα έχουμε ενοχληθεί
θα είμαστε ενοχλημένοι, -ες
θα έχεις ενοχλήσει
θα έχεις ενοχλημένο
θα έχετε ενοχλήσει
θα έχετε ενοχλημένο
θα έχεις ενοχληθεί
θα είσαι ενοχλημένος, -η
θα έχετε ενοχληθεί
θα είστε ενοχλημένοι, -η
θα έχει ενοχλήσει
θα έχει ενοχλημένο
θα έχουν ενοχλήσει
θα έχουν ενοχλημένο
θα έχει ενοχληθεί
θα είναι ενοχλημένος, -η, -ο
θα έχουν ενοχληθεί
θα είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ενοχλώνα ενοχλούμενα ενοχλούμαινα ενοχλούμαστε
να ενοχλείςνα ενοχλείτενα ενοχλείσαινα ενοχλείστε
να ενοχλείνα ενοχλούν(ε)να ενοχλείταινα ενοχλούνται
Aoristνα ενοχλήσωνα ενοχλήσουμε, να ενοχλήσομενα ενοχληθώνα ενοχληθούμε
να ενοχλήσειςνα ενοχλήσετενα ενοχληθείςνα ενοχληθείτε
να ενοχλήσεινα ενοχλήσουν(ε)να ενοχληθείνα ενοχληθούν(ε)
Perfνα έχω ενοχλήσει
να έχω ενοχλημένο
να έχουμε ενοχλήσει
να έχουμε ενοχλημένο
να έχω ενοχληθεί
να είμαι ενοχλημένος, -η
να έχουμε ενοχληθεί
να είμαστε ενοχλημένοι, -ες
να έχεις ενοχλήσει
να έχεις ενοχλημένο
να έχετε ενοχλήσει
να έχετε ενοχλημένο
να έχεις ενοχληθεί
να είσαι ενοχλημένος, -η
να έχετε ενοχληθεί
να είστε ενοχλημένοι, -ες
να έχει ενοχλήσει
να έχει ενοχλημένο
να έχουν ενοχλήσει
να έχουν ενοχλημένο
να έχει ενοχληθεί
να είναι ενοχλημένος, -η, -ο
να έχουν ενοχληθεί
να είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενοχλείτεενοχλείστε
Aoristενόχλησεενοχλήστε, ενοχλήσετεενοχλήσουενοχληθείτε
Part
izip
Presενοχλώντας
Perfέχοντας ενοχλήσει, έχοντας ενοχλημένοενοχλημένος, -η, -οενοχλημένοι, -ες, -α
InfinAoristενοχλήσειενοχληθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πιέζωπιέζουμε, πιέζομεπιέζομαιπιεζόμαστε
πιέζειςπιέζετεπιέζεσαιπιέζεστε, πιεζόσαστε
πιέζειπιέζουν(ε)πιέζεταιπιέζονται
Imper
fekt
πίεζαπιέζαμεπιεζόμουν(α)πιεζόμαστε, πιεζόμασταν
πίεζεςπιέζατεπιεζόσουν(α)πιεζόσαστε, πιεζόσασταν
πίεζεπίεζαν, πιέζαν(ε)πιεζόταν(ε)πιέζονταν, πιεζόντανε, πιεζόντουσαν
Aoristπίεσαπιέσαμεπιέστηκαπιεστήκαμε
πίεσεςπιέσατεπιέστηκεςπιεστήκατε
πίεσεπίεσαν, πιέσαν(ε)πιέστηκεπιέστηκαν, πιεστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πιέσει
έχω πιεσμένο
έχουμε πιέσει
έχουμε πιεσμένο
έχω πιεστεί
είμαι πιεσμένος, -η
έχουμε πιεστεί
είμαστε πιεσμένοι, -ες
έχεις πιέσει
έχεις πιεσμένο
έχετε πιέσει
έχετε πιεσμένο
έχεις πιεστεί
είσαι πιεσμένος, -η
έχετε πιεστεί
είστε πιεσμένοι, -ες
έχει πιέσει
έχει πιεσμένο
έχουν πιέσει
έχουν πιεσμένο
έχει πιεστεί
είναι πιεσμένος, -η, -ο
έχουν πιεστεί
είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πιέσει
είχα πιεσμένο
είχαμε πιέσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα πιεστεί
ήμουν πιεσμένος, -η
είχαμε πιεστεί
ήμαστε πιεσμένοι, -ες
είχες πιέσει
είχες πιεσμένο
είχατε πιέσει
είχατε πιεσμένο
είχες πιεστεί
ήσουν πιεσμένος, -η
είχατε πιεστεί
ήσαστε πιεσμένοι, -ες
είχε πιέσει
είχε πιεσμένο
είχαν πιέσει
είχαν πιεσμένο
είχε πιεστεί
ήταν πιεσμένος, -η, -ο
είχαν πιεστεί
ήταν πιεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πιέζωθα πιέζουμε, θα πιέζομεθα πιέζομαιθα πιεζόμαστε
θα πιέζειςθα πιέζετεθα πιέζεσαιθα πιέζεστε, θα πιεζόσαστε
θα πιέζειθα πιέζουν(ε)θα πιέζεταιθα πιέζονται
Fut
ur
θα πιέσωθα πιέσουμε, θα πιέζομεθα πιεστώθα πιεστούμε
θα πιέσειςθα πιέσετεθα πιεστείςθα πιεστείτε
θα πιέσειθα πιέσουν(ε)θα πιεστείθα πιεστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πιέσει
θα έχω πιεσμένο
θα έχουμε πιέσει
θα έχουμε πιεσμένο
θα έχω πιεστεί
θα είμαι πιεσμένος, -η
θα έχουμε πιεστεί
θα είμαστε πιεσμένοι, -ες
θα έχεις πιέσει
θα έχεις πιεσμένο
θα έχετε πιέσει
θα έχετε πιεσμένο
θα έχεις πιεστεί
θα είσαι πιεσμένος, -η
θα έχετε πιεστεί
θα είστε πιεσμένοι, -ες
θα έχει πιέσει
θα έχει πιεσμένο
θα έχουν πιέσει
θα έχουν πιεσμένο
θα έχει πιεστεί
θα είναι πιεσμένος, -η, -ο
θα έχουν πιεστεί
θα είναι πιεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πιέζωνα πιέζουμε, να πιέζομενα πιέζομαινα πιεζόμαστε
να πιέζειςνα πιέζετενα πιέζεσαινα πιέζεστε, να πιεζόσαστε
να πιέζεινα πιέζουν(ε)να πιέζεταινα πιέζονται
Aoristνα πιέσωνα πιέσουμε, να πιέσομενα πιεστώνα πιεστούμε
να πιέσειςνα πιέσετενα πιεστείςνα πιεστείτε
να πιέσεινα πιέσουν(ε)να πιεστείνα πιεστούν(ε)
Perfνα έχω πιέσει
να έχω πιεσμένο
να έχουμε πιέσει
να έχουμε πιεσμένο
να έχω πιεστεί
να είμαι πιεσμένος, -η
να έχουμε πιεστεί
να είμαστε πιεσμένοι, -ες
να έχεις πιέσει
να έχεις πιεσμένο
να έχετε πιέσει
να έχετε πιεσμένο
να έχεις πιεστεί
να είσαι πιεσμένος, -η
να έχετε πιεστεί
να είστε πιεσμένοι, -ες
να έχει πιέσει
να έχει πιεσμένο
να έχουν πιέσει
να έχουν πιεσμένο
να έχει πιεστεί
να είναι πιεσμένος, -η, -ο
να έχουν πιεστεί
να είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπίεζεπιέζετεπιέζεστε
Aoristπίεσεπιέστεπιέσουπιεστείτε
Part
izip
Presπιέζονταςπιεζόμενος
Perfέχοντας πιέσει, έχοντας πιεσμένοπιεσμένος, -η, -οπιεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristπιέσειπιεστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback