stören
 Verb

ενοχλώ Verb
(237)
οχλώ Verb
(0)
σκοτίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich bin mir meiner Sache sicher. Darum brauche ich Sie nicht zu stören!Εγώ είμαι σίγουρος για τη δική μου, και γι' αυτό δεν χρειάζεται να σας ενοχλώ!

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
stören
Ähnliche Wörter
störend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ενοχλώενοχλούμεενοχλούμαιενοχλούμαστε
ενοχλείςενοχλείτεενοχλείσαιενοχλείστε
ενοχλείενοχλούν(ε)ενοχλείταιενοχλούνται
Imper
fekt
ενοχλούσαενοχλούσαμεενοχλούμουνενοχλούμαστε
ενοχλούσεςενοχλούσατε
ενοχλούσεενοχλούσαν(ε)ενοχλούνταν, ενοχλείτοενοχλούνταν, ενοχλούντο
Aoristενόχλησαενοχλήσαμεενοχλήθηκαενοχληθήκαμε
ενόχλησεςενοχλήσατεενοχλήθηκεςενοχληθήκατε
ενόχλησεενόχλησαν, ενοχλήσαν(ε)ενοχλήθηκεενοχλήθηκαν, ενοχληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ενοχλήσει
έχω ενοχλημένο
έχουμε ενοχλήσει
έχουμε ενοχλημένο
έχω ενοχληθεί
είμαι ενοχλημένος, -η
έχουμε ενοχληθεί
είμαστε ενοχλημένοι, -ες
έχεις ενοχλήσει
έχεις ενοχλημένο
έχετε ενοχλήσει
έχετε ενοχλημένο
έχεις ενοχληθεί
είσαι ενοχλημένος, -η
έχετε ενοχληθεί
είστε ενοχλημένοι, -ες
έχει ενοχλήσει
έχει ενοχλημένο
έχουν ενοχλήσει
έχουν ενοχλημένο
έχει ενοχληθεί
είναι ενοχλημένος, -η, -ο
έχουν ενοχληθεί
είναι ενοχλημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ενοχλήσει
είχα ενοχλημένο
είχαμε ενοχλήσει
είχαμε ενοχλημένο
είχα ενοχληθεί
ήμουν ενοχλημένος, -η
είχαμε ενοχληθεί
ήμαστε ενοχλημένοι, -ες
είχες ενοχλήσει
είχες ενοχλημένο
είχατε ενοχλήσει
είχατε ενοχλημένο
είχες ενοχληθεί
ήσουν ενοχλημένος, -η
είχατε ενοχληθεί
ήσαστε ενοχλημένοι, -ες
είχε ενοχλήσει
είχε ενοχλημένο
είχαν ενοχλήσει
είχαν ενοχλημένο
είχε ενοχληθεί
ήταν ενοχλημένος, -η, -ο
είχαν ενοχληθεί
ήταν ενοχλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ενοχλώθα ενοχλούμεθα ενοχλούμαιθα ενοχλούμαστε
θα ενοχλείςθα ενοχλείτεθα ενοχλείσαιθα ενοχλείστε
θα ενοχλείθα ενοχλούν(ε)θα ενοχλείταιθα ενοχλούνται
Fut
ur
θα ενοχλήσωθα ενοχλήσουμεθα ενοχληθώθα ενοχληθούμε
θα ενοχλήσειςθα ενοχλήσετεθα ενοχληθείςθα ενοχληθείτε
θα ενοχλήσειθα ενοχλήσουν(ε)θα ενοχληθείθα ενοχληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ενοχλήσει
θα έχω ενοχλημένο
θα έχουμε ενοχλήσει
θα έχουμε ενοχλημένο
θα έχω ενοχληθεί
θα είμαι ενοχλημένος, -η
θα έχουμε ενοχληθεί
θα είμαστε ενοχλημένοι, -ες
θα έχεις ενοχλήσει
θα έχεις ενοχλημένο
θα έχετε ενοχλήσει
θα έχετε ενοχλημένο
θα έχεις ενοχληθεί
θα είσαι ενοχλημένος, -η
θα έχετε ενοχληθεί
θα είστε ενοχλημένοι, -η
θα έχει ενοχλήσει
θα έχει ενοχλημένο
θα έχουν ενοχλήσει
θα έχουν ενοχλημένο
θα έχει ενοχληθεί
θα είναι ενοχλημένος, -η, -ο
θα έχουν ενοχληθεί
θα είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ενοχλώνα ενοχλούμενα ενοχλούμαινα ενοχλούμαστε
να ενοχλείςνα ενοχλείτενα ενοχλείσαινα ενοχλείστε
να ενοχλείνα ενοχλούν(ε)να ενοχλείταινα ενοχλούνται
Aoristνα ενοχλήσωνα ενοχλήσουμε, να ενοχλήσομενα ενοχληθώνα ενοχληθούμε
να ενοχλήσειςνα ενοχλήσετενα ενοχληθείςνα ενοχληθείτε
να ενοχλήσεινα ενοχλήσουν(ε)να ενοχληθείνα ενοχληθούν(ε)
Perfνα έχω ενοχλήσει
να έχω ενοχλημένο
να έχουμε ενοχλήσει
να έχουμε ενοχλημένο
να έχω ενοχληθεί
να είμαι ενοχλημένος, -η
να έχουμε ενοχληθεί
να είμαστε ενοχλημένοι, -ες
να έχεις ενοχλήσει
να έχεις ενοχλημένο
να έχετε ενοχλήσει
να έχετε ενοχλημένο
να έχεις ενοχληθεί
να είσαι ενοχλημένος, -η
να έχετε ενοχληθεί
να είστε ενοχλημένοι, -ες
να έχει ενοχλήσει
να έχει ενοχλημένο
να έχουν ενοχλήσει
να έχουν ενοχλημένο
να έχει ενοχληθεί
να είναι ενοχλημένος, -η, -ο
να έχουν ενοχληθεί
να είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενοχλείτεενοχλείστε
Aoristενόχλησεενοχλήστε, ενοχλήσετεενοχλήσουενοχληθείτε
Part
izip
Presενοχλώντας
Perfέχοντας ενοχλήσει, έχοντας ενοχλημένοενοχλημένος, -η, -οενοχλημένοι, -ες, -α
InfinAoristενοχλήσειενοχληθεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκοτίζωσκοτίζουμε, σκοτίζομεσκοτίζομαισκοτιζόμαστε
σκοτίζειςσκοτίζετεσκοτίζεσαισκοτίζεστε, σκοτιζόσαστε
σκοτίζεισκοτίζουν(ε)σκοτίζεταισκοτίζονται
Imper
fekt
σκότιζασκοτίζαμεσκοτιζόμουν(α)σκοτιζόμαστε, σκοτιζόμασταν
σκότιζεςσκοτίζατεσκοτιζόσουν(α)σκοτιζόσαστε, σκοτιζόσασταν
σκότιζεσκότιζαν, σκοτίζαν(ε)σκοτιζόταν(ε)σκοτίζονταν, σκοτιζόντανε, σκοτιζόντουσαν
Aoristσκότισασκοτίσαμεσκοτίστηκασκοτιστήκαμε
σκότισεςσκοτίσατεσκοτίστηκεςσκοτιστήκατε
σκότισεσκότισαν, σκοτίσαν(ε)σκοτίστηκεσκοτίστηκαν, σκοτιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκοτίσει
έχω σκοτισμένο
έχουμε σκοτίσει
έχουμε σκοτισμένο
έχω σκοτιστεί
είμαι σκοτισμένος, -η
έχουμε σκοτιστεί
είμαστε σκοτισμένοι, -ες
έχεις σκοτίσει
έχεις σκοτισμένο
έχετε σκοτίσει
έχετε σκοτισμένο
έχεις σκοτιστεί
είσαι σκοτισμένος, -η
έχετε σκοτιστεί
είστε σκοτισμένοι, -ες
έχει σκοτίσει
έχει σκοτισμένο
έχουν σκοτίσει
έχουν σκοτισμένο
έχει σκοτιστεί
είναι σκοτισμένος, -η, -ο
έχουν σκοτιστεί
είναι σκοτισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκοτίσει
είχα σκοτισμένο
είχαμε σκοτίσει
είχαμε σκοτισμένο
είχα σκοτιστεί
ήμουν σκοτισμένος, -η
είχαμε σκοτιστεί
ήμαστε σκοτισμένοι, -ες
είχες σκοτίσει
είχες σκοτισμένο
είχατε σκοτίσει
είχατε σκοτισμένο
είχες σκοτιστεί
ήσουν σκοτισμένος, -η
είχατε σκοτιστεί
ήσαστε σκοτισμένοι, -ες
είχε σκοτίσει
είχε σκοτισμένο
είχαν σκοτίσει
είχαν σκοτισμένο
είχε σκοτιστεί
ήταν σκοτισμένος, -η, -ο
είχαν σκοτιστεί
ήταν σκοτισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκοτίζωθα σκοτίζουμε,
θα σκοτίζομε
θα σκοτίζομαιθα σκοτιζόμαστε
θα σκοτίζειςθα σκοτίζετεθα σκοτίζεσαιθα σκοτίζεστε,
θα σκοτιζόσαστε
θα σκοτίζειθα σκοτίζουν(ε)θα σκοτίζεταιθα σκοτίζονται
Fut
ur
θα σκοτίσωθα σκοτίσουμε,
θα σκοτίζομε
θα σκοτιστώθα σκοτιστούμε
θα σκοτίσειςθα σκοτίσετεθα σκοτιστείςθα σκοτιστείτε
θα σκοτίσειθα σκοτίσουν(ε)θα σκοτιστείθα σκοτιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκοτίσει
θα έχω σκοτισμένο
θα έχουμε σκοτίσει
θα έχουμε σκοτισμένο
θα έχω σκοτιστεί
θα είμαι σκοτισμένος, -η
θα έχουμε σκοτιστεί
θα είμαστε σκοτισμένοι, -ες
θα έχεις σκοτίσει
θα έχεις σκοτισμένο
θα έχετε σκοτίσει
θα έχετε σκοτισμένο
θα έχεις σκοτιστεί
θα είσαι σκοτισμένος, -η
θα έχετε σκοτιστεί
θα είστε σκοτισμένοι, -ες
θα έχει σκοτίσει
θα έχει σκοτισμένο
θα έχουν σκοτίσει
θα έχουν σκοτισμένο
θα έχει σκοτιστεί
θα είναι σκοτισμένος, -η, -ο
θα έχουν σκοτιστεί
θα είναι σκοτισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκοτίζωνα σκοτίζουμε,
να σκοτίζομε
να σκοτίζομαινα σκοτιζόμαστε
να σκοτίζειςνα σκοτίζετενα σκοτίζεσαινα σκοτίζεστε,
να σκοτιζόσαστε
να σκοτίζεινα σκοτίζουν(ε)να σκοτίζεταινα σκοτίζονται
Aoristνα σκοτίσωνα σκοτίσουμε,
να σκοτίσομε
να σκοτιστώνα σκοτιστούμε
να σκοτίσειςνα σκοτίσετενα σκοτιστείςνα σκοτιστείτε
να σκοτίσεινα σκοτίσουν(ε)να σκοτιστείνα σκοτιστούν(ε)
Perfνα έχω σκοτίσει
να έχω σκοτισμένο
να έχουμε σκοτίσει
να έχουμε σκοτισμένο
να έχω σκοτιστεί
να είμαι σκοτισμένος, -η
να έχουμε σκοτιστεί
να είμαστε σκοτισμένοι, -ες
να έχεις σκοτίσει
να έχεις σκοτισμένο
να έχετε σκοτίσει
να έχετε σκοτισμένο
να έχεις σκοτιστεί
να είσαι σκοτισμένος, -η
να έχετε σκοτιστεί
να είστε σκοτισμένοι, -ες
να έχει σκοτίσει
να έχει σκοτισμένο
να έχουν σκοτίσει
να έχουν σκοτισμένο
να έχει σκοτιστεί
να είναι σκοτισμένος, -η, -ο
να έχουν σκοτιστεί
να είναι σκοτισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκότιζεσκοτίζετεσκοτίζεστε
Aoristσκότισεσκοτίστεσκοτίσουσκοτιστείτε
Part
izip
Presσκοτίζονταςσκοτιζόμενος
Perfέχοντας σκοτίσει
έχοντας σκοτισμένο
σκοτισμένος, -η, -οσκοτισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκοτίσεισκοτιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback