Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



κώμη

κώμη Etymologie fehlt


κωμικός

κωμικός altgriechisch κωμικός κῶμος + -ικός (2:(Lehnbedeutung) (γαλλικά) comique)


κωμικότητα

κωμικότητα Etymologie fehlt


κωμόπολη

κωμόπολη κώμη + πόλη


κωμωδία

κωμωδία altgriechisch κωμῳδία κῶμος + ᾠδή


κωμωδιογράφος

κωμωδιογράφος Etymologie fehlt


κώνειο

κώνειο Etymologie fehlt


κωνίο

κωνίο Koine-Griechisch κωνίον altgriechisch κῶνος ((Lehnübersetzung) englisch cone)


κώνος

κώνος (Lehnübersetzung) französisch cône ή englisch cone altgriechisch κῶνος (κουκουνάρα)


κώνωπας

κώνωπας altgriechisch κώνωψ


κώνωψ

κώνωψ altgriechisch κώνωψ


κώπη


κωπηλασία

κωπηλασία (λόγιο) altgriechisch κωπηλασία[1]


κωπηλάτης

κωπηλάτης κώπη + ελαύνω


κωπηλατώ

κωπηλατώ altgriechisch κωπηλατέω κώπη + ἐλαύνω


κωσταντινάτο

κωσταντινάτο mittelgriechisch *κωνσταντινάτον (βλ ἁγιοκωνσταντινάτον) Koine-Griechisch Κωνσταντῖνος lateinisch Constantinus constans consto con + sto proto-italienisch *staēō proto-indogermanisch *sth₂éh₁yeti *steh₂- (ἵστημι)


κωφεύω

κωφεύω Etymologie fehlt


κωφότης

κωφότης Etymologie fehlt


κωφότητα

κωφότητα Etymologie fehlt


κώφωση

κώφωση Etymologie fehlt


λα

λα la


λάβα

λάβα italienisch lava


λάβαρο

λάβαρο Koine-Griechisch λάβαρον lateinisch labarum[1][2] ( ίσως laureum[2] laureus laurus)


λαβείν

λαβείν altgriechisch λαβεῖν, απαρέμφατο αορίστου β΄ (ἔλαβον) του ρήματος λαμβάνω


λαβή

λαβή altgriechisch λαβή λαμβάνω


λαβίδα

λαβίδα altgriechisch λαβίς λαβή + -ίς


λαβούτο

λαβούτο Etymologie fehlt


λάβρα

λάβρα mittelgriechisch λάβρα altgriechisch λάβρος


λαβράκι

λαβράκι Koine-Griechisch λαβράκιον altgriechisch λάβραξ


λαβύρινθος

λαβύρινθος altgriechisch λαβύρινθος, αβέβαιης ετυμολογίας· πιθανή σχέση με το λάβρυς


λαβωματιά

λαβωματιά mittelgriechisch λαβωματία λάβωμα (Genitiv λαβώματ-ος) + -ία λαβώνω αρχ. ελλ. λωβάομαι λώβη


λαβώνω

λαβώνω μεσαιωνικό ρήμα που γραφόταν και λαβώννω αρχαίο ελληνικό λωβάομαι (ακρωτηριάζω) von λώβη (αρχ. σήμαινε αναπηρία, όλεθρος)


λαγάνα

λαγάνα altgriechisch λάγανον λαγαίω (αφήνω, χαλαρώνω) indoeuropäisch (Wurzel) *(s)leg- (μαλακός, χαλαρός)


λαγήνι

λαγήνι mittelgriechisch λαγήνα lateinisch lagena / lagaena / lagoena / lagona altgriechisch λάγυνος (αντιδάνειο)


λαγιαρνί

λαγιαρνί λάγιος + αρνί


λαγκάδι

λαγκάδι mittelgriechisch λαγκάδι(ν), υποκοριστικό του λάκκος


λαγκαδιά

λαγκαδιά Etymologie fehlt


λαγνεία

λαγνεία altgriechisch λαγνεία λαγνεύω


λαγοκοιμάμαι

λαγοκοιμάμαι λαγός + κοιμάμαι


λαγόνα

λαγόνα Etymologie fehlt


λαγοπόδαρο

λαγοπόδαρο λαγός + ποδάρι


λαγός

λαγός altgriechisch λαγώς indoeuropäisch (Wurzel) *sleh₁g- (δειλός, αδύναμος). Συγγενές με τα (λατινικά) laxus, (σανσκριτικά) लङ्ग (laṅga, αδύνατος), (πρωτογερμανικά) *lakana-


