Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



υβριδισμός

υβριδισμός Etymologie fehlt


υβρίδιο

υβρίδιο französisch hybride lateinisch hybrida hibrida (γόνος διασταύρωσης διαφορετικών ειδών ή γεννημένος από Ρωμαίο πατέρα και ξένη ή δούλη μητέρα)[1] με παρετυμολόγηση von αρχαίο ὕβρις[2][3]


ύβρη

ύβρη Etymologie fehlt


υβρεολόγιο

υβρεολόγιο ύβρε(ως) + -ο- + -λόγιο


ύβος

ύβος Etymologie fehlt


υάρδα

υάρδα englisch yard


υαλουργός

υαλουργός Koine-Griechisch ὑαλουργός


υαλουργία

υαλουργία υαλουργός + -ία


υαλουργείο

υαλουργείο Koine-Griechisch ὑαλουργεῖον


υαλοστάσιο

υαλοστάσιο ύαλος + -ο- + -στάσιο


ύαλος

ύαλος altgriechisch ὕαλος / ὕελος indoeuropäisch (Wurzel) *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)


υαλοπώλης

υαλοπώλης ύαλος + -ο- + -πώλης


υαλοπωλείο

υαλοπωλείο ύαλος + -ο- + -πωλείο


υαλοπίνακας

υαλοπίνακας υαλο- + πίνακας


υαλοκαθαριστήρας

υαλοκαθαριστήρας ύαλος + -ο- + καθαριστήρας


υαλογράφος

υαλογράφος (entlehnt aus) französisch hyalographe altgriechisch ὕαλος υαλο- + -γράφος


υαλογραφία

υαλογραφία (entlehnt aus) französisch hyalographie altgriechisch ὕαλος + γράφω


υαλογράφημα

υαλογράφημα υαλογραφία (entlehnt aus) französisch hyalographie altgriechisch ὕαλος + γράφω


υαλοβάμβακας

υαλοβάμβακας ύαλος + -ο- + βάμβακας ((Lehnübersetzung) englisch fibreglass)


ύαινα

ύαινα altgriechisch ὕαινα


τύψη

τύψη Koine-Griechisch τύψις τύπτω


τυχόν

τυχόν Etymologie fehlt


τυχοδιωκτισμός

τυχοδιωκτισμός τυχοδιώκτης + -ισμός


τυχοδιώκτης

τυχοδιώκτης τύχη + διώκω


τύχη

τύχη altgriechisch τύχη


τυχεράκιας

τυχεράκιας τυχερός + -άκιας


τυχαίνω

έτυχε να συναντήσω έναν παλιό φίλο σήμερα


τυφώνας

τυφώνας altgriechisch Τῡφῶν / Τῠφάων τῡ́φω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewh₂- (καπνίζω, βγάζω καπνό) ((Lehnbedeutung) englisch typhoon ( πορτογαλικά tufão αραβικά طُوفَان‏ (ṭūfān) κινέζικα (μανδαρίνικα) 大風/大风 (dàfēng: μεγάλος άνεμος)


τύφος

τύφος altgriechisch τῦφος


τύφλωση

τύφλωση τυφλός + -ωση


τυφλώνω

τυφλώνω Etymologie fehlt


τυφλότητα

τυφλότητα Etymologie fehlt


τυφλοπόντικας

τυφλοπόντικας → siehe: τυφλός και ποντικός


τυφλόμυγα

τυφλόμυγα τυφλός + -ο- + μύγα, (Lehnübersetzung) italienisch: mosca cieca


τύφλα

τύφλα τυφλότητα


τύφη

τύφη typha


τυφεκιοφόρος

τυφεκιοφόρος τυφέκιον + -φόρος ( φέρω)


τύρφη

τύρφη englisch turf


τυρός

τυρός altgriechisch τυρός


τυροπιτάδικο

τυροπιτάδικο τυρόπιτα + -άδικο


τυρόπιτα

τυρόπιτα τυρ(ί) + -ό- + πίτα


τυροκόμος

τυροκόμος Etymologie fehlt


τυροκομία

τυροκομία Etymologie fehlt


τυροκομείο

τυροκομείο Katharevousa τυροκομεῖον τυροκόμος + -εῖον


τυρόγαλο

τυρόγαλο mittelgriechisch τυρόγαλον τυρί + γάλα


τυρίνη

τυρίνη Etymologie fehlt


τυριέρα

τυριέρα τυρί + -ιέρα


τυρί

τυρί mittelgriechisch τυρίν Koine-Griechisch τυρίον (τυράκι) altgriechisch τυρός + υποκοριστικό επίθημα -ίον proto-griechisch *tūrós (Mykenisches Griechisch : ????????: tu-ro /tūrós/) proto-indogermanisch *tuh₂-ró-s *tewh₂- (φουσκώνω, διογκώνω)


τυρέμπορος

τυρέμπορος Etymologie fehlt


τύρβη

τύρβη (λόγιο) altgriechisch τύρβη


τυρβάζω

τυρβάζω altgriechisch τυρβάζω τύρβη


τυραννώ

τυραννώ altgriechisch τύραννος


τύραννος

τύραννος altgriechisch τύραννος


τυραννοκτόνος

τυραννοκτόνος (λόγιο) Koine-Griechisch τυραννοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε τύρανν(ος) + -ο- + -κτόνος (κτείνω σκοτώνω)


τυράννισμα

τυράννισμα Etymologie fehlt


τυραννίδα

τυραννίδα > altgriechisch τυραννίς > altgriechisch τυραννώ


τυραννία

τυραννία altgriechisch τυραννία


τυπωτής

τυπωτής Etymologie fehlt


τυπώνω

τυπώνω altgriechisch τυπῶ


τύπωμα

τύπωμα τυπώνω


τυπωθήτω

τυπωθήτω, λόγιο γ' ενικό προστακτικής παθητικού αορίστου του ρήματος τυπόω/τυπώνω (να τυπωθεί)


τύπτω

τύπτω altgriechisch τύπτω με σπάνια χρήση στα νέα ελληνικά


τύπος

τύπος altgriechisch τύπος τύπτω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)teu-p- (χτυπώ)


τυποποίηση

τυποποίηση τυποποιώ + -ση


τυπολογία

τυπολογία Etymologie fehlt


τυπολατρία

τυπολατρία τυπολάτρης + -ία


τυπολάτρης

τυπολάτρης τύπος + -ο- + -λάτρης


τυπογράφος

τυπογράφος Etymologie fehlt


τυπογραφία

τυπογραφία neulateinisch typographia altgriechisch τύπος + γράφω


τυπογραφείο

τυπογραφείο Etymologie fehlt


τυπικότητα

τυπικότητα Etymologie fehlt


τυπικό

τυπικό Etymologie fehlt


τυπικαριό

τυπικαριό Etymologie fehlt


τυπικάρης

τυπικάρης Etymologie fehlt


τυπάς


τυμπανοκρουσία

τυμπανοκρουσία τυμπανο- ( τύμπανο) + -κρουσία ( κρούση + -ία)


τύμπανο

τύμπανο altgriechisch τύμπαν(ον) με κατάληξη -ο


τυμπανιστής

τυμπανιστής altgriechisch τυμπανιστής


τυμπανισμός

τυμπανισμός Etymologie fehlt


τυμβωρύχος

τυμβωρύχος altgriechisch τυμβωρύχος τύμβος + ὀρύσσω


τυμβωρυχία

τυμβωρυχία Koine-Griechisch τυμβωρυχία altgriechisch τύμβος + ὀρύσσω


τύμβος

τύμβος altgriechisch τύμβος indoeuropäisch (Wurzel) *tum- (φουσκώνω, διογκώνω)


τυλώνω

τυλώνω Etymologie fehlt


τύλωμα

τύλωμα Etymologie fehlt


τύλος

τύλος altgriechisch τύλος


τυλίγω

τυλίγω mittelgriechisch τυλίγω Koine-Griechisch τυλίσσω με μεταπλασμό σε -γω von αοριστικό θέμα τυλιξ-, κατά το σχήμα «άνοιξα ανοίγω»[1]


τύλιγμα

τύλιγμα Etymologie fehlt


τυλιγαδιάζω

τυλιγαδιάζω Etymologie fehlt


τυλιγάδι

τυλιγάδι Etymologie fehlt


τυγχάνω

τυγχάνω από ρίζα τυχ


τσόχα

τσόχα türkisch çuha persisch چوخا (chukha, μάλλινο ένδυμα)


τσόφλι

τσόφλι mittelgriechisch τσόφλι *εξώφλοιον altgriechisch ἔξω + φλοιός φλέω


τσουτσούνα

τσουτσούνα τσουτσούνι τσουνί albanisch tşuni çun αγόρι, γιος indoeuropäisch (Wurzel) *seu̯H- (γεννώ)


τσουτσέκι

τσουτσέκι türkisch çiçek (λουλούδι, (μεταφορικά) κατεργάρης) + -ι


τσουρούφλισμα

τσουρούφλισμα τσουρουφλίζω + -μα


τσουρουφλίζω

τσουρουφλίζω Etymologie fehlt


τσούρμο

τσούρμο italienisch ciurma / γενοβέζικα ciusma lateinisch celeusma altgriechisch κέλευσμα (αντιδάνειο) κελεύω


τσουρέκι

τσουρέκι türkisch çörek çevrek (στρογγυλός, κυκλικός)


τσουράπω

τσουράπω τσουράπ(ι) + -ω τουρκικά çorap αραβικά جورب (cūrāb, κάλτσα)


τσουράπι

τσουράπι türkisch çorap arabisch جورب (cūrāb, κάλτσα)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback