Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ασβεσταριά


ασβεσταριό

ασβεσταριό ασβέστης


ασβεστάς

ασβεστάς ασβέστης


ασβέστης

ασβέστης mittelgriechisch altgriechisch ἄσβεστος


ασβέστιο

ασβέστιο Koine-Griechisch ἀσβέστιον altgriechisch ἄσβεστος


ασβεστίτης

ασβεστίτης ασβέστης


ασβεστοκάμινο

ασβεστοκάμινο ασβέστης + -ο- + καμίνι + -ο


ασβεστοκάμινος

ασβεστοκάμινος ασβέστ(ης) + -ο- + κάμινος


ασβεστοκονίαμα

ασβεστοκονίαμα Etymologie fehlt


ασβεστόλιθος

ασβεστόλιθος άσβεστ(ος) + -ο- + λίθος ((Lehnübersetzung) französisch calcaire lateinisch calcaneum) Wort verwendet ab 1874.


ασβεστόνερο

ασβεστόνερο ασβέστης+νερό


ασβεστοποιώ

ασβεστοποιώ ασβέστιο + ποιώ


άσβεστος

άσβεστος α- (στερητικό) + σβεσ- ( σβέννυμι) + -τος


ασβέστωμα

ασβέστωμα Etymologie fehlt


ασβεστώνω

ασβεστώνω ασβέστης


ασβέστωση

ασβέστωση ασβεστώνω


ασβός


άσε


άσεβα

άσεβα άσεβος + -α


ασέβεια

ασέβεια altgriechisch ἀσέβεια


ασέβημα

ασέβημα Etymologie fehlt


ασεβής

ασεβής altgriechisch ἀσεβής


άσεβος

άσεβος ασεβής + -ος altgriechisch ἀσεβής σέβω σέβας proto-indogermanisch *tyegʷ- (αποφεύγω, υποκύπτω) (κατά το αβλαβής → άβλαβος)


ασεβώς

ασεβώς Koine-Griechisch ἀσεβῶς altgriechisch ἀσεβής


ασελγής

ασελγής altgriechisch ἀσελγής


ασελγώ

ασελγώ Koine-Griechisch ἀσελγέω altgriechisch ἀσελγής


άσεμνος

άσεμνος Etymologie fehlt


ασετόν

ασετόν französisch acétone


ασετυλίνη

ασετυλίνη (entlehnt aus) französisch acétylène acetyl lateinisch acetum ( aceo proto-italienisch *akēō proto-indogermanisch *h₂eḱ-: οξύς, κοφτερός) + altgriechisch ὕλη ( proto-indogermanisch *swel- / *sel-)


ασήκωτος

ασήκωτος α- στερητικό + σηκώ(νω) + -τος


ασήμαντα


ασήμαντο


ασήμαντος

ασήμαντος α- στερητικό + σημαν- (αοριστικό θέμα του σημαίνω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


ασημαντότητα

ασημαντότητα ασήμαντος


ασημένιος

ασημένιος ασήμ(ι) + -ένιος


ασήμι

ασήμι Etymologie fehlt


ασημί


ασημικό

ασημικό mittelgriechisch ασημικό(ν) ασήμι


άσημος

άσημος altgriechisch ἄσημος


ασημόσκονη

ασημόσκονη ασημό- + σκόνη


ασημότητα

ασημότητα άσημος


ασήμωμα

ασήμωμα ασημώνω


ασημώνω

ασημώνω ασήμι + -ώνω


ασθένεια

ασθένεια altgriechisch ἀσθένεια


ασθενέστερος

ασθενέστερος συγκριτικός βαθμός του ασθενής και του ασθενικός, αλλά και άλλων με δύσχρηστα παραθετικά (π.χ. του αδύναμος, ανίσχυρος)


ασθενής

ασθενής altgriechisch ἀσθενής


ασθενικά

ασθενικά ασθενικός


ασθενικός

ασθενικός Etymologie fehlt


ασθενοφόρο

ασθενοφόρο (Wort verwendet ab 1833) ασθενής +-φόρο ( φέρω), απόδοση του γαλλικού: ambulance


ασθενώ

ασθενώ altgriechisch ἀσθενέω / ἀσθενῶ


άσθμα

άσθμα altgriechisch ἄσθμα


ασθμαίνω

ασθμαίνω Etymologie fehlt


ασθματικός

ασθματικός Etymologie fehlt


ασιανολογία

ασιανολογία ασιανολόγος ασιανός+λέγω


ασιανολόγος

ασιανολόγος ασιανός+ -λόγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


ασιατικά


ασίγαστα

ασίγαστα ασίγαστος + -α


ασίκης

ασίκης türkisch aşιk [1] arabisch عاشق (āşik, «εραστής»)


ασικλίκι

ασικλίκι ασίκης türkisch âşik


ασιτία

ασιτία altgriechisch ἀσιτία ἀ- + σῖτος


ασκανδάλιστα

ασκανδάλιστα ασκανδάλιστος + -α Koine-Griechisch ἀσκανδάλιστος σκάνδαλον


ασκανδάλιστος

ασκανδάλιστος Koine-Griechisch ἀσκανδάλιστος σκάνδαλον


ασκανδαλίστως


ασκαρδαμυκτί

ασκαρδαμυκτί altgriechisch ἀσκαρδαμυκτί ἀσκαρδάμυκτος


ασκαύλι

ασκαύλι άσκαυλος + -ι


άσκαυλος

άσκαυλος ασκός + αυλός + -ος (πβ. Koine-Griechisch ἀσκαύλης)


ασκεπής

ασκεπής Koine-Griechisch ἀσκεπής


ασκέρι

ασκέρι türkisch asker «σώμα στρατού» + -ι arabisch عسكر (ʿaskar) «στρατιώτης» μέση persisch lškl (laškar).


ασκημάδα

ασκημάδα Etymologie fehlt


άσκηση

άσκηση altgriechisch ἄσκησις


ασκηταριό

ασκηταριό ασκητής + -αριό


ασκητήριο

ασκητήριο Koine-Griechisch ἀσκητήριον (2. (Lehnbedeutung) französisch ermitage)


ασκητής

ασκητής Etymologie fehlt


ασκητισμός

ασκητισμός ασκητής


ασκί

ασκί mittelgriechisch ασκί(ν) Koine-Griechisch ἀσκίον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής λέξης ἀσκός


ασκιά


Ασκληπιός

Ασκληπιός altgriechisch Ἀσκληπιός


ασκόλυμπρος

ασκόλυμπρος altgriechisch σκόλυμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


ασκομαντούρα

ασκομαντούρα ασκός + -ο- + μαντούρα


άσκοπα

άσκοπα άσκοπος + -α


ασκόπως


ασκός

ασκός altgriechisch ἀσκός


ασκούμενος

ασκούμενος μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ασκούμαι


ασκούφωτος

ασκούφωτος α- + σκούφια + -ωτος mittelgriechisch σκούφια / σκουφία italienisch scuffia cuffia lateinisch cofia / cofea / cuffa / cuphia (κράνος, κουκούλα) φραγκικά *kuf(f)ja ‎(κόμμωση) πρωτογερμανικά *kupjō ‎(κουκούλα, σκούφος)


ασκώ

ασκώ altgriechisch ἀσκέω, ἀσκῶ


ασλάνι

ασλάνι türkisch aslan οθωμανικά τουρκικά ارسلان (arslan)


άσμα

άσμα altgriechisch ᾆσμα


Ασμοδαίος

Ασμοδαίος Koine-Griechisch Ἀσμοδαῖος hebräisch אשמדאי‎


ασορτί

ασορτί französisch assorti (αρσενικό της μετοχής αορίστου του ρήματος assortir)


άσος

άσος Etymologie fehlt


ασουλούπωτα

ασουλούπωτα ασουλούπωτος + -α


ασούρωτος

ασούρωτος α στερητ.+σουρώνω


ασούσσουμος

ασούσσουμος mittelgriechisch ἀσούσσουμος στερητικό α + σύσσημον (σουσσούμι)


ασπάζομαι

ασπάζομαι altgriechisch ἀσπάζομαι


ασπάλαθος

ασπάλαθος altgriechisch ἀσπάλαθος


ασπάλακας

ασπάλακας altgriechisch ἀσπάλαξ


άσπαρτα


ασπασμός

ασπασμός altgriechisch ἀσπασμός


ασπερματισμός

ασπερματισμός (entlehnt aus) aspermatism altgriechisch σπέρμα


ασπερμία

ασπερμία (entlehnt aus) aspermia altgriechisch σπέρμα



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback