Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ασπίδα

ασπίδα altgriechisch ἀσπίς


άσπιλα


άσπιλος

άσπιλος altgriechisch ἄσπιλος ἀ- στερητικό + σπίλος


ασπιρίνη

ασπιρίνη französisch aspirine deutsch Aspirin


άσπλαγχνα

άσπλαγχνα άσπλαγχνος + -α


άσπλαγχνος

άσπλαγχνος altgriechisch ἄσπλαγχνος ἀ- + σπλάγχνον


άσπλαχνα

άσπλαχνα άσπλαχνος + -α


ασπλαχνία

ασπλαχνία Koine-Griechisch ἀσπλαγχνία


άσπλαχνος

άσπλαχνος altgriechisch ἄσπλαγχνος ἀ- + σπλάγχνον


άσπονδος

άσπονδος Koine-Griechisch ἄσπονδος ἀ- στερητικό + σπονδή


ασπόνδυλο


άσπορος

άσπορος α στερητ.+σπόρος


ασπούδαχτα

ασπούδαχτα ασπούδαχτος + -α


ασπούδαχτος

ασπούδαχτος α- + σπουδάζω + -τος


άσπρα


ασπράδα

ασπράδα mittelgriechisch ασπράδα Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


ασπράδι

ασπράδι Etymologie fehlt


άσπρη


ασπρίζω

ασπρίζω άσπρος


ασπρικά

ασπρικά άσπρος + -ικά


ασπρίλα

ασπρίλα άσπρος + -ίλα Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


άσπρισμα

άσπρισμα Etymologie fehlt


ασπριστής

ασπριστής ασπρίζω άσπρος λατ. asper (=τραχύς)


ασπριτζής

ασπριτζής άσπρο + -τζής


άσπρο

άσπρο mittelgriechisch άσπρο(ν) (=άσπρο νόμισμα, νόμισμα μικρής αξίας) lateinisch asprum asperum, Maskulinum von asper (=τραχύς· nummus asper: το νόμισμα που είχε πρόσφατα κοπεί και είχε ακόμη τραχιά επιφάνεια) proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


ασπροθύμαρο

ασπροθύμαρο ασπρο- + θυμάρι + -ο


ασπρολούλουδο

ασπρολούλουδο πρόθημα ασπρο- + λουλούδι


ασπρομάλλης

ασπρομάλλης ασπρο- + -μάλλης


ασπροντυμένος

ασπροντυμένος ασπροντύνομαι άσπρος + ντύνομαι


ασπρόξυλο

ασπρόξυλο άσπρος + -ο- + ξύλο


ασπροπάρι

ασπροπάρι *ασπογυπάρι Koine-Griechisch ἄσπρος ( lateinisch asper) + altgriechisch γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ


ασπρορουχάδικο

ασπρορουχάδικο ασπρόρουχα + -άδικο


ασπρορουχάς

ασπρορουχάς ασπρόρουχα + -άς


ασπρόρουχο

ασπρόρουχο άσπρος + -ο- + ρούχο


ασπρορουχού

ασπρορουχού ασπρόρουχα + -ού


άσπρος

άσπρος Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


Ασπρούλα

Ασπρούλα άσπρ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα


ασπρόχωμα

ασπρόχωμα άσπρος+χρώμα


Ασσυρία

Ασσυρία altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur) η πρωτεύουσα του κράτους τους


ασσυριακά


ασσυριολογία

ασσυριολογία (entlehnt aus) französisch assyriologie altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους) + λέγω


ασσυριολόγος

ασσυριολόγος (entlehnt aus) französisch assyriologue altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους) + -λόγος


Ασσύριος

Ασσύριος altgriechisch Ἀσσύριος Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους)


αστάθεια

αστάθεια spätgriechisch ἀστάθεια


ασταθές


αστάθμητο


αστακοουρά

αστακοουρά αστακός + -ο- + ουρά


αστακός

αστακός altgriechisch ἀστακός


αστακόσουπα

αστακόσουπα αστακός + σούπα


ασταμάτητα

ασταμάτητα ασταμάτητος + -α


αστάρι

αστάρι türkisch astar persisch آستر (āstar) "φόδρα"


αστάρωμα

αστάρωμα ασταρώνω αστάρι


ασταρώνω

ασταρώνω αστάρι τουρ. astar ίσως ελλην. ιστάριον


άστατα


άστατο

Εναλλακτικές μορφές: αστάτιο


άστατος

άστατος Etymologie fehlt


αστάχυ

αστάχυ α προτακτ.+στάχυ


άστεγος

άστεγος α- στερητικό + στέγη


αστεία

αστεία αστείος


αστειεύομαι

αστειεύομαι Etymologie fehlt


αστεΐζομαι

αστεΐζομαι Koine-Griechisch ἀστεΐζομαι


αστείο

αστείο substantiviertes Neutrum von αστείος


αστείος

αστείος altgriechisch ἀστεῖος ἄστυ


αστειότητα

αστειότητα Koine-Griechisch ἀστειότης


αστεϊσμός

αστεϊσμός Etymologie fehlt


αστενοχώρητα

αστενοχώρητα αστενοχώρητος + -α


αστενοχώρητος

αστενοχώρητος Koine-Griechisch ἀστενοχώρητος


αστεράκι

αστεράκι αστέρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι


αστέρας

αστέρας altgriechisch ἀστήρ


αστεράτος

αστεράτος mittelgriechisch ἀστεράτος. Συγχρονικά αναλύεται σε αστέρι + -άτος


αστερέωτος

αστερέωτος α- + στερεώνω + -τος


αστέρι

αστέρι ἀστέριον Diminutiv von ἀστήρ


αστερίας

αστερίας altgriechisch ἀστερίας


αστερίσκος

αστερίσκος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀστερίσκος[1] ἀστήρ, ἀστερ- + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος


αστερισμός

αστερισμός spätgriechisch ἀστερισμός ἀστήρ


αστέριωτος

αστέριωτος α- + στεριώνω + -τος


αστεροειδής

Koine-Griechisch ἀστεροειδής von ἀστέριον (υποκοριστικό des altgriechischen ἀστήρ) + επίθημα -ειδής: που μοιάζει με αστέρα.


αστερόεσσα

αστερόεσσα altgriechisch ἀστερόεσσα, Femininum von ἀστερόεις


αστεροσκοπείο

αστεροσκοπείο αστέρ(ας) + σκοπώ (εξετάζω) + -είο


αστεροσκόπος

αστεροσκόπος Koine-Griechisch ἀστεροσκόπος


αστερώνω

αστερώνω αστέρας


αστή

αστή αστός


αστήριχτος

αστήριχτος αστήρικτος


αστίατρος

αστίατρος άστ(υ) + ιατρ(ός) + -ος


αστιγματισμός

αστιγματισμός Etymologie fehlt


αστικά


αστικοποίηση

αστικοποίηση αστικοποιώ + -ση


αστικοποιώ

αστικοποιώ αστικός + ποιώ


αστιξία

αστιξία Koine-Griechisch ἀστιξία altgriechisch στίζω


αστοιχείωτος

αστοιχείωτος Etymologie fehlt


αστόλιστος

αστόλιστος Etymologie fehlt


άστοργα

άστοργα άστοργος + -α


αστοργία

αστοργία Etymologie fehlt


άστοργος

άστοργος altgriechisch ἄστοργος


αστός

αστός altgriechisch ἀστός ἄστυ


άστοχα

άστοχα άστοχος + -α altgriechisch ἄστοχος ἀ- + στόχος indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)


αστοχασιά

αστοχασιά αστόχαστος


αστόχαστα

αστόχαστα αστόχαστος + -α


αστόχαστος

αστόχαστος α- (στερητικό) + στοχαστ- ( στοχάζομαι) + -ος


αστοχεύω

αστοχεύω αστοχώ + -εύω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback