βεβαιώνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
deren Forschungsund Entwicklungskosten in mindestens einem der drei Jahre vor Gewährung der Beihilfe mindestens 10 % ihrer gesamten Betriebsausgaben ausmachen; im Falle eines neugegründeten Unternehmens ohne abgeschlossenes Geschäftsjahr ist dies im Rahmen des Audits des laufenden Geschäftsjahres von einem externen Rechnungsprüfer zu testieren; | «φυσικό πρόσωπο»: για τους σκοπούς των άρθρων 21 και 23, κάθε πρόσωπο εκτός νομικής οντότητας που δεν αποτελεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης· Übersetzung bestätigt |
Bei Sachleistungen wird der Marktwert zugrunde gelegt, der von einem unabhängigen qualifizierten Sachverständigen oder einer ordnungsgemäß zugelassenen amtlichen Stelle zu testieren ist. | οι δικαιούχοι ασκούν την παραγωγική δραστηριότητά τους στις περιοχές αυτές· Übersetzung bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | testiere | ||
du | testierst | |||
er, sie, es | testiert | |||
Präteritum | ich | testierte | ||
Konjunktiv II | ich | testierte | ||
Imperativ | Singular | testier! testiere! | ||
Plural | testiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
testiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:testieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βεβαιώνω | βεβαιώνουμε, βεβαιώνομε | βεβαιώνομαι | βεβαιωνόμαστε |
βεβαιώνεις | βεβαιώνετε | βεβαιώνεσαι | βεβαιώνεστε, βεβαιωνόσαστε | ||
βεβαιώνει | βεβαιώνουν(ε) | βεβαιώνεται | βεβαιώνονται | ||
Imper fekt | βεβαίωνα | βεβαιώναμε | βεβαιωνόμουν(α) | βεβαιωνόμαστε, βεβαιωνόμασταν | |
βεβαίωνες | βεβαιώνατε | βεβαιωνόσουν(α) | βεβαιωνόσαστε, βεβαιωνόσασταν | ||
βεβαίωνε | βεβαίωναν, βεβαιώναν(ε) | βεβαιωνόταν(ε) | βεβαιώνονταν, βεβαιωνόντανε, βεβαιωνόντουσαν | ||
Aorist | βεβαίωσα | βεβαιώσαμε | βεβαιώθηκα | βεβαιωθήκαμε | |
βεβαίωσες | βεβαιώσατε | βεβαιώθηκες | βεβαιωθήκατε | ||
βεβαίωσε | βεβαίωσαν, βεβαιώσαν(ε) | βεβαιώθηκε | βεβαιώθηκαν, βεβαιωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα βεβαιώνω | θα βεβαιώνουμε, | θα βεβαιώνομαι | θα βεβαιωνόμαστε | |
θα βεβαιώνεις | θα βεβαιώνετε | θα βεβαιώνεσαι | θα βεβαιώνεστε, | ||
θα βεβαιώνει | θα βεβαιώνουν(ε) | θα βεβαιώνεται | θα βεβαιώνονται | ||
Fut ur | θα βεβαιώσω | θα βεβαιώσουμε, | θα βεβαιωθώ | θα βεβαιωθούμε | |
θα βεβαιώσεις | θα βεβαιώσετε | θα βεβαιωθείς | θα βεβαιωθείτε | ||
θα βεβαιώσει | θα βεβαιώσουν | θα βεβαιωθεί | θα βεβαιωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βεβαιώνω | να βεβαιώνουμε, | να βεβαιώνομαι | να βεβαιωνόμαστε |
να βεβαιώνεις | να βεβαιώνετε | να βεβαιώνεσαι | να βεβαιώνεστε, | ||
να βεβαιώνει | να βεβαιώνουν(ε) | να βεβαιώνεται | να βεβαιώνονται | ||
Aorist | να βεβαιώσω | να βεβαιώσουμε, | να βεβαιωθώ | να βεβαιωθούμε | |
να βεβαιώσεις | να βεβαιώσετε | να βεβαιωθείς | να βεβαιωθείτε | ||
να βεβαιώσει | να βεβαιώσουν(ε) | να βεβαιωθεί | να βεβαιωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις βεβαιώσει να έχεις βεβαιωμένο | να έχετε βεβαιώσει να έχετε βεβαιωμένο | να έχεις βεβαιωθεί να είσαι βεβαιωμένος, -η | να έχετε βεβαιωθεί να είστε βεβαιωμένοι, -ες | ||
να έχει βεβαιώσει να έχει βεβαιωμένο | να έχουν βεβαιώσει να έχουν βεβαιωμένο | να έχει βεβαιωθεί | να έχουν βεβαιωθεί | ||
Imper ativ | Pres | βεβαίωνε | βεβαιώνετε | βεβαιώνεστε | |
Aorist | βεβαίωσε | βεβαιώστε, βεβαιώσετε | βεβαιώσου | βεβαιωθείτε | |
Part izip | Pres | βεβαιώνοντας | |||
Perf | έχοντας βεβαιώσει, | βεβαιωμένος, -η, -ο | βεβαιωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βεβαιώσει | βεβαιωθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.