βεβαιώνω Verb  [veveono, bebaiwnw]

  Verb
(17)
  Verb
(4)
testieren (geh.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu βεβαιώνω

βεβαιώνω altgriechisch βεβαιῶ


GriechischDeutsch
Σας βεβαιώνω πως αυτό θα αλλάξει με τον επόμενο ομιλητή.Ich kann Ihnen versichern, daß sich das mit dem nächsten Beitrag ändert.

Übersetzung bestätigt

Σας βεβαιώνω ότι θα ακούσω με ενδιαφέρον τα θέματα που θα τεθούν κατά τη διάρκεια της συζήτησης και ότι θα τα μεταβιβάσω σε όλους τους συναδέλφους μας.Ich kann Ihnen versichern, dass wir die Dinge, die hier während der Debatte angesprochen werden, mit Interesse verfolgen und an alle unsere Kollegen weiterleiten werden.

Übersetzung bestätigt

Ως καλή γνώστρια των αραβικών, σας βεβαιώνω ότι η μετάφραση είναι σωστή. " κατάσταση είναι σοβαρή.Da ich fließend Arabisch spreche, kann ich Ihnen versichern, dass die Übersetzung korrekt ist. Die Lage ist sehr ernst.

Übersetzung bestätigt

Ως εκ τούτου βεβαιώνω και πάλι όλους τους βουλευτές ότι η Επιτροπή ποτέ δεν υποτιμά τη σημασία του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την υποχρέωσή της να υπενθυμίζει το ζήτημα αυτό στις χώρες με τις οποίες διεξάγονται διαπραγματεύσεις.Ich möchte daher allen Abgeordneten versichern, dass die Kommission niemals die Wichtigkeit der Achtung der Menschenrechte und ihrer Verpflichtung unterschätzt, Länder, mit denen Verhandlungen laufen, an dieses Thema zu erinnern.

Übersetzung bestätigt

Σας ζητώ να μου πείτε εάν αυτό αποτελεί αιτία ανησυχίας και σας βεβαιώνω ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές θα πρέπει να συνεχιστούν και να ολοκληρωθούν με τον πιο θετικό και εποικοδομητικό τρόπο και, με τα ίδια τα λόγια σας τα οποία σημείωσα: »για μια συμφωνία η οποία η οποία θα καλύπτει τις φιλοδοξίες και τα συμφέροντα και των δύο πλευρών» και μια συμφωνία η οποία θα αντικατοπτρίζει την πεποίθηση ότι η Νότια Αφρική αξίζει ειδική μεταχείρηση όσον αφορά αυτό το θέμα.Meine Frage an Sie lautet, ob dies Anlaß zu Besorgnis gibt, und ich kann Ihnen versichern, daß die geführten Verhandlungen fortgesetzt und in einer möglichst positiven und konstruktiven Weise zum Abschluß gebracht werden müssen im Hinblick auf Ihren eigenen Worten, die ich aufgeschrieben habe, zufolge " ein Abkommen, das den Wünschen und Interessen beider Seiten entspricht" ebenso wie dem Standpunkt, daß Südafrika ohne Zweifel dabei besondere Aufmerksamkeit verdient.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu βεβαιώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βεβαιώνωβεβαιώνουμε, βεβαιώνομεβεβαιώνομαιβεβαιωνόμαστε
βεβαιώνειςβεβαιώνετεβεβαιώνεσαιβεβαιώνεστε, βεβαιωνόσαστε
βεβαιώνειβεβαιώνουν(ε)βεβαιώνεταιβεβαιώνονται
Imper
fekt
βεβαίωναβεβαιώναμεβεβαιωνόμουν(α)βεβαιωνόμαστε, βεβαιωνόμασταν
βεβαίωνεςβεβαιώνατεβεβαιωνόσουν(α)βεβαιωνόσαστε, βεβαιωνόσασταν
βεβαίωνεβεβαίωναν, βεβαιώναν(ε)βεβαιωνόταν(ε)βεβαιώνονταν, βεβαιωνόντανε, βεβαιωνόντουσαν
Aoristβεβαίωσαβεβαιώσαμεβεβαιώθηκαβεβαιωθήκαμε
βεβαίωσεςβεβαιώσατεβεβαιώθηκεςβεβαιωθήκατε
βεβαίωσεβεβαίωσαν, βεβαιώσαν(ε)βεβαιώθηκεβεβαιώθηκαν, βεβαιωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βεβαιώσει
έχω βεβαιωμένο
έχουμε βεβαιώσει
έχουμε βεβαιωμένο
έχω βεβαιωθεί
είμαι βεβαιωμένος, -η
έχουμε βεβαιωθεί
είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
έχεις βεβαιώσει
έχεις βεβαιωμένο
έχετε βεβαιώσει
έχετε βεβαιωμένο
έχεις βεβαιωθεί
είσαι βεβαιωμένος, -η
έχετε βεβαιωθεί
είστε βεβαιωμένοι, -ες
έχει βεβαιώσει
έχει βεβαιωμένο
έχουν βεβαιώσει
έχουν βεβαιωμένο
έχει βεβαιωθεί
είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
έχουν βεβαιωθεί
είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βεβαιώσει
είχα βεβαιωμένο
είχαμε βεβαιώσει
είχαμε βεβαιωμένο
είχα βεβαιωθεί
ήμουν βεβαιωμένος, -η
είχαμε βεβαιωθεί
ήμαστε βεβαιωμένοι, -ες
είχες βεβαιώσει
είχες βεβαιωμένο
είχατε βεβαιώσει
είχατε βεβαιωμένο
είχες βεβαιωθεί
ήσουν βεβαιωμένος, -η
είχατε βεβαιωθεί
ήσαστε βεβαιωμένοι, -ες
είχε βεβαιώσει
είχε βεβαιωμένο
είχαν βεβαιώσει
είχαν βεβαιωμένο
είχε βεβαιωθεί
ήταν βεβαιωμένος, -η, -ο
είχαν βεβαιωθεί
ήταν βεβαιωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βεβαιώνωθα βεβαιώνουμε, θα βεβαιώνομεθα βεβαιώνομαιθα βεβαιωνόμαστε
θα βεβαιώνειςθα βεβαιώνετεθα βεβαιώνεσαιθα βεβαιώνεστε, θα βεβαιωνόσαστε
θα βεβαιώνειθα βεβαιώνουν(ε)θα βεβαιώνεταιθα βεβαιώνονται
Fut
ur
θα βεβαιώσωθα βεβαιώσουμε, θα βεβαιώσομεθα βεβαιωθώθα βεβαιωθούμε
θα βεβαιώσειςθα βεβαιώσετεθα βεβαιωθείςθα βεβαιωθείτε
θα βεβαιώσειθα βεβαιώσουνθα βεβαιωθείθα βεβαιωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βεβαιώσει
θα έχω βεβαιωμένο
θα έχουμε βεβαιώσει
θα έχουμε βεβαιωμένο
θα έχω βεβαιωθεί
θα είμαι βεβαιωμένος, -η
θα έχουμε βεβαιωθεί
θα είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
θα έχεις βεβαιώσει
θα έχεις βεβαιωμένο
θα έχετε βεβαιώσει
θα έχετε βεβαιωμένο
θα έχεις βεβαιωθεί
θα είσαι βεβαιωμένος, -η
θα έχετε βεβαιωθεί
θα είστε βεβαιωμένοι, -ες
θα έχει βεβαιώσει
θα έχει βεβαιωμένο
θα έχουν βεβαιώσει
θα έχουν βεβαιωμένο
θα έχει βεβαιωθεί
θα είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
θα έχουν βεβαιωθεί
θα είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βεβαιώνωνα βεβαιώνουμε, να βεβαιώνομενα βεβαιώνομαινα βεβαιωνόμαστε
να βεβαιώνειςνα βεβαιώνετενα βεβαιώνεσαινα βεβαιώνεστε, να βεβαιωνόσαστε
να βεβαιώνεινα βεβαιώνουν(ε)να βεβαιώνεταινα βεβαιώνονται
Aoristνα βεβαιώσωνα βεβαιώσουμε, να βεβαιώσομενα βεβαιωθώνα βεβαιωθούμε
να βεβαιώσειςνα βεβαιώσετενα βεβαιωθείςνα βεβαιωθείτε
να βεβαιώσεινα βεβαιώσουν(ε)να βεβαιωθείνα βεβαιωθούν(ε)
Perfνα έχω βεβαιώσει
να έχω βεβαιωμένο
να έχουμε βεβαιώσει
να έχουμε βεβαιωμένο
να έχω βεβαιωθεί
να είμαι βεβαιωμένος, -η
να έχουμε βεβαιωθεί
να είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
να έχεις βεβαιώσει
να έχεις βεβαιωμένο
να έχετε βεβαιώσει
να έχετε βεβαιωμένο
να έχεις βεβαιωθεί
να είσαι βεβαιωμένος, -η
να έχετε βεβαιωθεί
να είστε βεβαιωμένοι, -ες
να έχει βεβαιώσει
να έχει βεβαιωμένο
να έχουν βεβαιώσει
να έχουν βεβαιωμένο
να έχει βεβαιωθεί
να είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
να έχουν βεβαιωθεί
να είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβεβαίωνεβεβαιώνετεβεβαιώνεστε
Aoristβεβαίωσεβεβαιώστε, βεβαιώσετεβεβαιώσουβεβαιωθείτε
Part
izip
Presβεβαιώνοντας
Perfέχοντας βεβαιώσει, έχοντας βεβαιωμένοβεβαιωμένος, -η, -οβεβαιωμένοι, -ες, -α
InfinAoristβεβαιώσειβεβαιωθεί













Griechische Definition zu βεβαιώνω

βεβαιώνω [veveóno] -ομαι : 1α. διαβεβαιώνω κπ. για κτ.: Θέλω να σας βεβαιώσω για την ειλικρίνεια των αισθημάτων μου. Σε βεβαιώνω πως αυτή είναι η αλήθεια. β. επιβεβαιώνω κτ.: Ο μάρτυρας βεβαίωσε τις καταγγελίες. γ. πιστοποιώ κτ.: Ο γιατρός βεβαίωσε το θάνατο του ασθενή. δ. καθιστώ κτ. βέβαιο: Aυτό δεν μπορώ να το βεβαιώσω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback