Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



βουνάκι

βουνάκι βουνό + υποκοριστικό επίθημα -άκι


βούνευρο

βούνευρο mittelgriechisch βούνευρον altgriechisch βοῦς + νεῦρον


βούνευρον

βούνευρον Etymologie fehlt


βουνό

βουνό mittelgriechisch βουνόν altgriechisch βουνός


βουνοκορφή

βουνοκορφή βουνό + κορφή


βουνόν

βουνόν mittelgriechisch βουνόν altgriechisch βουνός


βουνοπλαγιά

βουνοπλαγιά βουνό + πλαγιά


βουρ

βουρ türkisch vur (χτύπα)


βούρδουλας

βούρδουλας mittelgriechisch βούρδουλας πιθανόν von βουδόρος ή το τουρκικό vurdum (αόριστος του vurmak)


βουρδουλιά

βουρδουλιά βούρδουλας


βούρκος

βούρκος mittelgriechisch βοῦρκος


βούρκωμα

βούρκωμα βουρκώνω + -μα


βουρκώνω

βουρκώνω mittelgriechisch βουρκώνω βούρκος


βούρλο

βούρλο mittelgriechisch βοῦρλον altgriechisch βροῦλλον , βρύλλον


βούρτσα

βούρτσα mittelgriechisch βρούτσα italienisch brusta δημώδης lateinisch *bruscia πρωτογερμανικά *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) proto-indogermanisch *bʰrews- (βλασταίνω)


βουρτσιά

βουρτσιά βούρτσα + -ιά mittelgriechisch βρούτσα italienisch brusta mittellateinisch *bruscia πρωτογερμανικά *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) proto-indogermanisch *bʰrews- (βλασταίνω)


βουρτσίζω

βουρτσίζω mittelgriechisch βουρτσίζω / βυρτσίζω βρούτσα italienisch brusta δημώδης lateinisch *bruscia πρωτογερμανικά *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) proto-indogermanisch *bʰrews- (βλασταίνω)


βούρτσισμα

βούρτσισμα βουρτσίζω, βουρτσισ- -μα mittelgriechisch βουρτσίζω


βουστάσιο

βουστάσιο βους + -στάσιο


βουστροφηδόν

βουστροφηδόν altgriechisch βουστροφηδόν


βουτάω

βουτάω mittelgriechisch βουτώ βουτίζω altgriechisch βυθίζω βυθός


βούτηγμα

βούτηγμα βουτώ + -μα


βούτημα

βούτημα βουτώ + -μα ((Lehnübersetzung) französisch mouillette)


βουτηχτής

βουτηχτής βουτώ + -τής


βουτιά

βουτιά βουτάω / βουτώ


βουτσί

βουτσί mittelgriechisch βουτσί / βουτσίον / βουτσίν / βουττίν Koine-Griechisch βούτις spätlateinisch buttis indoeuropäisch (Wurzel) *bʰeHw- (φυσώ, φουσκώνω)


βούτυρο

βούτυρο altgriechisch βούτυρον / βούτυρος βοῦς + τυρός


βούτυρον

βούτυρον Koine-Griechisch βούτυρον / βούτυρος βοῦς + τυρός


βουτυρόγαλα

βουτυρόγαλα βούτυρο + -ο- + γάλα


βουτυροκομείο

βουτυροκομείο βουτυροκόμος


βουτυροκομία

βουτυροκομία βουτυροκόμος


βουτυροκόμος

βουτυροκόμος βούτυρ(ον) + -ο- + -κόμος


βουτυρομπεμπές

βουτυρομπεμπές βούτυρο + -ο- + μπεμπές ( μπεμπέ französisch bébé)


βουτυρόπαιδο

βουτυρόπαιδο βούτυρο + παιδί


βουτυρώνω

βουτυρώνω βούτυρο + -ώνω Koine-Griechisch βούτυρον / βούτυρος βοῦς + τυρός


βουτώ

βουτώ mittelgriechisch βουτώ βουτίζω altgriechisch βυθίζω βυθός


βούφος


βοώ

βοώ (λόγιο) altgriechisch βοῶ, συνηρημένος τύπος του βοάω


βραβείο

βραβείο spätgriechisch βραβείον βραβεύω


βράβευση

βράβευση βραβεύ{ω} + -ση


βραβεύω

βραβεύω altgriechisch βραβεύω


βραγιά

βραγιά Etymologie fehlt [εικάζεται italienisch προέλευση, από διάλεκτο]


βράγχιο


βραδιά

βραδιά mittelgriechisch βραδιά βραδεῖα (ενν. ὥρα), Femininum von βραδύς


βραδιάζω

βραδιάζω mittelgriechisch βραδιάζω βράδυ + -ιάζω


βράδιασμα

βράδιασμα βραδιάζω + -μα


βραδινός

βραδινός mittelgriechisch βραδινός βράδυ + -ινός


βράδυ

βράδυ substantiviertes Neutrum des altgriechischen επιθέτου βραδύς με αλλαγή του τονισμού


βραδυγλωσσία

βραδυγλωσσία mittelgriechisch βραδυγλωσσία Koine-Griechisch βραδύγλωσσος altgriechisch βραδύς + -γλωσσία ( γλῶσσα )


βραδύγλωσσος

βραδύγλωσσος Koine-Griechisch βραδύγλωσσος βραδύς + γλώσσα


βραδυκαρδία

βραδυκαρδία Etymologie fehlt


βραδύνοια

βραδύνοια Koine-Griechisch


βραδύνω

βραδύνω altgriechisch βραδύνω βραδύς


βραδυπορία

βραδυπορία βραδυπορώ


βραδυπορώ

βραδυπορώ Etymologie fehlt


βραδύτης

βραδύτης Etymologie fehlt


βραδύτητα

βραδύτητα Koine-Griechisch βραδύτης


βράζω

βράζω Koine-Griechisch βράζω altgriechisch βράσσω


βράκα

βράκα Koine-Griechisch βράκαι lateinisch bracae, Mehrzahl von braca γαλατική brāca proto-deutsch *brāks / *brōks (γλουτοί, παντελόνι) proto-indogermanisch *bʰrāg- (γλουτοί, παντελόνι) *bʰreg- (σπάω, χωρίζω)


