Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αναπήδηση

αναπήδηση altgriechisch ἀναπήδησις


αναπηδώ

αναπηδώ altgriechisch ἀναπηδάω / ἀναπηδῶ


αναπηρία

αναπηρία altgriechisch ἀναπηρία


ανάπηρος

ανάπηρος altgriechisch ἀνάπηρος ἀνα- + πηρός


ανάπλαση

ανάπλαση altgriechisch ἀνάπλασις


ανάπλασις


αναπλειστηριασμός

αναπλειστηριασμός αναπλειστηριάζω + -μός


ανάπλευση

ανάπλευση Koine-Griechisch ἀνάπλευσις altgriechisch ἀνάπλευσις (=σπάσιμο οστού)


αναπλέω

αναπλέω altgriechisch ἀναπλέω ἀνά + πλέω


αναπλήρωμα

αναπλήρωμα altgriechisch ἀναπλήρωμα ἀναπληρόω / ἀναπληρῶ πληρόω / πληρῶ πλήρης


αναπληρώνω

αναπληρώνω altgriechisch αναπληρόω -ῶ(γεμίζω ξανά)


αναπλήρωση

αναπλήρωση altgriechisch ἀναπλήρωσις ((Lehnbedeutung) französisch suppléance)


αναπλήρωσις


αναπληρωτής

αναπληρωτής αναπληρώνω + -τής


αναπληρώτρια

αναπληρώτρια αναπληρωτής + -τρια


Ανάπλι

Ανάπλι Etymologie fehlt


Αναπλιώτης

Αναπλιώτης Αναπλ(ι) + -ιώτης


ανάπλους

ανάπλους altgriechisch ἀνάπλοος / ἀνάπλους ἀναπλέω πλέω indoeuropäisch (Wurzel) *plew-


αναπνευστήρας

αναπνευστήρας άναπνευστήρ, λόγια λέξη που δημιούργησε η Katharevousa για να αποδώσει τη französisch respirateur


αναπνέω

αναπνέω altgriechisch ἀναπνέω


αναπνιά

αναπνιά mittelgriechisch ἀναπνιά altgriechisch ἀναπνέω πνέω indoeuropäisch (Wurzel) *pnew-


αναπνοή

αναπνοή Etymologie fehlt


ανάποδα

ανάποδα Etymologie fehlt


αναπόδεικτα

αναπόδεικτα altgriechisch ἀναποδείκτως στερ. α- προ φωνήεντος + από + παράγωγο του δείκνυμι


ανάποδη

ανάποδη Femininum von ανάποδος


αναποδιά

αναποδιά ανάποδος


αναποδιάζω

αναποδιάζω ανάποδος + -ιάζω


αναποδιάρης

αναποδιάρης αναποδιά και -άρης


αναποδιασμένος

αναποδιασμένος Etymologie fehlt


ανάποδο


αναποδογυρίζω

αναποδογυρίζω ανάποδα + γυρίζω


αναποδογύρισμα

αναποδογύρισμα αναποδογυρίζω


ανάποδος

ανάποδος ανα- + -ποδος ( πόδι)


αναπόδραστα

αναπόδραστα αναπόδραστος Koine-Griechisch ἀναπόδραστος


αναπόδραστο

αναπόδραστο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αναπόδραστος


αναπόληση

αναπόληση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀναπόλησις altgriechisch ἀναπολέω / ἀναπολῶ ἀνά + πολέω πέλω


αναπολόγητα

αναπολόγητα αναπολόγητος


αναπολώ

αναπολώ altgriechisch ἀναπολέω / ἀναπολῶ ἀνά + πολέω πέλω


αναπομπή

αναπομπή Koine-Griechisch ἀναπομπή altgriechisch ἀνά + πέμπω


αναποτελεσματικότητα

αναποτελεσματικότητα αναποτελεσματικός


αναπότρεπτα

αναπότρεπτα αναπότρεπτος + -α


αναπότρεπτο

αναπότρεπτο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αναπότρεπτος


αναποφάσιστα

αναποφάσιστα αναποφάσιστος


αναποφασιστικότητα

αναποφασιστικότητα αν- στερητικό + αποφασιστικότητα


αναποφάσιστο


αναποφάσιστος

αναποφάσιστος α στερητικό και αποφασίζω + -τος


αναπόφευγα


αναπόφευκτα

αναπόφευκτα αναπόφευκτος


αναπόφευκτο

αναπόφευκτο Maskulinum von αναπόφευκτος


αναπροσανατολίζω

αναπροσανατολίζω ανα- + προσανατολίζω ((Lehnübersetzung) englisch reorient)


αναπροσανατολισμός

αναπροσανατολισμός αναπροσανατολίζω + -μός ((Lehnübersetzung) englisch reorientation)


αναπροσαρμογή

αναπροσαρμογή αναπροσαρμόζω


αναπροσαρμόζω

αναπροσαρμόζω ανά και προσαρμόζω


αναπροσλαμβάνω

αναπροσλαμβάνω ανα- + προσλαμβάνω


αναπρόσληψη

αναπρόσληψη αναπροσλαμβάνω + -ση


ανάπρωρος

ανάπρωρος ανάπλωρος


αναπτερώνω

αναπτερώνω mittelgriechisch ἀναπτερώνω και παράλληλα ἀναπτερυγιάζω altgriechisch ἀναπτερόω-ἀναπτερῶ


αναπτέρωση

αναπτέρωση αναπτερώ(νω) + -ση altgriechisch ἀναπτερόω


αναπτήρας

αναπτήρας ανάβω


ανάπτυγμα

ανάπτυγμα αναπτύσσω + -μα


αναπτυγμένος


ανάπτυξη

ανάπτυξη Etymologie fehlt


αναπτυξιακά

Εξέτασαν την κατάσταση της χώρας καθαρά αναπτυξιακά και σχεδίασαν ανάλογα, χωρίς να συνυπολογίσουν το ανθρώπινο κόστος


αναπτύσσω

αναπτύσσω altgriechisch ἀναπτύσσω


αναπυρώνω

αναπυρώνω Katharevousa ἀναπυρώνω altgriechisch ἀναπυρόω / ἀναπυρῶ


αναρθρία

αναρθρία (entlehnt aus) neulateinisch anarthria altgriechisch ἄναρθρος + -ία ἄρθρον ἀραρίσκω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂er-


άναρθρος

άναρθρος Koine-Griechisch ἄναρθρος


αναριγώ

αναριγώ ανα- + ριγώ


αναρίθμητα


αναριθμητισμός

αναριθμητισμός πρόθημα ανα- + ουσιαστικό αριθμός + κατάληξη -ισμός


αναρίθμητος

αναρίθμητος Etymologie fehlt


αναρμάτωτος

αναρμάτωτος mittelgriechisch αναρμάτωτος αρματώνω άρμα lateinisch arma indoeuropäisch (Wurzel) *h₂(e)rmos *h₂er- ‎(ἀραρίσκω)


αναρμόδιος

αναρμόδιος altgriechisch ἀναρμόδιος


αναρμοδιότητα

αναρμοδιότητα άναρμοδιότης


ανάρμοστα

ανάρμοστα επίθετο ανάρμοστος


ανάρμοστος

ανάρμοστος altgriechisch ἀνάρμοστος


αναρούσα


αναρπάζω

αναρπάζω altgriechisch ἀναρπάζω ἀνά + ἁρπάζω ρίζα ἁρπ- ἁρπαγ-


ανάρπαστος

ανάρπαστος Etymologie fehlt


ανάρρηση

ανάρρηση altgriechisch ἀνάρρησις ἀναγορεύω (von τύπο του ἀνερρήθην ή από άλλο τύπο που το αναγορεύω δανειζόταν από θέματα του λέγω και ἐρῶ)


αναρριπίζω

αναρριπίζω altgriechisch ἀναρριπίζω ῥιπίζω ῥιπίς ῥίψ


αναρρίπιση

αναρρίπιση αναρριπίζω + -ση


αναρρίχηση

αναρρίχηση αναρριχώμαι


αναρριχητής

αναρριχητής αναρριχώμαι + -τής


αναρριχητικό


αναρριχώμαι

αναρριχώμαι altgriechisch ἀναρριχάομαι / ἀναρριχῶμαι


ανάρρους

ανάρρους altgriechisch ἀνάρρους


αναρρούσα

αναρρούσα altgriechisch ἀναρρέουσα ἀναρρέω ἀνά + ῥέω


αναρρόφηση

αναρρόφηση αναρροφώ


αναρροφητήρας

αναρροφητήρας αναρροφώ + -τήρας


αναρροφώ

αναρροφώ altgriechisch ἀναρροφέω / ἀναρροφῶ


αναρρυθμίζω

αναρρυθμίζω Koine-Griechisch ἀναρρυθμίζω


αναρρύθμιση

αναρρύθμιση ανα- + ρύθμιση


αναρρώνω

αναρρώνω Koine-Griechisch ἀναρρώννυμι


ανάρρωση

ανάρρωση altgriechisch ἀνάρρωσις


αναρρωτήριο

αναρρωτήριο ανάρρωση και κατάληξη -τήριο


αναρτήρας

αναρτήρας altgriechisch ἀναρτάω / ἀναρτῶ


ανάρτηση

ανάρτηση altgriechisch ἀνάρτησις


αναρτώ

αναρτώ Etymologie fehlt


αναρχία

αναρχία altgriechisch ἀναρχία (στερητικό ἀν- + ἀρχός)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback