Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



απαγωγός

απαγωγός altgriechisch ἀπαγωγός ἀπάγω ἀπό + ἄγω


απάδει

απάδει (λόγιο) altgriechisch το γ' πρόσωπο του ἀπᾴδω (τραγουδάω παράφωνα, δεν ταιριάζω) όπως η ελληνιστική σημασία της μετοχής ενεργητικού ενεστώτα ἀπᾷδον (είναι αταίριαστο)[1]


απαζάρευτα

απαζάρευτα απαζάρευτ(ος) + -α


απαθανατίζω

απαθανατίζω altgriechisch ἀπαθανατίζω ἀπό + ἀθάνατος + -ίζω


απαθανάτιση

απαθανάτιση Koine-Griechisch ἀπαθανάτισις altgriechisch ἀπαθανατίζω


απαθανάτισμα

απαθανάτισμα απαθανατίζω + -μα


απαθανατισμός

απαθανατισμός Koine-Griechisch ἀπαθανατισμός


απάθεια

απάθεια altgriechisch ἀπάθεια ἀπαθής ἀ- στερητικό + πάθος


απαθής

απαθής altgriechisch ἀπαθής ἀ- στερητικό + πάθος


απαιδευσία

απαιδευσία altgriechisch ἀπαιδευσία


απαίδευτα

απαίδευτα απαίδευτος + -α


απαίδευτος

≈ συνώνυμα: ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ανεκπαίδευτος, απαιδαγώγητος


απαίσια


απαίσιο


απαισιόδοξα

απαισιόδοξα απαισιόδοξος + -α


απαισιοδοξία

απαισιοδοξία απαισιόδοξος


απαισιόδοξος

απαισιόδοξος (λόγιο), (από) απ- στερητικό + αισιόδοξος[1], απόδοση για τη französisch pessimiste, αντί του *αν-αισιόδοξος, πιθανόν von επίδραση του απαίσιος[2]


απαισιοδοξώ

απαισιοδοξώ απαισιόδοξος


απαίσιος

απαίσιος Koine-Griechisch ἀπαίσιος


απαισιότητα

απαισιότητα απαίσιος + -ότητα


απαίτηση

απαίτηση απαιτώ


απαιτητικός

απαιτητικός απαιτητής + -ικός


απαιτητικότητα

απαιτητικότητα Katharevousa απαιτητικότης απαιτητικός + -ότης / -ότητα


απαιτούμενα


απαιτώ

απαιτώ altgriechisch ἀπαιτῶ


απάκι

απάκι mittelgriechisch απάκι(ν)


απαλά


απαλαίνω

απαλαίνω απαλύνω


απαλάμη

απαλάμη α- (προτακτικό) + παλάμη


απάλειψη

απάλειψη (λόγιο) Koine-Griechisch ἀπάλειψις ( ἀπαλείφ(ω)--σις) + -ση ἀπό (απ-) + ἀλείφω


απαλλαγή

απαλλαγή altgriechisch ἀπαλλαγή ἀπαλλάσσω ἀλλάσσω ἄλλος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂élyos


απαλλάσσομαι

απαλλάσσομαι μεσοπαθητικό του ρήματος απαλλάσσω


απαλλάσσω

απαλλάσσω altgriechisch ἀπαλλάσσω


απαλλοτριώνω

απαλλοτριώνω altgriechisch ἀπαλλοτριόω / ἀπαλλοτριῶ


απαλλοτρίωση

απαλλοτρίωση altgriechisch ἀπαλλοτρίωσις


απαλό


απαλογέρνω

απαλογέρνω απαλός + -ο- + γέρνω


απαλοιφή

απαλοιφή Koine-Griechisch ἀπαλοιφή


απαλός

απαλός altgriechisch ἁπαλός


απαλοσύνη

απαλοσύνη απαλός + -οσύνη


απαλότητα

απαλότητα altgriechisch ἁπαλότης


απάλυνση

απάλυνση απαλύνω + -ση altgriechisch ἁπαλύνω ἁπαλός


απαλύνω

απαλύνω altgriechisch ἁπαλύνω ἁπαλός


απανεμιά

απανεμιά από + άνεμος


απάνθισμα

απάνθισμα Etymologie fehlt


απανθρακώνω

απανθρακώνω από + άνθρακας


απανθράκωση

απανθράκωση απανθρακώνω + -ση


απάνθρωπα

απάνθρωπα απάνθρωπος + -α


απανθρωπιά

απανθρωπιά Koine-Griechisch ἀπανθρωπία


απανθρωπισμός

απανθρωπισμός από + ανθρωπισμός


απάνθρωπος

απάνθρωπος altgriechisch ἀπάνθρωπος


απανταχούσα

απανταχούσα απανταχού[1] Koine-Griechisch ἁπανταχοῦ altgriechisch ἅπας πᾶς indoeuropäisch (Wurzel) *ph₂ent


απαντέχω

απαντέχω mittelgriechisch ἀπαντέχω altgriechisch ὑπαντέχω[1]


απάντηση

ΔΦΑ : /aˈpan.di.si/


απαντλώ

απαντλώ altgriechisch ἀπαντλέω / ἀπαντλῶ ἀντλέω / ἀντλῶ ἄντλος


απαντοχή

απαντοχή απαντέχω


απαντώ


απανωβελονιά

απανωβελονιά απάνω + βελονιά


απανωκόρμι

απανωκόρμι απάνω + κορμός + -ι


απανωπροίκι

απανωπροίκι απάνω + προίκα + -ι


απανώρουχο

απανώρουχο απάνω + ρούχο


απανωσιά

απανωσιά απάνω + -σιά


απανωτά


άπαξ

άπαξ altgriechisch ἅπαξ


απαξία

απαξία Koine-Griechisch ἀπαξία ἀπό + ἀξία


απαξιώ


απαξιώνω

απαξιώνω altgriechisch ἀπαξιόω ἀπό + ἀξιόω


απαξίωση

απαξίωση Πρότυπο:απόρριψη


απαράδεκτα

απαράδεκτα απαράδεκτος + -α


απαράδεκτο


απαράδεκτος

απαράδεκτος α- στερητικό + παραδεκτός παραδέχομαι (παρά + δέχομαι) + -ός


απαραίτητα

απαραίτητα απαραίτητος + -α


απαραίτητο


απαραίτητος

απαραίτητος altgriechisch ἀπαραίτητος


απαραιτήτως


απαράμιλλα

απαράμιλλα απαράμιλλος + -α


απαράμιλλος

απαράμιλλος mittelgriechisch ἀπαράμιλλος altgriechisch ἀ- + altgriechisch παράμιλλος παρά + ἅμιλλα


απαρατήρητα

απαρατήρητα απαρατήρητος + -α


απαρέγκλιτα

von επίθετο απαρέγκλιτος


απαρεγκλίτως


απαρέμφατο

απαρέμφατο ἀπαρέμφατον ἀπαρέμφατος (αφανέρωτος) α- στερητικό και παρεμφαίνω


απαρέσκεια

απαρέσκεια mittelgriechisch ἀπαρέσκεια altgriechisch ἀπαρέσκω


απαρίθμηση

απαρίθμηση altgriechisch ἀπαρίθμησις


απαριθμητής

απαριθμητής απαριθμώ + -τής


απαριθμώ

απαριθμώ altgriechisch ἀπαριθμέω / ἀπαριθμῶ


απάρνηση

απάρνηση Koine-Griechisch ἀπάρνησις


απαρνησιά

απαρνησιά απάρνησ(η) + -ιά


απαρνητής

απαρνητής Koine-Griechisch ἀπαρνητής


απαρνήτρα

απαρνήτρα απαρνητής + κατάληξη θηλυκού -τρα


απαρνιέμαι

απαρνιέμαι altgriechisch ἀπαρνοῦμαι


απαρνούμαι

απαρνούμαι mittelgriechisch απαρνούμαι


απαρρησίαστος

απαρρησίαστος Koine-Griechisch ἀπαρρησίαστος altgriechisch πᾶς + ῥῆσις


άπαρση

άπαρση Koine-Griechisch ἄπαρσις altgriechisch ἀπαίρω ἀπό + αἵρω


απαρτία

απαρτία altgriechisch ἀπαρτία (λόγω συσχέτισής του με το απαρτίζω επίρρημα ἀπαρτί ἀπ᾽ ἄρτι) [1][2]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


απαρτίζω

απαρτίζω από + άρτιος + ρηματ. κατάληξη


απαρτμάν

απαρτμάν französisch appartement


απαρτχάιντ

απαρτχάιντ englisch apartheid αφρικάανς apartheid von ολλανδική λέξη apart (διαχωρίζω) + το επίθεμα -heid (αντίστοιχο του ελληνικού -ότητα)


απαρχαιώνω

απαρχαιώνω altgriechisch ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι ἀπό + ἀρχαιόομαι / ἀρχαιοῦμαι ἀρχαῖος ἀρχή


απαρχή

απαρχή altgriechisch ἀπαρχή ἀπὀ + ἀρχή


άπας

άπας altgriechisch ἅπας, ἅπασα, ἅπαν



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback