Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.
Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischαγγουροντομάτα αγγούρι[1] + -ο- + ντομάτα[2]
αγγουροντοματοσαλάτα αγγούρ(ι) + -ο- + ντομάτ(α) + -ο- + σαλάτα
αγγουροσαλάτα αγγούρι + σαλάτα
αγγρίφι mittelgriechisch ἀγγρίφιον
αγδίκιωτος mittelgriechisch ἀγδίκιωτος. siehe auch mittelgriechisch λέξη ἀγδίκητος.
αγελάδα Koine-Griechisch ή mittelgriechisch ἀγελάς ἀγελαία (που ζει σε αγέλη) βοῦς (βόδι)
αγελαδάρης αγελάδα + -άρης
αγελαδοτροφία αγελάδα + -τροφία
αγελαδοτρόφος (λόγια) ἀγελάς/αγελάδ(α) + -ο- + -τρόφος (τρέφω)
αγέλαστα αγέλαστος
αγέλη altgriechisch ἀγέλη ἄγω ινδοευρωπαϊκά: *ag-
αγεληδόν altgriechisch ἀγεληδόν ἀγέλη + -ηδόν
αγένεια altgriechisch ἀγένεια ἀγενής
μου μίλησε αγενώς και δεν της είχα κάνει τίποτα
αγέρωχα αγέρωχος
αγέρωχος altgriechisch ἀγέρωχος
άγημα altgriechisch ἄγημα
αγιάγκαθο αγι- + αγκάθ(ι) + -ο
αγιάζι türkisch ayaz
αγιάζω Koine-Griechisch ἁγιάζω altgriechisch ἁγίζω
αγιάνης türkisch ayan
αγιάρι türkisch ayar arabisch عيار (ʻiyār, ʻayār, ρύθμιση) عاير (ayir, μετρώ, καλιμπράρω)
αγίασμα altgriechisch ἁγίασμα ἁγιάζω
αγιασμός Koine-Griechisch ἁγιασμός ἅγιος
αγιαστήρα Etymologie fehlt
αγιαστούρα Etymologie fehlt
αγιατολάχ englisch ayatollah [1] persisch آیتالله (âyatollâh) arabisch آيَةُ اللّٰه (āyat allāh, σημάδι του Θεού)
αγιάτρευτα αγιάτρευτος
αγιάτρευτος α- στερητικό + γιατρεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
αγιογδύτης άγιος + γδύνω
αγιογράφηση αγιογραφώ
αγιογραφία αγιογράφος
αγιογράφος αγιο- + -γράφος (ζωγραφίζω). Διαφορετικό το ελληνιστικό ἁγιόγραφος
αγιογραφώ αγιογράφος
αγιοδημητριάτικα αγιοδημητριάτικος + -α
αγιοδημητριάτικο Maskulinum von αγιοδημητριάτικος
αγιοκέρι άγιος + -ο- + κερί + -ι
αγιόκλημα mittelgriechisch αγιόκλημα αιγόκλημα αίγα + -ο- + κλήμα
αγιολόγιο άγι(ος) + -ο- + -λόγιο
αγιοποίηση αγιοποιώ
αγιοποιώ άγιος + ποιώ
αγιοστέφανο αγιο- + στέφανο
αγιοσύνη Koine-Griechisch ἁγιωσύνη
αγιοταφίτης αγιο- + Τάφ(ος) + -ίτης[1]
αγιότητα Koine-Griechisch ἁγιότης ἅγιος
Άγις altgriechisch Ἆγις
αγκαζάρισμα αγκαζάρω
αγκαζάρω französisch engager
αγκαζέ französisch engagé
αγκαθένιος αγκάθι + ένιος
αγκαθερός αγκάθι + -ερός
αγκάθι μεσαιωνικό ἀκάνθιν αρχαίο ἀκάνθιον, υποκοριστικό του ἄκανθα ἀκή, λεπτή άκρη
αγκαθιά αγκάθι + -ιά
αγκαθότοπος αγκάθι + τόπος
αγκαθώνω αγκάθι
αγκαλά αν καλά
αγκάλη (λόγιο) altgriechisch ἀγκάλη. siehe auch αγκαλιά
αγκαλιά mittelgriechisch ἀγκαλιά altgriechisch ἀγκάλη
αγκαλιάζω αγκαλιά
αγκάλιασμα αγκαλιάζω αγκαλιά altgriechisch ἀγκάλη
αγκαλιαστά Etymologie fehlt
αγκίδα mittelgriechisch αγκίδα ἀκίς
αγκινάρα mittelgriechisch ἀγκινάρα Koine-Griechisch κινάρα altgriechisch κυνάρα
αγκιναριά αγκινάρα + -ιά
αγκιναρόκηπος αγκινάρα + -ο- + κήπος
αγκιναροκούκια αγκινάρα + -ο- + κουκιά
αγκιναρότοπος αγκινάρα + -ο- + τόπος
αγκιναρόφυλλο αγκινάρ(α) + -ό- + -φυλλο
αγκιναρόχορτο αγκινάρα + -ο- + χόρτο
αγκίστρι mittelgriechisch ἀγκίστριν Koine-Griechisch ἀγκίστριον altgriechisch ἄγκιστρον
άγκιστρο altgriechisch ἄγκιστρον
αγκίστρωμα αγγιστρώνω
αγκιστρώνω Koine-Griechisch ἀγκιστρῶ
αγκίστρωση altgriechisch ἀγκίστρωσις
αγκιτάτορας von lateinisch agitator.
αγκιτάτσια ρωσική агитация λατ. agitatio (=παρότρυνση)
αγκλέουρας altgriechisch ἑλλέβορος
αγκλίτσα slawisch кључ / ključ[1] (kʎûːtʃ: κλειδί, γάντζος) Υπάρχει και η άποψη *αγκυλίτσα altgriechisch ἀγκύλος[2][3] πρωτοslawisch *ključь proto-indogermanisch *kleh₂us
αγκομάχημα αγκομαχώ
αγκομαχητό αγκομαχώ
αγκομαχώ mittelgriechisch ἀγκομαχῶ altgriechisch ἀγκώνω + -μαχῶ μάχομαι
αγκορτσιά → siehe: γκορτσιά
αγκουρέτο italienisch ancoretta, υποκοριστικό του ancora lateinisch ancora altgriechisch ἄγκυρα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *ang-
αγκούσα mittelgriechisch αβέβαιης ετυμολογίας. möglicherweise von venezianisch angossa, welches etymologisiert von lateinisch angustia (= τά στενά, η στενοχωρία, αι πύλαι). Nach Γ. Χατζιδάκι ist das Wort altgriechisch και αποτελεί παραφθορά του τύπου ογκούσα, μετοχής του ρήματος ογκούμαι (= συσσωρεύομαι, εξογκώνομαι).
αγκουσεύω αγκούσα
αγκράφα französisch agrafe
αγκύλη altgriechisch ἀγκύλη ἀγκύλος
αγκύλι Etymologie fehlt
αγκυλοστομίαση αγκυλόστομα (νηματοσκώληκας)
αγκύλωμα altgriechisch ἀγκύλωμα
αγκυλώνω mittelgriechisch altgriechisch ἀγκυλόω, -ῶ
αγκύλωση altgriechisch ἀγκύλωσις ἀγκυλῶ
αγκυλωτός altgriechisch ἀγκυλωτός ἀγκυλῶ
αγκυροβόλημα αγκυροβολώ
αγκυροβόληση (Wort verwendet ab 1854) αγκυροβολώ
αγκυροβολία (Wort verwendet ab 1835) αγκυροβολώ
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.