erschweren
 Verb

δυσκολεύω Verb
(1)
δυσχεραίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich will Euch Eure Aufgabe nicht ständig erschweren, es ist nur, manchmal muss ich hier einfach raus.Δε μου αρέσει να σου δυσκολεύω τη ζωή. Αλλά μερικές φορές θέλω να βγαίνω έξω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δυσκολεύωδυσκολεύουμε, δυσκολεύομεδυσκολεύομαιδυσκολευόμαστε
δυσκολεύειςδυσκολεύετεδυσκολεύεσαιδυσκολεύεστε, δυσκολευόσαστε
δυσκολεύειδυσκολεύουν(ε)δυσκολεύεταιδυσκολεύονται
Imper
fekt
δυσκόλευαδυσκολεύαμεδυσκολευόμουν(α)δυσκολευόμαστε, δυσκολευόμασταν
δυσκόλευεςδυσκολεύατεδυσκολευόσουν(α)δυσκολευόσαστε, δυσκολευόσασταν
δυσκόλευεδυσκόλευαν, δυσκολεύαν(ε)δυσκολευότανεδυσκολεύονταν, δυσκολευόντανε, δυσκολευόντουσαν
Aoristδυσκόλεψαδυσκολέψαμεδυσκολεύτηκαδυσκολευτήκαμε
δυσκόλεψεςδυσκολέψατεδυσκολεύτηκεςδυσκολευτήκατε
δυσκόλεψεδυσκόλεψαν, δυσκολέψαν(ε)δυσκολεύτηκεδυσκολεύτηκαν, δυσκολευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δυσκολέψειέχουμε δυσκολέψειέχω δυσκολευτείέχουμε δυσκολευτεί
έχεις δυσκολέψειέχετε δυσκολέψειέχεις δυσκολευτείέχετε δυσκολευτεί
έχει δυσκολέψειέχουν δυσκολέψειέχει δυσκολευτείέχουν δυσκολευτεί
Plu
per
fekt
είχα δυσκολέψειείχαμε δυσκολέψειείχα δυσκολευτείείχαμε δυσκολευτεί
είχες δυσκολέψειείχατε δυσκολέψειείχες δυσκολευτείείχατε δυσκολευτεί
είχε δυσκολέψειείχαν δυσκολέψειείχε δυσκολευτείείχαν δυσκολευτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δυσκολεύωθα δυσκολεύουμε, θα δυσκολεύομεθα δυσκολεύομαιθα δυσκολευόμαστε
θα δυσκολεύειςθα δυσκολεύετεθα δυσκολεύεσαιθα δυσκολεύεστε, θα δυσκολευόσαστε
θα δυσκολεύειθα δυσκολεύουν(ε)θα δυσκολεύεταιθα δυσκολεύονται
Fut
ur
θα δυσκολέψωθα δυσκολέψουμε, θα δυσκολέψομεθα δυσκολευτώθα δυσκολευτούμε
θα δυσκολέψειςθα δυσκολέψετεθα δυσκολευτείςθα δυσκολευτείτε
θα δυσκολέψειθα δυσκολέψουν(ε)θα δυσκολευτείθα δυσκολευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δυσκολέψειθα έχουμε δυσκολέψειθα έχω δυσκολευτείθα έχουμε δυσκολευτεί
θα έχεις δυσκολέψειθα έχετε δυσκολέψειθα έχεις δυσκολευτείθα έχετε δυσκολευτεί
θα έχει δυσκολέψειθα έχουν δυσκολέψειθα έχει δυσκολευτείθα έχουν δυσκολευτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δυσκολεύωνα δυσκολεύουμενα δυσκολεύομαινα δυσκολευόμαστε
να δυσκολεύειςνα δυσκολεύετενα δυσκολεύεσαινα δυσκολεύεστε, να δυσκολευόσαστε
να δυσκολεύεινα δυσκολεύουννα δυσκολεύεταινα δυσκολεύονται
Aoristνα δυσκολέψωνα δυσκολέψουμενα δυσκολευτώνα δυσκολευτούμε
να δυσκολέψειςνα δυσκολέψετενα δυσκολευτείςνα δυσκολευτείτε
να δυσκολέψεινα δυσκολέψουννα δυσκολευτείνα δυσκολευτούν(ε)
Perfνα έχω δυσκολέψεινα έχουμε δυσκολέψεινα έχω δυσκολευτείνα έχουμε δυσκολευτεί
να έχεις δυσκολέψεινα έχετε δυσκολέψεινα έχεις δυσκολευτείνα έχετε δυσκολευτεί
να έχει δυσκολέψεινα έχουν δυσκολέψεινα έχει δυσκολευτείνα έχουν δυσκολευτεί
Imper
ativ
Presδυσκόλευεδυσκολεύετεδυσκολεύεστε
Aoristδυσκόλεψεδυσκολέψτε, δυσκολεύτεδυσκολέψουδυσκολευτείτε
Part
izip
Presδυσκολεύοντας
Perfέχοντας δυσκολέψει
InfinAoristδυσκολέψειδυσκολευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback