Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



διάλυση

διάλυση altgriechisch διάλυσις


διαλυτήριο

διαλυτήριο διαλύω + -τήριο


διαλύτης

διαλύτης Etymologie fehlt


διαλυτικά


διαλυτότητα

διαλυτότητα διαλυτός + -ότητα ((Lehnübersetzung) französisch solubilité)


διαλύω

διαλύω altgriechisch διαλύω διά + λύω


διαμαντέ

διαμαντέ διαμάντι + -έ


διαμαντένιος

διαμαντένιος mittelgriechisch διαμαντένιος διαμάντι + -ένιος


διαμάντι

διαμάντι mittelgriechisch διαμάντι italienisch diamante spätlateinisch diamas lateinisch adamas altgriechisch ἀδάμας (αντιδάνειο) δαμάω / δαμνάω / δαμάζω / δάμνημι proto-indogermanisch *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω) (ίσως όμως και σημιτικής προέλευσης· πβ. ακκαδικά ????????????: adamu)


διαμαντικό

διαμαντικό διαμάντι + -ικό


διαμάντινος

διαμάντινος mittelgriechisch διαμάντινος διαμάντι + -ινος


διαμαντόπετρα

διαμαντόπετρα διαμάντι + -ο- + πέτρα


διαμαρτία

διαμαρτία altgriechisch διαμαρτία ((Lehnübersetzung) (αγγλικά) malformation)


διαμαρτύρηση

διαμαρτύρηση διαμαρτυρώ + -ση ((Lehnübersetzung) französisch protestation)


διαμαρτυρία

διαμαρτυρία Koine-Griechisch διαμαρτυρία altgriechisch διαμαρτυρέω / διαμαρτυρῶ μαρτυρέω / μαρτυρῶ μάρτυς


διαμαρτυρικό

διαμαρτυρικό Etymologie fehlt


διαμαρτύρομαι

διαμαρτύρομαι altgriechisch διαμαρτύρομαι


διαμαρτυρόμενος

Πήγε στον διευθυντή διαμαρτυρόμενος ότι τον αδίκησε ο προϊστάμενός του


διαμαρτυρώ

διαμαρτυρώ altgriechisch διαμαρτυρέω-διαμαρτυρῶ


διαμάχη

διαμάχη altgriechisch διαμάχη διαμάχομαι


διαμελίζω

διαμελίζω Koine-Griechisch διαμελίζω διά + μελίζω altgriechisch μέλος proto-indogermanisch *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)


διαμελισμός

διαμελισμός Koine-Griechisch διαμελισμός διαμελίζω διά + μελίζω altgriechisch μέλος


διαμένω

διαμένω altgriechisch διαμένω διά + μένω ((Lehnbedeutung) französisch résider)


διαμερίζω

διαμερίζω altgriechisch διαμερίζω διά + μερίζω μέρος proto-indogermanisch *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)


διαμέρισμα

διαμέρισμα διαμερίζω + -μα ((Lehnübersetzung) französisch appartement)


διαμεσολάβηση

διαμεσολάβηση διαμεσολαβώ + -ση


διαμεσολαβώ

διαμεσολαβώ δια- + μεσολαβώ


διάμεσος

διάμεσος δια- + μέσον (διέρχεται δια του μέσου = περνάει von κέντρο) (Lehnübersetzung) französisch médiane (που βρίσκεται στο μέσο)


διαμέσου

διαμέσου mittelgriechisch διαμέσου (altgriechisch διάμεσον) διά & μέσου


διαμετακόμιση

διαμετακόμιση διαμετακομίζω + -ση δια- + μετακομίζω ((Lehnübersetzung) französisch transit)


διαμέτρημα

διαμέτρημα altgriechisch διαμετρέω / διαμετρῶ + -μα διά + μετρέω / μετρῶ μέτρον proto-indogermanisch *meh₁- (μετρώ) ((Lehnübersetzung) französisch calibre)


διάμετρος

διάμετρος altgriechisch διάμετρος διά + μέτρον proto-indogermanisch *meh₁- (μετρώ)


διαμετρώ

διαμετρώ altgriechisch διαμετρέω


διαμοιράζω

διαμοιράζω Koine-Griechisch διαμοιράζω διά + μοιράζω altgriechisch μοιράω / μοιρῶ μοῖρα μείρομαι proto-indogermanisch *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)


διαμοιρασμός

διαμοιρασμός mittelgriechisch διαμοιρασμός διαμοιράζ(ω) + -μός


διαμονή

διαμονή altgriechisch διαμονή διαμένω διά + μένω ((Lehnbedeutung) französisch résidence)


διαμονητήριο

διαμονητήριο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: διαμονητήριος διαμονή + -τήριος altgriechisch διαμονή διαμένω διά + μένω


διαμορφώνω

διαμορφώνω Koine-Griechisch διαμορφόω / διαμορφῶ διά + μορφόω / μορφῶ altgriechisch μορφή


διαμόρφωση

διαμόρφωση Etymologie fehlt


διαμορφωτής

διαμορφωτής διαμορφώνω + -τής


διαμφισβητώ

διαμφισβητώ altgriechisch διαμφισβητέω / διαμφισβητῶ


διάνα

διάνα spanisch diana


διανέμω

διανέμω altgriechisch διανέμω διά + νέμω


διανθίζω

διανθίζω (λόγιο) Koine-Griechisch διανθίζω[1] altgriechisch ἀνθίζω ἄνθος. Συγχρονικά αναλύεται σε (δια-) δι + ανθίζω


διανόημα

διανόημα altgriechisch διανόημα διανοέομαι / διανοοῦμαι


διανόηση

διανόηση altgriechisch διανόησις διανοέω / διανοῶ νόος / νοῦς


διανοητής

διανοητής altgriechisch διανοητής


διανοητικότητα

διανοητικότητα διανοητικός + -ότητα


διάνοια

διάνοια Etymologie fehlt


διανοίγω

διανοίγω altgriechisch διανοίγω


διάνοιξη

διάνοιξη διανοίγω + -ση


διανομέας

διανομέας διανομ(ή) + -εύς


διανομή

διανομή altgriechisch διανομή διανέμω διά + νέμω


διανοούμαι

διανοούμαι altgriechisch διανοοῦμαι


διανοούμενος

διανοούμενος ουσιαστικοποιημένη μετοχή ενεστώτα του ρήματος διανοούμαι


διάνος

διάνος ινδιάνος


διανυκτέρευση

διανυκτέρευση (λόγιο) Koine-Griechisch διανυκτέρευ(σις) + -ση altgriechisch διανυκτερεύω διά (δια-) + νυκτερεύω νύκτερος νύξ


διανυκτερεύω

διανυκτερεύω altgriechisch διανυκτερεύω διά + νυκτερεύω νύκτερος νύξ


διάνυση

διάνυση Koine-Griechisch διάνυσις altgriechisch διανύω διά + ἀνύω


διάνυσμα

διάνυσμα Koine-Griechisch διάνυσμα altgriechisch διανύω διά + ἀνύω


διανύω

διανύω altgriechisch διανύω διά + ἀνύω ((Lehnübersetzung) französisch parcourir)


διαξιφισμός

διαξιφισμός διά + ξίφος


διάολος

διάολος διάβολος με αποβολή του β


διαπαιδαγώγηση

διαπαιδαγώγηση διαπαιδαγωγώ + -ση


διαπαιδαγωγώ

διαπαιδαγωγώ Etymologie fehlt


διαπάλη

διαπάλη Koine-Griechisch διαπᾰ́λη διά + altgriechisch πάλη


διαπαντός

διαπαντός mittelgriechisch διαπαντός διά + παντός altgriechisch πᾶς proto-indogermanisch *peh₂nts *peh₂-


διαπασών

διαπασών altgriechisch διαπασῶν


διαπερνώ

διαπερνώ altgriechisch διαπεράω / διαπερῶ διά + περάω / περῶ indoeuropäisch (Wurzel) *per- (περνώ, διασχίζω)


διαπεραιώνω

διαπεραιώνω Koine-Griechisch διαπεραιόω / διαπεραιῶ altgriechisch περαιόω / περαιῶ πέρας


διαπερατότητα

διαπερατότητα διαπερατός + -ότητα


διαπίδυση

διαπίδυση altgriechisch διαπίδυσις διαπιδύω διά + πιδύω πῖδαξ


διαπίστευση

διαπίστευση διαπιστεύω + -ση altgriechisch διαπιστεύω πιστεύω πίστις


διαπιστευτήριο

διαπιστευτήριο διαπιστεύω + -τήριο altgriechisch διαπιστεύω πιστεύω πίστις ((Lehnübersetzung) französisch lettres de créance)


διαπιστώνω

διαπιστώνω διά + altgriechisch πιστόω / πιστῶ πιστός πείθω proto-griechisch *péitʰō proto-indogermanisch *bʰéydʰeti *bʰeydʰ- (πιστεύω, εμπιστεύομαι)


διαπίστωση

διαπίστωση διαπιστώνω + -ση


διαπλάθω

διαπλάθω altgriechisch διαπλάσσω διά + πλάσσω


διάπλαση

διάπλαση Koine-Griechisch διάπλασις


διάπλατα

διάπλατα διάπλατος + -α


διαπλατύνω

διαπλατύνω altgriechisch διαπλατύνω διά + πλατύνω πλατύς


διαπλέκω

διαπλέκω altgriechisch


διαπλέω

διαπλέω altgriechisch διαπλέω διά + πλέω


διαπληκτίζομαι

διαπληκτίζομαι altgriechisch διαπληκτίζομαι διά + πληκτίζομαι πλήσσω


διαπληκτισμός

διαπληκτισμός Koine-Griechisch διαπληκτισμός διά + πλήσσω/πλήττω (χτυπώ)


διάπλους

διάπλους διαπλέω διά + πλέω


διαπνοή

διαπνοή altgriechisch διαπνοή διαπνέω διά + πνέω


διαπόμπευση

διαπόμπευση διαπομπεύω + -ση


διαπομπεύω

διαπομπεύω Koine-Griechisch διαπομπεύω


διαποτίζω

διαποτίζω mittelgriechisch διαποτίζω δια- + ποτίζω ((Lehnübersetzung) französisch imbiber)


διαπραγματεύομαι

διαπραγματεύομαι Koine-Griechisch διαπραγματεύομαι (: κερδίζω από εμπορική συναλλαγή) και (Lehnbedeutung) französisch négocier


διαπραγμάτευση

διαπραγμάτευση διαπραγματεύ(ομαι) + ση altgriechisch διαπραγματεύομαι (δια- πραγματεύομαι)[1]


διαπραγματευτής

διαπραγματευτής Etymologie fehlt


διάπραξη

διάπραξη Etymologie fehlt


διαπράττω

διαπράττω altgriechisch διαπράττω δια + πράττω


διαπρέπω

διαπρέπω (λόγιο) altgriechisch διαπρέπω. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + altgriechisch πρέπω (φαίνομαι καλά, ξεχωρίζω)


διαρθρώνω

διαρθρώνω altgriechisch διαρθρόω / διαρθρῶ + -ώνω διά + ἀρθρόω ἄρθρον ἀραρίσκω proto-indogermanisch *h₂er- + -σκω ( proto-indogermanisch *-sḱéti)


διάρθρωση

διάρθρωση altgriechisch διάρθρωσις


διάρκεια

διάρκεια spätgriechisch διάρκεια altgriechisch διαρκής


διαρκώ

διαρκώ Etymologie fehlt


διαρπαγή

διαρπαγή altgriechisch διαρπαγή διαρπάζω διά + ἁρπάζω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback