befallen
 Verb

κυριεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Oft war nur eine einzelne Nonne befallen und plötzlich war das ganze Kloster vom Wahnsinn befallen -Συχνά μία καλόγρια κυριευόταν, και ξαφνικά κατόπιν ολόκληρο το μοναστήρι καταλαμβανόταν από τρέλλα -

Übersetzung nicht bestätigt

Es war, als wäre ich von einer unheilbaren Krankheit befallen.Ένιωθα σαν καμιά άρρωστη που όμως, δεν ήθελε να γίνει καλά.

Übersetzung nicht bestätigt

Euer Majestät, ein großer Kummer hat uns befallen.Μεγαλειότατε, μας έπληξε μεγάλη συμφορά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich fürchte, mich hat eine schreckliche Krankheit befallen, ein schlimmer Fall von Eifersucht.Φοβάμαι ότι υποφέρω από μια φοβερή αρρώστια... μια σοβαρή περίπτωση ζήλιας.

Übersetzung nicht bestätigt

Der ganze Ort schien von schleichender Lähmung befallen zu sein, abgekoppelt vom Rest der Welt, als würde er langsam zerfallen.Όλο το σπίτι, άλλωστε, το έτρωγε, θαρρείς, μια παραλυτική ασθένεια. Ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, γκρεμιζόταν σε αργή κίνηση.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κυριεύωκυριεύουμε, κυριεύομεκυριεύομαικυριευόμαστε
κυριεύειςκυριεύετεκυριεύεσαικυριεύεστε, κυριευόσαστε
κυριεύεικυριεύουν(ε)κυριεύεταικυριεύονται
Imper
fekt
κυρίευακυριεύαμεκυριευόμουν(α)κυριευόμαστε
κυρίευεςκυριεύατεκυριευόσουν(α)κυριευόσαστε
κυρίευεκυρίευαν, κυριεύαν(ε)κυριευόταν(ε)κυριεύονταν
Aoristκυρίευσα, κυρίεψακυριεύσαμε, κυριέψαμεκυριεύτηκα, κυριεύθηκακυριευτήκαμε, κυριευθήκαμε
κυρίευσες, κυρίεψεςκυριεύσατε, κυριέψατεκυριεύτηκες, κυριεύθηκεςκυριευτήκατε, κυριευθήκατε
κυρίευσε, κυρίεψεκυρίευσαν, κυριεύσαν(ε)
κυρίεψαν, κυριέψαν(ε)
κυριεύτηκε, κυριεύθηκεκυριεύτηκαν, κυριευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κυριεύσει
έχω κυριέψει
έχω κυριευμένο
έχουμε κυριεύσει
έχουμε κυριέψει
έχουμε κυριευμένο
έχω κυριευτεί
έχω κυριευθεί
είμαι κυριευμένος, -η
έχουμε κυριευτεί
έχουμε κυριευθεί
είμαστε κυριευμένοι, -ες
έχεις κυριεύσει
έχεις κυριέψει
έχεις κυριευμένο
έχετε κυριεύσει
έχετε κυριέψει
έχετε κυριευμένο
έχεις κυριευτεί
έχεις κυριευθεί
είσαι κυριευμένος, -η
έχετε κυριευτεί
έχετε κυριευθεί
είστε κυριευμένοι, -ες
έχει κυριεύσει
έχει κυριέψει
έχει κυριευμένο
έχουν κυριεύσει
έχουν κυριέψει
έχουν κυριευμένο
έχει κυριευτεί
έχει κυριευθεί
είναι κυριευμένος, -η, -ο
έχουν κυριευτεί
έχουν κυριευθεί
είναι κυριευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κυριεύσει
είχα κυριέψει
είχα κυριευμένο
είχαμε κυριεύσει
είχαμε κυριέψει
είχαμε κυριευμένο
είχα κυριευτεί
είχα κυριευθεί
ήμουν κυριευμένος, -η
είχαμε κυριευτεί
είχαμε κυριευθεί
ήμαστε κυριευμένοι, -ες
είχες κυριεύσει
είχες κυριέψει
είχες κυριευμένο
είχατε κυριεύσει
είχατε κυριέψει
είχατε κυριευμένο
είχες κυριευτεί
είχες κυριευθεί
ήσουν κυριευμένος, -η
είχατε κυριευτεί
είχατε κυριευθεί
ήσαστε κυριευμένοι, -ες
είχε κυριεύσει
είχε κυριέψει
είχε κυριευμένο
είχαν κυριεύσει
είχαν κυριέψει
είχαν κυριευμένο
είχε κυριευτεί
είχε κυριευθεί
ήταν κυριευμένος, -η, -ο
είχαν κυριευτεί
είχαν κυριευθεί
ήταν κυριευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κυριεύωθα κυριεύουμε, θα κυριεύομεθα κυριεύομαιθα κυριευόμαστε
θα κυριεύειςθα κυριεύετεθα κυριεύεσαιθα κυριεύεστε, θα κυριευόσαστε
θα κυριεύειθα κυριεύουν(ε)θα κυριεύεταιθα κυριεύονται
Fut
ur
θα κυριεύσω, θα κυριέψωθα κυριεύσουμε, θα κυριεύσομε
θα κυριέψουμε, θα κυριέψομε
θα κυριευτώ, θα κυριευθώθα κυριευτούμε, θα κυριευθούμε
θα κυριεύσεις, θα κυριέψειςθα κυριεύσετε, θα κυριέψετεθα κυριευτείς, θα κυριευθείςθα κυριευτείτε, θα κυριευθείτε
θα κυριεύσει, θα κυριέψειθα κυριεύσουν(ε), θα κυριέψουν(ε)θα κυριευτεί, θα κυριευθείθα κυριευτούν(ε), θα κυριευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κυριεύσει
θα έχω κυριέψει
θα έχω κυριευμένο
θα έχουμε κυριεύσει
θα έχουμε κυριέψει
θα έχουμε κυριευμένο
θα έχω κυριευτεί
θα έχω κυριευθεί
θα είμαι κυριευμένος, -η
θα έχουμε κυριευτεί
θα έχουμε κυριευθεί
θα είμαστε κυριευμένοι, -ες
θα έχεις κυριεύσει
θα έχεις κυριέψει
θα έχεις κυριευμένο
θα έχετε κυριεύσει
θα έχετε κυριέψει
θα έχετε κυριευμένο
θα έχεις κυριευτεί
θα έχεις κυριευθεί
θα είσαι κυριευμένος, -η
θα έχετε κυριευτεί
θα έχετε κυριευθεί
θα είστε κυριευμένοι, -ες
θα έχει κυριεύσει
θα έχει κυριέψει
θα έχει κυριευμένο
θα έχουν κυριεύσει
θα έχουν κυριέψει
θα έχουν κυριευμένο
θα έχει κυριευτεί
θα έχει κυριευθεί
θα είναι κυριευμένος, -η, -ο
θα έχουν κυριευτεί
θα έχουν κυριευθεί
θα είναι κυριευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κυριεύωνα κυριεύουμε, να κυριεύομενα κυριεύομαινα κυριευόμαστε
να κυριεύειςνα κυριεύετενα κυριεύεσαινα κυριεύεστε, να κυριευόσαστε
να κυριεύεινα κυριεύουν(ε)να κυριεύεταινα κυριεύονται
Aoristνα κυριεύσω, να κυριέψωνα κυριεύσουμε, να κυριεύσομε
να κυριέψουμε, να κυριέψομε
να κυριευτώ, να κυριευθώνα κυριευτούμε, να κυριευθούμε
να κυριεύσεις, να κυριέψειςνα κυριεύσετε, να κυριέψετενα κυριευτείς, να κυριευθείςνα κυριευτείτε, να κυριευθείτε
να κυριεύσει, να κυριέψεινα κυριεύσουν(ε), να κυριέψουν(ε)να κυριευτεί, να κυριευθείνα κυριευτούν(ε), να κυριευθούν(ε)
Perfνα έχω κυριεύσει
να έχω κυριέψει
να έχω κυριευμένο
να έχουμε κυριεύσει
να έχουμε κυριέψει
να έχουμε κυριευμένο
να έχω κυριευτεί
να έχω κυριευθεί
να είμαι κυριευμένος, -η
να έχουμε κυριευτεί
να έχουμε κυριευθεί
να είμαστε κυριευμένοι, -ες
να έχεις κυριεύσει
να έχεις κυριέψει
να έχεις κυριευμένο
να έχετε κυριεύσει
να έχετε κυριέψει
να έχετε κυριευμένο
να έχεις κυριευτεί
να έχεις κυριευθεί
να είσαι κυριευμένος, -η
να έχετε κυριευτεί
να έχετε κυριευθεί
να είστε κυριευμένοι, -ες
να έχει κυριεύσει
να έχει κυριέψει
να έχει κυριευμένο
να έχουν κυριεύσει
να έχουν κυριέψει
να έχουν κυριευμένο
να έχει κυριευτεί
να έχει κυριευθεί
να είναι κυριευμένος, -η, -ο
να έχουν κυριευτεί
να έχουν κυριευθεί
να είναι κυριευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκυρίευεκυριεύετεκυριεύεστε
Aoristκυρίευσε, κυρίεψεκυριεύστε, κυριεύσετε
κυριέψτε, κυριέψετε
κυριεύσουκυριευτείτε, κυριευθείτε
Part
izip
Presκυριεύονταςκυριευόμενος
Perfέχοντας κυριεύσει, έχοντας κυριέψει
έχοντας κυριευμένο
κυριευμένος, -η, -οκυριευμένοι, -ες, -α
InfinAoristκυριεύσει, κυριέψεικυριευτεί, κυριευθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback