Griechische Definition zu άσε
άσε [áse] (& άσ' when followed by definite art. or pron of 3rd person) 2sg imper, άστε 2pl
① let, allow, permit (syn άφησε):
άσ' τον να έρθει, να κοιμηθεί, να περάσει |
phr άσ' τον να κουρεύεται (or να βουρλίζεται) I don't care what happens to him |
άσ' τα να παν στο διάολο let it all go to hell |
άσενα ξυπνήσω τον καπετάνιο (Karkavitsas) |
άσε, δάσκαλε, να ιδούμε το θέατρο (Melas) |
πες μια καλή κουβέντα, άσε το μούτρο σου να γελάσει (Kastanakis) |
άσ' τους να κάνουνε ό,τι τους αρέσει (Petsadivs) |
rembetiko song Xάρε, του λέγω, άσεμε ακόμα για να ζήσω (IPetrop) |
poem άσετότε το κύμα, όπου θέλει να σπάζει (KChatzop) |
στη βρύση των χειλιώνε σου, καλή μου, | της δίψας μου τη φλόγα άσε να σβήσω (Karyotakis)
ⓐ leave (alone), let (be) (syn άφησε):
άσεμε ήσυχο |
άσε το παράθυρο ανοιχτό |
να προσπαθήσεις· κι άσε καταμέρος την εντύπωσή σου (Palam) |
πάρε τις γυναίκες σου και φύγε· κι άσε το βασίλειο σ' εμάς (Varnadivs) |
η πεθερά της τη σταμάτησε |
"άσε, θα πάω εγώ" (Karagatsis) |
folks. άσπλαχνη δεν με λυπάσαι; άσεμε στο χάλι μου (Passow)
ⓑ let's wait until, wait and see (syn κάτσε, περίμενε):
folkt άσενα δούμε .. άμα τελειώσει το φαΐ του και δεν κάνει το σταυρό του, πάρ' τον (Loukatos) |
είσαι νέος ακόμα· άσε να σε μάθω εγώ (Makryg) |
θα τα κανονίσουμε όλα· απόψε κιόλα· άσε να νυχτώσει (Petsadivs)
② let go, drop (it), never mind, leave, forget (syn άφησε):
άσ' το κάτω leave it on the floor, let go (of it) |
άσετώρα τα κουπιά και παίξε μας κανένα σκοπό (Nirvanas) |
άσε τα λουλούδια και κοίτα τη δουλειά σου (ChZalokostas) |
folks. άστε, λεβέντες, τ' άρματα, αφήστε το τουφέκι (Theros) |
poem θα με ξεσκίσετε, άστε με (Stavrou Ar)
ⓒ cut out, cut off, enough of, stop (syn κόψε, σταμάτα):
άσ' τα πολλά λόγια |
άσ' τ' αστεία, την ειρωνεία, τα κόλπα, τα τσαλιμάκια |
άσ' τ' αυτά come off it, stop this nonsense |
άσετις σαχλαμάρες και βοήθησέ με να φορτωθώ τη ντουλάπα (ChZalokostas)
③ phr ας τα forget it!, don't ask!:
"πώς τα περνάς;" "ας τα!" (Psathas) |
από τότε που πήγα φυλακή, ας τα (Katseldiv) |
η Στέλλα είναι αρσενικοθήλυκη· ας τα, την κακομοίρα (Charis)
ⓓ phr άσε (που) let alone, not to speak of (near-syn L εξάλλου):
ήτανε για κείνη, όμως, να σκάσει, δε θα της το 'λεγα· άσεπου δε θα κοτούσα ποτές να μιλήσω για τέτοια πράματα (Myriv) |
παντού σμπίροι, ολούθε χαφιέδες· .. άσε πια το πώς και το τι πλερώνουνε οι χωριάτες (Petsadivs) |
άστε πια που κι οι ανθρώποι έχουνε τώρα τα καράβια γι' αραμπάδες της θάλασσας (Vlami)
[syncopated fr ας (← άφες) w. -ε, 2sg aor imper of αφίω, αφίνω ← αφίημι]
[...]
http://www.greek-language.gr