αναφέρω Verb (370) |
αγγέλλω Verb (0) |
ανακοινώνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Gleich vorab gebe ich Ihnen mit auf den Weg, daß ich mich hier wieder zu Wort melden werde, wenn Sie eine Richtlinie über den Film vorlegen. | Σας αναφέρω, ήδη εκ των προτέρων, ότι εγώ θα βρίσκομαι στην ίδια θέση σε περίπτωση που υποβληθεί οδηγία για τις κινηματογραφικές ταινίες. Übersetzung bestätigt |
Herr Präsident, es tut mir leid, daß ich nicht die Gelegenheit hatte, mich noch vor Frau Theatos Beitrag zu Wort zu melden, denn ich bin doch ziemlich besorgt wegen des Umstands, daß ein Korrigendum zu dem Bericht des Ausschusses für Haushaltskontrolle veröffentlicht wurde. | Κύριε Πρόεδρε, ανησυχώ και λυπάμαι που δε μου δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρω, πριν μιλήσει η κ. Theato, ότι υπάρχει ένα παρόραμα στην έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού που έχει δημοσιευθεί. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
ansagen |
verkünden |
ankündigen |
melden |
bekanntgeben |
künden |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | melde | ||
du | meldest | |||
er, sie, es | meldet | |||
Präteritum | ich | meldete | ||
Konjunktiv II | ich | meldete | ||
Imperativ | Singular | melde! | ||
Plural | meldet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gemeldet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:melden |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναφέρω | αναφέρουμε, αναφέρομε | αναφέρομαι | αναφερόμαστε |
αναφέρεις | αναφέρετε | αναφέρεσαι | αναφέρεστε, αναφερόσαστε | ||
αναφέρει | αναφέρουν(ε) | αναφέρεται | αναφέρονται | ||
Imper fekt | ανέφερα, ανάφερα | αναφέραμε | αναφερόμουν(α) | αναφερόμαστε, αναφερόμασταν | |
ανέφερες, ανάφερες | αναφέρατε | αναφερόσουν(α) | αναφερόσαστε, αναφερόσασταν | ||
ανέφερε, ανάφερε | ανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε) | αναφερόταν(ε) | αναφέρονταν, αναφερόντανε, αναφερόντουσαν | ||
Aorist | ανέφερα, ανάφερα | αναφέραμε | αναφέρθηκα | αναφερθήκαμε | |
ανέφερες, ανάφερες | αναφέρατε | αναφέρθηκες | αναφερθήκατε | ||
ανέφερε, ανάφερε | ανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε) | αναφέρθηκε | αναφέρθηκαν, αναφερθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναφέρει | έχουμε αναφέρει | έχω αναφερθεί | έχουμε αναφερθεί | |
έχεις αναφέρει | έχετε αναφέρει | έχεις αναφερθεί | έχετε αναφερθεί | ||
έχει αναφέρει | έχουν αναφέρει | έχει αναφερθεί | έχουν αναφερθεί | ||
Plu per fekt | είχα αναφέρει | είχαμε αναφέρει | είχα αναφερθεί | είχαμε αναφερθεί | |
είχες αναφέρει | είχατε αναφέρει | είχες αναφερθεί | είχατε αναφερθεί | ||
είχε αναφέρει | είχαν αναφέρει | είχε αναφερθεί | είχαν αναφερθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναφέρω | θα αναφέρουμε, θα αναφέρομε | θα αναφέρομαι | θα αναφερόμαστε | |
θα αναφέρεις | θα αναφέρετε | θα αναφέρεσαι | θα αναφέρεστε, θα αναφερόσαστε | ||
θα αναφέρει | θα αναφέρουν(ε) | θα αναφέρεται | θα αναφέρονται | ||
Fut ur | θα αναφέρω | θα αναφέρουμε, θα αναφέρομε | θα αναφερθώ | θα αναφερθούμε | |
θα αναφέρεις | θα αναφέρετε | θα αναφερθείς | θα αναφερθείτε | ||
θα αναφέρει | θα αναφέρουν(ε) | θα αναφερθεί | θα αναφερθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναφέρει | θα έχουμε αναφέρει | θα έχω αναφερθεί | θα έχουμε αναφερθεί | |
θα έχεις αναφέρει | θα έχετε αναφέρει | θα έχεις αναφερθεί | θα έχετε αναφερθεί | ||
θα έχει αναφέρει | θα έχουν αναφέρει | θα έχει αναφερθεί | θα έχουν αναφερθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναφέρω | να αναφέρουμε, να αναφέρομε | να αναφέρομαι | να αναφερόμαστε |
να αναφέρεις | να αναφέρετε | να αναφέρεσαι | να αναφέρεστε, να αναφερόσαστε | ||
να αναφέρει | να αναφέρουν(ε) | να αναφέρεται | να αναφέρονται | ||
Aorist | να αναφέρω | να αναφέρουμε, να αναφέρομε | να αναφερθώ | να αναφερθούμε | |
να αναφέρεις | να αναφέρετε | να αναφερθείς | να αναφερθείτε | ||
να αναφέρει | να αναφέρουν(ε) | να αναφερθεί | να αναφερθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναφέρει | να έχουμε αναφέρει | να έχω αναφερθεί | να έχουμε αναφερθεί | |
να έχεις αναφέρει | να έχετε αναφέρει | να έχεις αναφερθεί | να έχετε αναφερθεί | ||
να έχει αναφέρει | να έχουν αναφέρει | να έχει αναφερθεί | να έχουν αναφερθεί | ||
Imper ativ | Pres | αναφέρε | αναφέρετε | αναφέρεστε | |
Aorist | ανάφερε | αναφέρετε, αναφέρτε | αναφέρου | αναφερθείτε | |
Part izip | Pres | αναφέροντας | |||
Perf | έχοντας αναφέρει | ||||
Infin | Aorist | αναφέρει | αναφερθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακοινώνω | ανακοινώνουμε, ανακοινώνομε | ανακοινώνομαι | ανακοινωνόμαστε |
ανακοινώνεις | ανακοινώνετε | ανακοινώνεσαι | ανακοινώνεστε, ανακοινωνόσαστε | ||
ανακοινώνει | ανακοινώνουν(ε) | ανακοινώνεται | ανακοινώνονται | ||
Imper fekt | ανακοίνωνα | ανακοινώναμε | ανακοινωνόμουν(α) | ανακοινωνόμαστε, ανακοινωνόμασταν | |
ανακοίνωνες | ανακοινώνατε | ανακοινωνόσουν(α) | ανακοινωνόσαστε, ανακοινωνόσασταν | ||
ανακοίνωνε | ανακοίνωναν, ανακοινώναν(ε) | ανακοινωνόταν(ε) | ανακοινώνονταν, ανακοινωνόντανε, ανακοινωνόντουσαν | ||
Aorist | ανακοίνωσα | ανακοινώσαμε | ανακοινώθηκα | ανακοινωθήκαμε | |
ανακοίνωσες | ανακοινώσατε | ανακοινώθηκες | ανακοινωθήκατε | ||
ανακοίνωσε | ανακοίνωσαν, ανακοινώσαν(ε) | ανακοινώθηκε | ανακοινώθηκαν, ανακοινωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακοινώσει έχω ανακοινωμένο | έχουμε ανακοινώσει έχουμε ανακοινωμένο | έχω ανακοινωθεί είμαι ανακοινωμένος, -η | έχουμε ανακοινωθεί είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
έχεις ανακοινώσει έχεις ανακοινωμένο | έχετε ανακοινώσει έχετε ανακοινωμένο | έχεις ανακοινωθεί είσαι ανακοινωμένος, -η | έχετε ανακοινωθεί είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
έχει ανακοινώσει έχει ανακοινωμένο | έχουν ανακοινώσει έχουν ανακοινωμένο | έχει ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | έχουν ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακοινώσει είχα ανακοινωμένο | είχαμε ανακοινώσει είχαμε ανακοινωμένο | είχα ανακοινωθεί ήμουν ανακοινωμένος, -η | είχαμε ανακοινωθεί ήμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
είχες ανακοινώσει είχες ανακοινωμένο | είχατε ανακοινώσει είχατε ανακοινωμένο | είχες ανακοινωθεί ήσουν ανακοινωμένος, -η | είχατε ανακοινωθεί ήσαστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
είχε ανακοινώσει είχε ανακοινωμένο | είχαν ανακοινώσει είχαν ανακοινωμένο | είχε ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένος, -η, -ο | είχαν ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακοινώνω | θα ανακοινώνουμε, θα ανακοινώνομε | θα ανακοινώνομαι | θα ανακοινωνόμαστε | |
θα ανακοινώνεις | θα ανακοινώνετε | θα ανακοινώνεσαι | θα ανακοινώνεστε, θα ανακοινωνόσαστε | ||
θα ανακοινώνει | θα ανακοινώνουν(ε) | θα ανακοινώνεται | θα ανακοινώνονται | ||
Fut ur | θα ανακοινώσω | θα ανακοινώσουμε, θα ανακοινώσομε | θα ανακοινωθώ | θα ανακοινωθούμε | |
θα ανακοινώσεις | θα ανακοινώσετε | θα ανακοινωθείς | θα ανακοινωθείτε | ||
θα ανακοινώσει | θα ανακοινώσουν | θα ανακοινωθεί | θα ανακοινωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακοινώσει θα έχω ανακοινωμένο | θα έχουμε ανακοινώσει θα έχουμε ανακοινωμένο | θα έχω ανακοινωθεί θα είμαι ανακοινωμένος, -η | θα έχουμε ανακοινωθεί θα είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακοινώσει θα έχεις ανακοινωμένο | θα έχετε ανακοινώσει θα έχετε ανακοινωμένο | θα έχεις ανακοινωθεί θα είσαι ανακοινωμένος, -η | θα έχετε ανακοινωθεί θα είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακοινώσει θα έχει ανακοινωμένο | θα έχουν ανακοινώσει θα έχουν ανακοινωμένο | θα έχει ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακοινώνω | να ανακοινώνουμε, να ανακοινώνομε | να ανακοινώνομαι | να ανακοινωνόμαστε |
να ανακοινώνεις | να ανακοινώνετε | να ανακοινώνεσαι | να ανακοινώνεστε, να ανακοινωνόσαστε | ||
να ανακοινώνει | να ανακοινώνουν(ε) | να ανακοινώνεται | να ανακοινώνονται | ||
Aorist | να ανακοινώσω | να ανακοινώσουμε, να ανακοινώσομε | να ανακοινωθώ | να ανακοινωθούμε | |
να ανακοινώσεις | να ανακοινώσετε | να ανακοινωθείς | να ανακοινωθείτε | ||
να ανακοινώσει | να ανακοινώσουν(ε) | να ανακοινωθεί | να ανακοινωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακοινώσει να έχω ανακοινωμένο | να έχουμε ανακοινώσει να έχουμε ανακοινωμένο | να έχω ανακοινωθεί να είμαι ανακοινωμένος, -η | να έχουμε ανακοινωθεί να είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
να έχεις ανακοινώσει να έχεις ανακοινωμένο | να έχετε ανακοινώσει να έχετε ανακοινωμένο | να έχεις ανακοινωθεί να είσαι ανακοινωμένος, -η | να έχετε ανακοινωθεί να είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
να έχει ανακοινώσει να έχει ανακοινωμένο | να έχουν ανακοινώσει να έχουν ανακοινωμένο | να έχει ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | να έχουν ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακοίνωνε | ανακοινώνετε | ανακοινώνεστε | |
Aorist | ανακοίνωσε | ανακοινώσετε, ανακοινώστε | ανακοινώσου | ανακοινωθείτε | |
Part izip | Pres | ανακοινώνοντας | |||
Perf | έχοντας ανακοινώσει, έχοντας ανακοινωμένο | ανακοινωμένος, -η, -ο | ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακοινώσει | ανακοινωθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.