βρακάκι

βρακάκι βρακ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι


βρακί

βρακί mittelgriechisch βρακίον, βρακίν υποκοριστικό του βράκα


βρακοζώνα

βρακοζώνα βρακοζών(ι) + augmentativer Suffix -α


βρακοζώνι

βρακοζώνι mittelgriechisch βρακοζώνι[1] βρακί / βράκα ( Koine-Griechisch βράκαι lateinisch bracae, Mehrzahl von braca γαλατικά brāca proto-deutsch *brāks / *brōks (γλουτοί, παντελόνι) proto-indogermanisch *bʰrāg- (γλουτοί, παντελόνι) *bʰreg-: σπάω, χωρίζω) + ζώνη


βράση

βράση Koine-Griechisch βράσις βράζω altgriechisch βράσσω


βράσιμο

βράσιμο βράζω


βρασμός

βρασμός altgriechisch βρασμός βράζω


βραστήρας

βραστήρας Etymologie fehlt


βραστός

βραστός Etymologie fehlt


βραχιόλι

βραχιόλι Etymologie fehlt


βραχίονας

βραχίονας altgriechisch βραχίων


βραχίων

βραχίων βραχύς [Η ετυμολόγηση είναι αβέβαιη. Πιθανόν να προέρχεται von βραχίων, συγκριτικό βαθμό του επιθέτου βραχύς, επειδή το τμήμα αυτό του χεριού είναι μικρότερο von πήχυ («ὅτι ἐστὶ τοῦ πήχεως βραχύτερος»)]


βραχμάνας

βραχμάνας Koine-Griechisch Βραχμάν sanskritisch ब्राह्मण (brā́hmaṇa) ρίζα बृंहति (bṛṃhati) proto-indogermanisch *bʰerǵʰ- (ανυψώνω, ανυψώνομαι)


βραχμανισμός

βραχμανισμός βραχμάνος + -ισμός Koine-Griechisch Βραχμάν


βραχνάδα

βραχνάδα βραχνός + -άδα


βραχνάς

βραχνάς *βαρχνάς (με αντιμετάθεση) mittelgriechisch βαρυχνάς *βαρυφνάς *βαρυ-υπνάς βαρυ- + ύπν(ος) -άς (δεν υπάρχει ετυμολογική συγγένεια με το επίθετο βραχνός)


βραχνιάζω

βραχνιάζω βραχνός


βραχογραφία

βραχογραφία βράχος + -ο- + -γραφία ((Lehnübersetzung) englisch rock painting)


βραχονήσι

βραχονήσι βράχος + -ο- + νησί


βραχονησίδα

βραχονησίδα βράχος + -ο- + νησίδα


βράχος

βράχος mittelgriechisch βράχος (Maskulinum) Koine-Griechisch βράχος (τὸ βράχος) (Neutrum) (που μεταπλάστηκε σε αρσενικό με μεγεθυντική σημασία) altgriechisch βραχέα (ὕδατα) (πληθυντικός) altgriechisch βραχύς [1] Η αρχική σημασία δήλωνε τα ρηχά νερά της θάλασσας και, στη συνέχεια, και τις απόκρημνες πετρώδεις ακτές


βραχότοπος

βραχότοπος von βράχος και το τόπος.


βραχυγραφία

βραχυγραφία (entlehnt aus) französisch brachygraphie altgriechisch βραχύς + γράφω


βραχυκυκλώνω

βραχυκυκλώνω βραχύς + κυκλώνω


βραχυλογία

βραχυλογία altgriechisch βραχυλογία βραχύλογος βραχύς + λέγω


βράχυνση

βράχυνση mittelgriechisch βράχυνσις altgriechisch βραχύνω βραχύς


βραχύτητα

βραχύτητα altgriechisch βραχύτης βραχύς proto-indogermanisch *mréǵʰus (βραχύς) *mreǵʰ- +‎ *-us


βρε

βρε κλητικό μόριο εκ του μωρέ κλητική του μωρός


βρέγμα

βρέγμα altgriechisch βρέγμα proto-indogermanisch *mreghmo- ‎(κρανίο, μυαλό)


βρεκεκέξ

βρεκεκέξ altgriechisch βρεκεκεκέξ


βρετανικός

βρετανικός Βρετανία.


Βρετανός

Βρετανός altgriechisch Βρεττανός (παρωχημένη πλέον γραφή με ‑ττ-)


βρεφικός

βρεφικός Etymologie fehlt


βρεφοκομείο

βρεφοκομείο βρέφος + -ο- + -κομείο


βρεφοκομία

βρεφοκομία Etymologie fehlt


βρεφοκόμος

βρεφοκόμος βρεφο- + -κόμος


βρεφοκτονία

βρεφοκτονία mittelgriechisch βρεφοκτονία Koine-Griechisch βρεφοκτόνος altgriechisch βρέφος + -κτονία ( κτείνω )


βρεφοκτόνος

βρεφοκτόνος (λόγιο) Koine-Griechisch βρεφοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε βρεφο- + -ο- + -κτόνος ( κτείνω)


βρέφος

βρέφος altgriechisch βρέφος


βρεχάμενα

βρεχάμενα substantiviertes Neutrum des Adjektivs: βρεχάμενος στον πληθυντικό


βρέχω

βρέχω altgriechisch βρέχω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback