ανακοινώνω Verb (9) |
αναγγέλλω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich freue mich, ankündigen zu können, daß die Unterhändler der Kommission und Kanadas nach jeweils internen Konsultationen ein Abkommen über die Beilegung des langwierigen Streits über den Schwarzen Heilbutt paraphiert haben. | Με ιδιαίτερη χαρά ανακοινώνω ότι, μετά από αντίστοιχες εσωτερικές διαβουλεύσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι Καναδοί διαπραγματευτές προέβησαν σε μονογραφή συμφωνίας για την επίλυση της μακροχρόνιας διαμάχης σχετικά με την ιππόγλωσσα της Γροιλανδίας. Übersetzung bestätigt |
Ich freue mich, heute ankündigen zu können, dass ich beabsichtige, 2008 eine Mitteilung zur Kinderbetreuung vorzulegen, in der ich konkrete Vorschläge zur Verbesserung von Bereitstellung, Bezahlbarkeit und Qualität von Einrichtungen der Kinderbetreuung unterbreiten werde. | Με χαρά ανακοινώνω σήμερα ότι σκοπεύω να υποβάλω, το 2008, μια ανακοίνωση για την παιδική μέριμνα στην οποία θα κάνω συγκεκριμένες προτάσεις για την αύξηση της διαθεσιμότητας, της ποιότητας και της οικονομικής προσιτότητας της παιδικής μέριμνας. Übersetzung bestätigt |
Als erste konkrete Bestätigung dieses Engagements freue ich mich, ankündigen zu können, dass der erste vom Panafrikanischen Parlament vorgelegte Aktionsplan mit einem Betrag in Höhe von 275 000 Euro aus dem Programm zur institutionellen Förderung unterstützt wird, das derzeit aus dem neunten Europäischen Entwicklungsfonds finanziert wird. | Ως πρώτη επιβεβαίωση αυτής της δέσμευσης, με χαρά μου σας ανακοινώνω ότι το πρώτο σχέδιο δράσης που προωθήθηκε από το Παναφρικανικό Κοινοβούλιο θα χρηματοδοτηθεί με ποσό ύψους 275 000 ευρώ από το πρόγραμμα θεσμικής στήριξης, το οποίο χρηματοδοτείται επί του παρόντος από το ένατο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης. Übersetzung bestätigt |
Ich freue mich darüber, ankündigen zu dürfen, dass die Kommission bereit ist, die meisten Änderungsanträge des Parlaments zu billigen. | Με χαρά μου ανακοινώνω ότι η Επιτροπή είναι έτοιμη να αποδεχθεί την πλειονότητα των τροπολογιών του Κοινοβουλίου. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte daher ankündigen, daß die spanischen Sozialisten für den Bericht Lange, aber gegen den Bericht Mamère stimmen werden, weil dieser für das Jahr 2000 eine Verschärfung der Maßnahmen und bereits für 2005 eine zweite Stufe von Maßnahmen vorsieht, ein Ziel, das für einige Länder -unter anderem für meinesnicht nur äußerst kostspielig, sondern auch praktisch unerreichbar ist, es sei denn, es käme bei der Versorgung zu tiefgreifenden Veränderungen oder zu einem geopolitischen Umschwung bezüglich des Kaufs von Rohöl. | Κατά συνέπεια, σας ανακοινώνω ότι οι Ισπανοί σοσιαλιστές θα υπερψηφίσουμε την έκθεση Lange, αλλά θα καταψηφίσουμε την έκθεση Mamθre η οποία, σκληραίνοντας τους στόχους για το έτος 2000 και καθορίζοντας ένα δεύτερο επίπεδο στόχων για το έτος 2005, καθιστά τους στόχους αυτούς για ορισμένες χώρες -μεταξύ των οποίων και η δική μουόχι μόνο πολυδάπανους, αλλά πρακτικά απραγματοποίητους, αν δεν δημιουργηθούν σοβαρότατες αλλοιώσεις στον εφοδιασμό ή γεωπολιτικές αλλαγές στην αγορά αργού πετρελαίου. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
ansagen |
verkünden |
ankündigen |
melden |
bekanntgeben |
künden |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | kündige an | ||
du | kündigst an | |||
er, sie, es | kündigt an | |||
Präteritum | ich | kündigte an | ||
Konjunktiv II | ich | kündigte an | ||
Imperativ | Singular | kündige an! | ||
Plural | kündigt an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angekündigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ankündigen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακοινώνω | ανακοινώνουμε, ανακοινώνομε | ανακοινώνομαι | ανακοινωνόμαστε |
ανακοινώνεις | ανακοινώνετε | ανακοινώνεσαι | ανακοινώνεστε, ανακοινωνόσαστε | ||
ανακοινώνει | ανακοινώνουν(ε) | ανακοινώνεται | ανακοινώνονται | ||
Imper fekt | ανακοίνωνα | ανακοινώναμε | ανακοινωνόμουν(α) | ανακοινωνόμαστε, ανακοινωνόμασταν | |
ανακοίνωνες | ανακοινώνατε | ανακοινωνόσουν(α) | ανακοινωνόσαστε, ανακοινωνόσασταν | ||
ανακοίνωνε | ανακοίνωναν, ανακοινώναν(ε) | ανακοινωνόταν(ε) | ανακοινώνονταν, ανακοινωνόντανε, ανακοινωνόντουσαν | ||
Aorist | ανακοίνωσα | ανακοινώσαμε | ανακοινώθηκα | ανακοινωθήκαμε | |
ανακοίνωσες | ανακοινώσατε | ανακοινώθηκες | ανακοινωθήκατε | ||
ανακοίνωσε | ανακοίνωσαν, ανακοινώσαν(ε) | ανακοινώθηκε | ανακοινώθηκαν, ανακοινωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακοινώσει έχω ανακοινωμένο | έχουμε ανακοινώσει έχουμε ανακοινωμένο | έχω ανακοινωθεί είμαι ανακοινωμένος, -η | έχουμε ανακοινωθεί είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
έχεις ανακοινώσει έχεις ανακοινωμένο | έχετε ανακοινώσει έχετε ανακοινωμένο | έχεις ανακοινωθεί είσαι ανακοινωμένος, -η | έχετε ανακοινωθεί είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
έχει ανακοινώσει έχει ανακοινωμένο | έχουν ανακοινώσει έχουν ανακοινωμένο | έχει ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | έχουν ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακοινώσει είχα ανακοινωμένο | είχαμε ανακοινώσει είχαμε ανακοινωμένο | είχα ανακοινωθεί ήμουν ανακοινωμένος, -η | είχαμε ανακοινωθεί ήμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
είχες ανακοινώσει είχες ανακοινωμένο | είχατε ανακοινώσει είχατε ανακοινωμένο | είχες ανακοινωθεί ήσουν ανακοινωμένος, -η | είχατε ανακοινωθεί ήσαστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
είχε ανακοινώσει είχε ανακοινωμένο | είχαν ανακοινώσει είχαν ανακοινωμένο | είχε ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένος, -η, -ο | είχαν ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακοινώνω | θα ανακοινώνουμε, θα ανακοινώνομε | θα ανακοινώνομαι | θα ανακοινωνόμαστε | |
θα ανακοινώνεις | θα ανακοινώνετε | θα ανακοινώνεσαι | θα ανακοινώνεστε, θα ανακοινωνόσαστε | ||
θα ανακοινώνει | θα ανακοινώνουν(ε) | θα ανακοινώνεται | θα ανακοινώνονται | ||
Fut ur | θα ανακοινώσω | θα ανακοινώσουμε, θα ανακοινώσομε | θα ανακοινωθώ | θα ανακοινωθούμε | |
θα ανακοινώσεις | θα ανακοινώσετε | θα ανακοινωθείς | θα ανακοινωθείτε | ||
θα ανακοινώσει | θα ανακοινώσουν | θα ανακοινωθεί | θα ανακοινωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακοινώσει θα έχω ανακοινωμένο | θα έχουμε ανακοινώσει θα έχουμε ανακοινωμένο | θα έχω ανακοινωθεί θα είμαι ανακοινωμένος, -η | θα έχουμε ανακοινωθεί θα είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακοινώσει θα έχεις ανακοινωμένο | θα έχετε ανακοινώσει θα έχετε ανακοινωμένο | θα έχεις ανακοινωθεί θα είσαι ανακοινωμένος, -η | θα έχετε ανακοινωθεί θα είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακοινώσει θα έχει ανακοινωμένο | θα έχουν ανακοινώσει θα έχουν ανακοινωμένο | θα έχει ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακοινώνω | να ανακοινώνουμε, να ανακοινώνομε | να ανακοινώνομαι | να ανακοινωνόμαστε |
να ανακοινώνεις | να ανακοινώνετε | να ανακοινώνεσαι | να ανακοινώνεστε, να ανακοινωνόσαστε | ||
να ανακοινώνει | να ανακοινώνουν(ε) | να ανακοινώνεται | να ανακοινώνονται | ||
Aorist | να ανακοινώσω | να ανακοινώσουμε, να ανακοινώσομε | να ανακοινωθώ | να ανακοινωθούμε | |
να ανακοινώσεις | να ανακοινώσετε | να ανακοινωθείς | να ανακοινωθείτε | ||
να ανακοινώσει | να ανακοινώσουν(ε) | να ανακοινωθεί | να ανακοινωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακοινώσει να έχω ανακοινωμένο | να έχουμε ανακοινώσει να έχουμε ανακοινωμένο | να έχω ανακοινωθεί να είμαι ανακοινωμένος, -η | να έχουμε ανακοινωθεί να είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
να έχεις ανακοινώσει να έχεις ανακοινωμένο | να έχετε ανακοινώσει να έχετε ανακοινωμένο | να έχεις ανακοινωθεί να είσαι ανακοινωμένος, -η | να έχετε ανακοινωθεί να είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
να έχει ανακοινώσει να έχει ανακοινωμένο | να έχουν ανακοινώσει να έχουν ανακοινωμένο | να έχει ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | να έχουν ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακοίνωνε | ανακοινώνετε | ανακοινώνεστε | |
Aorist | ανακοίνωσε | ανακοινώσετε, ανακοινώστε | ανακοινώσου | ανακοινωθείτε | |
Part izip | Pres | ανακοινώνοντας | |||
Perf | έχοντας ανακοινώσει, έχοντας ανακοινωμένο | ανακοινωμένος, -η, -ο | ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακοινώσει | ανακοινωθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναγγέλλω | αναγγέλλουμε, αναγγέλλομε | αναγγέλλομαι | αναγγελλόμαστε |
αναγγέλλεις | αναγγέλλετε | αναγγέλλεσαι | αναγγέλλεστε, αναγγελλόσαστε | ||
αναγγέλλει | αναγγέλλουν(ε) | αναγγέλλεται | αναγγέλλονται | ||
Imper fekt | ανάγγελλα, ανήγγελλα | αναγγέλλαμε | αναγγελλόμουν(α) | αναγγελλόμαστε, αναγγελλόμασταν | |
ανάγγελλες, ανήγγελλες | αναγγέλλατε | αναγγελλόσουν(α) | αναγγελλόσαστε, αναγγελλόσασταν | ||
ανάγγελλε, ανήγγελλε | ανάγγελλαν, αναγγέλλαν(ε), ανήγγελλαν | αναγγελλόταν(ε) | αναγγέλλονταν, αναγγελλόντανε, αναγγελλόντουσαν | ||
Aorist | ανάγγειλα, ανήγγειλα | αναγγείλαμε | αναγγέλθηκα | αναγγελθήκαμε | |
ανάγγειλες, ανήγγειλες | αναγγείλατε | αναγγέλθηκες | αναγγελθήκατε | ||
ανάγγειλε, ανήγγειλε | ανάγγειλαν, αναγγείλαν(ε), ανήγγειλαν | αναγγέλθηκε | αναγγέλθηκαν, αναγγελθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναγγείλει | έχουμε αναγγείλει | έχω αναγγελθεί | έχουμε αναγγελθεί | |
έχεις αναγγείλει | έχετε αναγγείλει | έχεις αναγγελθεί | έχετε αναγγελθεί | ||
έχει αναγγείλει | έχουν αναγγείλει | έχει αναγγελθεί | έχουν αναγγελθεί | ||
Plu per fekt | είχα αναγγείλει | είχαμε αναγγείλει | είχα αναγγελθεί | είχαμε αναγγελθεί | |
είχες αναγγείλει | είχατε αναγγείλει | είχες αναγγελθεί | είχατε αναγγελθεί | ||
είχε αναγγείλει | είχαν αναγγείλει | είχε αναγγελθεί | είχαν αναγγελθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναγγέλλω | θα αναγγέλλουμε, θα αναγγέλλομε | θα αναγγέλλομαι | θα αναγγελλόμαστε | |
θα αναγγέλλεις | θα αναγγέλλετε | θα αναγγέλλεσαι | θα αναγγέλλεστε, θα αναγγελλόσαστε | ||
θα αναγγέλλει | θα αναγγέλλουν(ε) | θα αναγγέλλεται | θα αναγγέλλονται | ||
Fut ur | θα αναγγείλω | θα αναγγείλουμε, θα αναγγείλομε | θα αναγγελθώ | θα αναγγελθούμε | |
θα αναγγείλεις | θα αναγγείλετε | θα αναγγελθείς | θα αναγγελθείτε | ||
θα αναγγείλει | θα αναγγείλουν(ε) | θα αναγγελθεί | θα αναγγελθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναγγείλει | θα έχουμε αναγγείλει | θα έχω αναγγελθεί | θα έχουμε αναγγελθεί | |
θα έχεις αναγγείλει | θα έχετε αναγγείλει | θα έχεις αναγγελθεί | θα έχετε αναγγελθεί | ||
θα έχει αναγγείλει | θα έχουν αναγγείλει | θα έχει αναγγελθεί | θα έχουν αναγγελθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναγγέλλω | να αναγγέλλουμε, να αναγγέλλομε | να αναγγέλλομαι | να αναγγελλόμαστε |
να αναγγέλλεις | να αναγγέλλετε | να αναγγέλλεσαι | να αναγγέλλεστε, να αναγγελλόσαστε | ||
να αναγγέλλει | να αναγγέλλουν(ε) | να αναγγέλλεται | να αναγγέλλονται | ||
Aorist | να αναγγείλω | να αναγγείλουμε, να αναγγείλομε | να αναγγελθώ | να αναγγελθούμε | |
να αναγγείλεις | να αναγγείλετε | να αναγγελθείς | να αναγγελθείτε | ||
να αναγγείλει | να αναγγείλουν(ε) | να αναγγελθεί | να αναγγελθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναγγείλει | να έχουμε αναγγείλει | να έχω αναγγελθεί | να έχουμε αναγγελθεί | |
να έχεις αναγγείλει | να έχετε αναγγείλει | να έχεις αναγγελθεί | να έχετε αναγγελθεί | ||
να έχει αναγγείλει | να έχουν αναγγείλει | να έχει αναγγελθεί | να έχουν αναγγελθεί | ||
Imper ativ | Pres | ανάγγελλε | αναγγέλλετε | αναγγέλλεστε | |
Aorist | ανάγγειλε | αναγγείλετε, αναγγείλτε | αναγγελθείτε | ||
Part izip | Pres | αναγγέλλοντας | |||
Perf | έχοντας αναγγείλει | αναγγελεμένος, -η, -ο | αναγγελεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναγγείλει | αναγγελθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.