Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ανατοκισμός

ανατοκισμός ανατοκίζω


ανατολή

ανατολή altgriechisch ἀνατολή ἀνατέλλω


Ανατολία

Ανατολία Etymologie fehlt


ανατολικά

η Νάξος βρίσκεται ανατολικά της Πάρου


ανατολικός

ανατολικός Koine-Griechisch ἀνατολικός altgriechisch ἀνατολή ἀνατέλλω ἀνά + τέλλω (2. (Lehnbedeutung) französisch oriental)


ανατολικώς


ανατολιστής

ανατολιστής Ανατολή + -ιστής ((Lehnübersetzung) französisch orientaliste)


ανατολίτισσα

ανατολίτισσα ανατολίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα


ανατομείο

ανατομείο ΄ανατέμνω


ανατομή

ανατομή altgriechisch ἀνατομή


ανατομία

ανατομία Koine-Griechisch ἀνατομία ἀνά + altgriechisch τομή τέμνω


ανατομικά

ανατομικά ανατομικός


ανατόμος

ανατόμος Etymologie fehlt


ανατοξίνη

ανατοξίνη ανα- + τοξίνη (entlehnt aus) französisch toxine toxique lateinisch toxicum altgriechisch τοξικόν, Maskulinum von τοξικός τόξον


ανατοποθέτηση

ανατοποθέτηση ανατοποθετώ + -ση


ανατοποθετώ

ανατοποθετώ ανα- + τοποθετώ


ανατρέπω

ανατρέπω altgriechisch ἀνατρέπω


ανατρέφω


ανατρέχω

ανατρέχω Koine-Griechisch ἀνατρέχω


ανατριχιάζω

ανατριχιάζω Koine-Griechisch ἀνάτριχος (με όρθιες τις τρίχες)


ανατρίχιασμα

ανατρίχιασμα ανατριχιάζω


ανατριχίλα

ανατριχίλα ανατριχιάζω + -ίλα


ανατροπέας

ανατροπέας altgriechisch ἀνατροπεύς ἀνατρέπω τρέπω


ανατροπή

ανατροπή ανατρέπω


ανατροφή

Η εργασία ήτο η μόνη ανατροφή, ἥν είχε λάβει παρά του πατρός του, αύτη δε ήτο, φρονώ, η αρίστη, ἥν ηδύνατο λάβη, και αύτη τον έσωζεν. (Αλ. Παπαδιαμάντης, "Η Γυφτοπούλα")


ανατροφοδότηση

ανατροφοδότηση Katharevousa ανατροφοδότησις ανα- + τροφοδότησις


ανάτυπο

ανάτυπο ανα- + τύπος + -ο


ανατυπώνω

ανατυπώνω Koine-Griechisch ἀνατυπόω-ἀνατυπῶ


ανατύπωση

ανατύπωση Koine-Griechisch ἀνατύπωσις ἀνατυπόω / ἀνατυπῶ τυπόω / τυπῶ altgriechisch τύπος τύπτω ((Lehnbedeutung) englisch reprinting)


αναφαγιά

αναφαγιά ανα- + έφαγα + -ιά


αναφέρω

αναφέρω ἀναφέρω


Ανάφη

Ανάφη Etymologie fehlt


αναφιλητό

αναφιλητό ίσως von altgriechisch ἀναφλύω (κοχλάζω)


αναφλέγω

αναφλέγω altgriechisch ἀναφλέγω


αναφλεκτήρας

αναφλεκτήρας αναφλέγω + -τήρας


ανάφλεξη

ανάφλεξη αναφλέγω


αναφομοίωτα

αναφομοίωτα αναφομοίωτος + -α


αναφορά

αναφορά altgriechisch ἀναφορά ἀναφέρω


αναφορέας


αναφορικά

αναφορικά αναφορικός


αναφροδισία

αναφροδισία αναφρόδιτος


αναφτερώνω

αναφτερώνω mittelgriechisch ἀναφτερώνω[1] Koine-Griechisch ἀναπτερώνω {νέα ελληνική ἀναπτερόω - ἀναπτερῶ. siehe auch ἀναπτερυγίζω


αναφυλαξία

αναφυλαξία (entlehnt aus) französisch anaphylaxie altgriechisch ἀνά + φύλαξις


αναφύομαι

αναφύομαι αναφύω


αναφύτευση

αναφύτευση αναφυτεύω + -ση


αναφωνώ

αναφωνώ altgriechisch ἀναφωνέω-ἀναφωνῶ


αναχαιτίζω

αναχαιτίζω altgriechisch ἀναχαιτίζω ἀνά + χαίτη


αναχαίτιση

αναχαίτιση Koine-Griechisch ἀναχαίτισις altgriechisch ἀναχαιτίζω ἀνά + χαίτη indoeuropäisch (Wurzel) *gait- (μαλλιά)


αναχαιτισμός

αναχαιτισμός αναχαιτίζω + -μός


αναχρονισμός

αναχρονισμός ανα +χρονος>


ανάχωμα

ανάχωμα Koine-Griechisch ἀνάχωμα ἀνά + χώννυμι / χωννύω altgriechisch χόω


αναχώρηση

αναχώρηση altgriechisch ἀναχώρησις


αναχωρητήριο

αναχωρητήριο mittelgriechisch ἀναχωρητήριον Koine-Griechisch ἀναχωρητής altgriechisch ἀναχωρέω / ἀναχωρῶ χωρέω / χωρῶ


αναχωρητής

αναχωρητής αναχωρώ


αναχωρητισμός

αναχωρητισμός von ελληνογενή französisch anachorétisme altgriechisch ἀναχώρησις + (Lehnbedeutung) französisch départ


αναχωρώ

αναχωρώ altgriechisch ἀναχωρῶ


αναψηλάφηση

αναψηλάφηση Etymologie fehlt


αναψοκοκκινίζω

αναψοκοκκινίζω ανάβω + -ο- + κοκκινίζω


αναψοκοκκίνισμα

αναψοκοκκίνισμα αναψοκοκκινίζω + -μα


αναψυκτήριο

αναψυκτήριο (Katharevousa) ἀναψυκτήριον Koine-Griechisch ἀναψυκτήριον (τόπος αναψυχής)


αναψυκτικό

αναψυκτικό αναψυκτικός αναψύχω


αναψυχή

αναψυχή altgriechisch ἀναψυχή ἀναψύχω


αναψύχω

αναψύχω altgriechisch ἀνά + ψύχω


αναψυχώνω

αναψυχώνω ἀναψυχώνω in Katharevousa mittelgriechisch ἀναψυχώνω και ἀναψυχῶ altgriechisch ἀναψύχω (δροσίζω αλλά και ανανεώνω, αναπτερώνω το ηθικό)


ανδεσίτης

ανδεσίτης englisch andesite Andes (Άνδεις)


άνδηρο

άνδηρο altgriechisch ἄνδηρον


Ανδραβίδα


ανδραγάθημα


ανδραγαθία

ανδραγαθία altgriechisch ἀνδραγαθία


ανδραγαθώ

ανδραγαθώ Koine-Griechisch ἀνδραγαθῶ


ανδραδέλφη

ανδραδέλφη Etymologie fehlt


ανδράδελφος

ανδράδελφος mittelgriechisch ἀνδράδελφος / αντράδελφος Koine-Griechisch ἀνδράδελφος altgriechisch ἀνήρ + ἀδελφός


ανδραποδίζω

ανδραποδίζω ανδραποδίζω


ανδραποδισμός

ανδραποδισμός Etymologie fehlt


ανδράποδο

ανδράποδο altgriechisch ἀνδράποδον


άνδρας

άνδρας λόγια επίδραση στο άντρας με προφορά [nð][1] altgriechisch ἀνήρ, αιτιατική, ἄνδρα


ανδρεία

ανδρεία altgriechisch ἀνδρεία ἀνήρ


ανδρειεύω

ανδρειεύω mittelgriechisch ανδρειεύω


ανδρείκελο

ανδρείκελο altgriechisch ἀνδρείκελον ἀνδρείκελος ἀνήρ + εἴκελος (όμοιος)


ανδρείος

ανδρείος altgriechisch ἀνδρεῖος ἀνδρ-, από τη Genitiv του ἀνήρ


ανδρειοσύνη

ανδρειοσύνη ανδρείος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


ανδρειότητα

ανδρειότητα (Katharevousa) ἀνδρειότης


ανδρειωμένος

ανδρειωμένος Passiv Perfekt von ανδρειώνομαι


ανδρειώνω

ανδρειώνω mittelgriechisch ανδρειώνω Koine-Griechisch ἀνδρειόω / ἀνδρειῶ


ανδριάντας


ανδριαντοποιία

ανδριαντοποιία altgriechisch ἀνδριαντοποιία


ανδριαντοποιός

ανδριαντοποιός altgriechisch ἀνδριαντοποιός ἀνδριάς + ποιέω


ανδριάς

ανδριάς altgriechisch ἀνδριάς


ανδρικά


ανδρικός

ανδρικός άνδρας + -ικός


ανδρισμός

ανδρισμός (Katharevousa) ἀνδρισμός Koine-Griechisch ἀνδρισμός (η ανδρεία)


ανδρόγυνο

ανδρόγυνο Katharevousa ἀνδρόγυνον mittelgriechisch ἀνδρόγυνον / ἀντρόγυνο(ν) Koine-Griechisch ἀνδρόγυνον altgriechisch ἀνδρόγυνον (ερμαφρόδιτος, γυναικωτός ἀνήρ + γυνή


ανδροκοίτης

ανδροκοίτης Koine-Griechisch ἀνδροκοίτης ἀνήρ και κοίτη


ανδροκρατία

ανδροκρατία λόγια λέξη von άνδρας και κρατώ κατά το αριστοκρατία, μονοκρατορία, φαυλοκρατία κ.λπ.


ανδροκρατούμαι

ανδροκρατούμαι άνδρας και -κρατώ ( κράτος)


ανδρολογία

ανδρολογία (Katharevousa) ἀνδρολoγία (entlehnt aus) englisch andrology ανήρ ανδρο- + -λογία


ανδρολόγος

ανδρολόγος (Katharevousa) ἀνδρολόγος (entlehnt aus) (απόδοση) englisch andrologist ανδρο- + -λόγος ( λέγω)


Ανδρομάχη

Ανδρομάχη altgriechisch Ἀνδρομάχη


Ανδρομέδα

Ανδρομέδα altgriechisch Ἀνδρομέδα


ανδροπρέπεια

ανδροπρέπεια (Katharevousa) ἀνδροπρέπεια ἀνδροπρεπής



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback