{το}  αστείο Subst.  [astio, asteio]

{der}    Subst.
(1728)
{der}    Subst.
(654)
{der}    Subst.
(280)
{die}  
Lachnummer (ugs.)
  Subst.
(5)

Etymologie zu αστείο

αστείο substantiviertes Neutrum von αστείος


GriechischDeutsch
Ευλογίες στο σκοτάδι τυφώνες είναι γενικά δεν είναι αστείο, αλλά τα τελευταία χρόνια είχαμε κάποιες πολύ γελοία αυτά στο παρελθόν ...Blessings in Darkness Hurricanes sind in der Regel kein Witz, aber in den letzten Jahren haben wir einige ziemlich lächerlich diejenigen in der Vergangenheit ...

Übersetzung nicht bestätigt

Ευλογίες σε τυφώνες σκοτάδι, γενικά δεν είναι αστείο, αλλά τα τελευταία χρόνια είχαμε κάποιες αρκετά γελοία αυτά που στο παρελθόν ...Blessings in Darkness Hurricanes sind in der Regel kein Witz, aber in den letzten Jahren haben wir einige ziemlich lächerlich diejenigen in der Vergangenheit ...

Übersetzung nicht bestätigt

δεν είναι αστείο, ένα καλό θέμα θα πάρει το κόμμα σας από ένα θαμπό συλλογή arhundredets κόμματος.kein Witz, ein gutes Thema wird Ihre Partei von einer dumpfen Sammlung von arhundredets Partei ergreifen.

Übersetzung nicht bestätigt

Εμείς πάμε για ένα ταξίδι με το τρένο ... (Για να παρακολουθήσουν το αστείο της Μητέρας Φύσης αρ.1)Wir arbeiten an einer Reise mit dem Zug los ... (Den Witz von Mutter Natur No.1 zu sehen)

Übersetzung nicht bestätigt

Όταν ξέραμε ότι επρόκειτο να παντρευτεί, τότε το αστείο μεταπηδά στο σχέδιο.Als wir wussten, dass wir verheiratet sein würden, dann wechselte der Witz in den Plan.

Übersetzung nicht bestätigt





Griechische Definition zu αστείο

αστείο το [astío] : λόγος ή σύντομη διήγηση ή και ενέργεια που προκαλεί το γέλιο: Ένα έξυπνο / νόστιμο / κουτό / άνοστο αστείο. Xοντρό / χοντροκομμένο αστείο, που συνήθ. θίγει ή γελοιοποιεί πρόσωπα ή καταστάσεις. Tου αρέσει να λέει / να κάνει αστεία. Πες μας κανένα αστείο να γελάσουμε. Λέω / κάνω κτ. στα αστεία, σαν αστείο, όχι σοβαρά. || σε στερεότυπες εκφορές, ΦΡ και εκφράσεις : ας αφήσουμε τα αστεία (κατά μέρος) / χωρίς αστεία / να λείπουν τα αστεία, όταν θέλουμε να δώσουμε σοβαρό τόνο στη συζήτηση. δε σηκώνω αστεία / δεν παίρνω από αστεία, ενοχλούμαι, παρεξηγώ τα αστεία που μου κάνουν. ούτε για αστείο, όταν κάποιος αναφέρει ένα δυσάρεστο ενδεχόμενο. παράγινε* το αστείο. μεταξύ σοβαρού* και αστείου. γυρίζω κτ. / ρίχνω κτ. στο αστείο, δεν το αντιμετωπίζω με τη σοβαρότητα που του ταιριάζει, το γελοιοποιώ. υπό τύπον αστείου, με τη μορφή αστείου. αστειάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀστεῖον `εκλεπτυσμένο΄, τά ἀστεῖα `ευφυολογήματα΄ & σημδ. γαλλ. plaisanterie]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback