Griechisch | Deutsch |
---|---|
Επ’αυτού έχω δημοσιεύσει ξεχωριστό ανακοινωθέν Τύπου, οπότε εδώ θα αναφέρω απλώς τα τρία θέματα που συζητήσαμε. | Da ich hierzu eine gesonderte Presseerklärung abgegeben habe, möchte ich nur die drei erörterten Punkte erwähnen. Übersetzung bestätigt |
Υπάρχουν επίσης και άλλοι τρόποι διμερούς ενίσχυσης των μεταρρυθμίσεων, εκ των οποίων θα επιθυμούσα να αναφέρω ιδίως τρεις: | Es gibt andere Wege, die Reform bilateral zu unterstützen, und ich möchte insbesondere drei erwähnen: Übersetzung bestätigt |
Θα ήθελα αρχικά να αναφέρω την ΕΤΕ, η οποία μπορεί να κινητοποιηθεί ικανοποιητικότερα προκειμένου να υποστηρίξει τις ΜΜΕ και τις βασικές υποδομές μέσω της αύξησης του κεφαλαίου της και της ενδυνάμωσης των υφιστάμενων κοινών μέσων (Μηχανισμός χρηματοδότησης με επιμερισμό των κινδύνων, Δανειακή εγγύηση για τις μεταφορές). | Ich möchte zuerst die EIB erwähnen, die durch eine Aufstockung ihres Kapitals und eine Stärkung der bestehenden gemeinsamen Instrumente (Finanzierungsfazilität mit Risikoteilung, Kreditgarantie für das Verkehrswesen) problemloser zur Unterstützung von KMU und Schlüsselinfrastrukturen herangezogen werden könnte. Übersetzung bestätigt |
Θα πρέπει επίσης να αναφέρω τη μεταρρύθμιση της κοινής μας αγροτικής πολιτικής, που ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα ως επιστέγασμα του εξαμήνου αυτού. | Zu erwähnen ist aber auch die Reform unserer gemeinsamen Agrarpolitik, wo die in der vergangenen Woche erzielte Vereinbarung ein besonderer Akzent dieser sechs Monate war. Übersetzung bestätigt |
Θα αναφέρω και πάλι μερικά μόνο από τα σημεία: Ρυθμίσεις για ενισχυμένη συνεργασία με αυτά τα 20 ή 25 κράτη μέλη, ένταξη της πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα στο κοινοτικό πλαίσιο, ενσωμάτωση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στη νέα Συνθήκη, συνταγματοποίηση της Ένωσης μέσω του χωρισμού των Συνθηκών σε δύο τμήματα, όπου το ένα τμήμα θα έχει θεμελιώδη χαρακτήρα, μεταρρύθμιση του άρθρου 48, προκειμένου να διασφαλισθεί μελλοντικά η πραγματικά ισότιμη συμμετοχή του Κοινοβουλίου σε διαπραγματεύσεις αναθεώρησης των Συνθηκών. | Ich will nur einige Punkte noch einmal erwähnen: Vorschriften für eine verstärkte Zusammenarbeit mit diesen 20 und 25 Mitgliedsländern, die Integration der Sicherheitsund Verteidigungspolitik in den Gemeinschaftsrahmen, die Aufnahme der Charta der Bürgerrechte in den neuen Vertrag, eine Konstitutionalisierung der Union durch eine Zweiteilung der Verträge in einen fundamentalen Teil und in einen zweiten Teil, die Reform des Artikels 48, so daß das Parlament bei künftigen Vertragsänderungen auch tatsächlich und gleichberechtigt an solchen Verhandlungen beteiligt wird, und was ich auch erwähnen will ein Statut für europäische Parteien, damit die nächste Europawahl wirklich mit europäischen Themen bestritten wird und keine nationale innenpolitische Auseinandersetzung ist. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναφέρω | αναφέρουμε, αναφέρομε | αναφέρομαι | αναφερόμαστε |
αναφέρεις | αναφέρετε | αναφέρεσαι | αναφέρεστε, αναφερόσαστε | ||
αναφέρει | αναφέρουν(ε) | αναφέρεται | αναφέρονται | ||
Imper fekt | ανέφερα, ανάφερα | αναφέραμε | αναφερόμουν(α) | αναφερόμαστε, αναφερόμασταν | |
ανέφερες, ανάφερες | αναφέρατε | αναφερόσουν(α) | αναφερόσαστε, αναφερόσασταν | ||
ανέφερε, ανάφερε | ανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε) | αναφερόταν(ε) | αναφέρονταν, αναφερόντανε, αναφερόντουσαν | ||
Aorist | ανέφερα, ανάφερα | αναφέραμε | αναφέρθηκα | αναφερθήκαμε | |
ανέφερες, ανάφερες | αναφέρατε | αναφέρθηκες | αναφερθήκατε | ||
ανέφερε, ανάφερε | ανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε) | αναφέρθηκε | αναφέρθηκαν, αναφερθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναφέρει | έχουμε αναφέρει | έχω αναφερθεί | έχουμε αναφερθεί | |
έχεις αναφέρει | έχετε αναφέρει | έχεις αναφερθεί | έχετε αναφερθεί | ||
έχει αναφέρει | έχουν αναφέρει | έχει αναφερθεί | έχουν αναφερθεί | ||
Plu per fekt | είχα αναφέρει | είχαμε αναφέρει | είχα αναφερθεί | είχαμε αναφερθεί | |
είχες αναφέρει | είχατε αναφέρει | είχες αναφερθεί | είχατε αναφερθεί | ||
είχε αναφέρει | είχαν αναφέρει | είχε αναφερθεί | είχαν αναφερθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναφέρω | θα αναφέρουμε, θα αναφέρομε | θα αναφέρομαι | θα αναφερόμαστε | |
θα αναφέρεις | θα αναφέρετε | θα αναφέρεσαι | θα αναφέρεστε, θα αναφερόσαστε | ||
θα αναφέρει | θα αναφέρουν(ε) | θα αναφέρεται | θα αναφέρονται | ||
Fut ur | θα αναφέρω | θα αναφέρουμε, θα αναφέρομε | θα αναφερθώ | θα αναφερθούμε | |
θα αναφέρεις | θα αναφέρετε | θα αναφερθείς | θα αναφερθείτε | ||
θα αναφέρει | θα αναφέρουν(ε) | θα αναφερθεί | θα αναφερθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναφέρει | θα έχουμε αναφέρει | θα έχω αναφερθεί | θα έχουμε αναφερθεί | |
θα έχεις αναφέρει | θα έχετε αναφέρει | θα έχεις αναφερθεί | θα έχετε αναφερθεί | ||
θα έχει αναφέρει | θα έχουν αναφέρει | θα έχει αναφερθεί | θα έχουν αναφερθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναφέρω | να αναφέρουμε, να αναφέρομε | να αναφέρομαι | να αναφερόμαστε |
να αναφέρεις | να αναφέρετε | να αναφέρεσαι | να αναφέρεστε, να αναφερόσαστε | ||
να αναφέρει | να αναφέρουν(ε) | να αναφέρεται | να αναφέρονται | ||
Aorist | να αναφέρω | να αναφέρουμε, να αναφέρομε | να αναφερθώ | να αναφερθούμε | |
να αναφέρεις | να αναφέρετε | να αναφερθείς | να αναφερθείτε | ||
να αναφέρει | να αναφέρουν(ε) | να αναφερθεί | να αναφερθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναφέρει | να έχουμε αναφέρει | να έχω αναφερθεί | να έχουμε αναφερθεί | |
να έχεις αναφέρει | να έχετε αναφέρει | να έχεις αναφερθεί | να έχετε αναφερθεί | ||
να έχει αναφέρει | να έχουν αναφέρει | να έχει αναφερθεί | να έχουν αναφερθεί | ||
Imper ativ | Pres | αναφέρε | αναφέρετε | αναφέρεστε | |
Aorist | ανάφερε | αναφέρετε, αναφέρτε | αναφέρου | αναφερθείτε | |
Part izip | Pres | αναφέροντας | |||
Perf | έχοντας αναφέρει | ||||
Infin | Aorist | αναφέρει | αναφερθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erwähne | ||
du | erwähnst | |||
er, sie, es | erwähnt | |||
Präteritum | ich | erwähnte | ||
Konjunktiv II | ich | erwähnte | ||
Imperativ | Singular | erwähne! | ||
Plural | erwähnt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erwähnt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erwähnen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | melde | ||
du | meldest | |||
er, sie, es | meldet | |||
Präteritum | ich | meldete | ||
Konjunktiv II | ich | meldete | ||
Imperativ | Singular | melde! | ||
Plural | meldet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gemeldet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:melden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | berichte | ||
du | berichtest | |||
er, sie, es | berichtet | |||
Präteritum | ich | berichtete | ||
Konjunktiv II | ich | berichtete | ||
Imperativ | Singular | berichte! | ||
Plural | berichtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
berichtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:berichten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | führe auf | ||
du | führst auf | |||
er, sie, es | führt auf | |||
Präteritum | ich | führte auf | ||
Konjunktiv II | ich | führte auf | ||
Imperativ | Singular | führ auf! führe auf! | ||
Plural | führt auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgeführt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufführen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gebe an | ||
du | gibst an | |||
er, sie, es | gibt an | |||
Präteritum | ich | gab an | ||
Konjunktiv II | ich | gäbe an | ||
Imperativ | Singular | gib an! | ||
Plural | gebt an! gebet an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angegeben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:angeben |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | deute an | ||
du | deutest an | |||
er, sie, es | deutet an | |||
Präteritum | ich | deutete an | ||
Konjunktiv II | ich | deutete an | ||
Imperativ | Singular | deute an! | ||
Plural | deutet an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angedeutet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:andeuten |
αναφέρω [anaféro] -ομαι Ρ αόρ. ανέφερα και ανάφερα, απαρέμφ. αναφέρει, παθ. αόρ. αναφέρθηκα, απαρέμφ. αναφερθεί : 1α.κάνω λόγο για κπ. ή για κτ.: Mην αναφέρεις το όνομα του Θεού για ασήμαντα πράγματα. Δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά το όνομά σου στη συνέλευση. Ο υπουργός αναφέρθηκε στο θέμα των νέων φόρων. Bιβλίο που αναφέρεται στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας αναφέρεται στη μάστιγα των ναρκωτικών. || υπονοώ, εννοώ κπ. ή κτ.: Δεν αναφερόμουν σ΄ εσένα, όταν μιλούσα για κλέφτες. β. περιγράφω κτ. συνήθ. σύντομα: Θα σου αναφέρω ένα γεγονός / ένα περιστατικό. γ. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ.: Πες τα όλα χωρίς να αναφέρεις ονόματα. Δεν αναφέρθηκε ούτε ένα τροχαίο ατύχημα. || ανακοινώνω κτ. με επίσημη αναφορά σε ανώτερο: Εγώ οφείλω να αναφέρω το περιστατικό στο υπουργείο. Έχω / λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι Aναφέρετέ μου κάθε ύποπτη κίνηση. || Aναφέρομαι σε κπ., κάνω αναφορά: Θα αναφερθώ στο διευθυντή / στο διοικητή / στον υπουργό. || (στρατ.) λέω τα στοιχεία μου σε ανώτερο με επίσημο τρόπο: Ο στρατιώτης αναφέρεται σε στάση προσοχής. δ. καταγγέλλω κπ. για αξιόποινη ή όχι σωστή πράξη: Θα σε αναφέρω στο γυμνασιάρχη / διοικητή σου γι΄ αυτό που έκανες. || (στρατ.): Mε ανέφερε, γιατί άργησα να επιστρέψω από την έξοδό μου. ε. υπολογίζω κπ. ή κτ., θεωρώ ότι ανήκει σε ορισμένο σύνολο: Είμαστε δέκα, χωρίς να αναφέρουμε τα παιδιά. Aυτό δεν αναφέρεται στα καθήκοντά μου. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.