λαγουδέρα

λαγουδέρα λαγούδι + -έρα mittelgriechisch λαγούδιν / λαγούδιον λαγός


λαγούμι

λαγούμι türkisch lağım arabisch لغم (laḡam: ορυχείο, λαγούμι) Koine-Griechisch λαχαίνω (σκάβω) altgriechisch λαγχάνω (αντιδάνειο)


λαγούτο

λαγούτο λαούτο με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ]


λαγχάνω

λαγχάνω indoeuropäisch (Wurzel) *lak


λαγωνικό

λαγωνικό mittelgriechisch λαγωνικός Koine-Griechisch λακωνικός κύων (με παρετυμολόγηση από τη λέξη λαγός)


λαγωχειλία

λαγωχειλία altgriechisch λαγώς ή λαγῶς + χεῖλος + -ία


λαγώχειλο

λαγώχειλο Maskulinum von λαγώχειλος


λαγώχειλος

λαγώχειλος Koine-Griechisch λαγώχειλος λαγῶς ή λαγώς + χεῖλος


λαδάδικο

λαδάδικο λαδάς + -άδικο


λαδάς

λαδάς λάδι + -άς


λαδέμπορος

λαδέμπορος λαδ- + -έμπορος


λαδερός

λαδερός λαδ- ( λάδι) + -ερός


λάδι

λάδι (ἐ)λάδιν ἐλάδιον, υποκοριστικό des altgriechischen ἐλάα αρχαίο ἐλαία


λαδιά

λαδιά λάδι


λαδικό

λαδικό Etymologie fehlt


λαδίλα

λαδίλα λάδι


λαδολέμονο

λαδολέμονο λάδι + λεμόνι


λαδομπογιά

λαδομπογιά λάδι + -ο- + μπογιά ( türkisch boya)


λαδομπογιατίζω

λαδομπογιατίζω λάδι + -ο- + μπογιατίζω ( μπογιά türkisch boya)


λαδόξιδο

λαδόξιδο λάδι + ξίδι


λαδόπανο

λαδόπανο Etymologie fehlt


λαδορίγανη

λαδορίγανη λαδο- + ρίγανη


λαδοτύρι

λαδοτύρι λάδι + τυρί


λαδόχαρτο

λαδόχαρτο λάδι + χαρτί


λάδωμα

λάδωμα Etymologie fehlt


λαδώνω

λαδώνω λάδι + -ώνω


λαδωτήρι

λαδωτήρι Etymologie fehlt


λαζάνια

λαζάνια italienisch lasagna lateinisch lasanum (κατσαρόλα) altgriechisch λάσανον (στήριγμα κατσαρόλας)


λαζαρέτο

λαζαρέτο venezianisch lazareto mittellateinisch Lazarus[1] Koine-Griechisch Λάζαρος hebräisch אלעזר (=ο θεός βοηθός) אל (θεός) + עזר (βοηθός)


λαθεύω

λαθεύω θέμα λαθ- του ρήματος λανθάνω (: μου διαφεύγει της προσοχής)


λάθος


λαθούρι

λαθούρι mittelgriechisch λαθούριν λαθύριον, υποκ. altgriechisch λάθυρος


λαθραναγνώστης

λαθραναγνώστης λαθρ- + αναγνώστης


λαθρεμπόριο

λαθρεμπόριο λαθρ- + εμπόριο


λαθρέμπορος

λαθρέμπορος λαθρ(ο)- + -έμπορος


λαθρεπιβάτης

λαθρεπιβάτης λαθρ- + επιβάτης


λαθροθήρας

λαθροθήρας λαθρο- + θήρα


λαθροθηρία

λαθροθηρία λαθροθήρας λαθρο- -θηρία (θήρα)


λαθρομετανάστης

λαθρομετανάστης λαθρο- + μετανάστης


λαθροφαγία

λαθροφαγία mittelgriechisch λαθροφαγία altgriechisch λαθροφάγος λάθρῃ + -φάγος


λαϊκισμός

λαϊκισμός λαϊκός + -ισμός Koine-Griechisch λαϊκός altgriechisch λαός *lāwós indoeuropäisch (Wurzel) *leh₂wos *leh₂- (στρατιωτική ενέργεια) ((Lehnübersetzung) englisch populism)


λαϊκιστής

λαϊκιστής λαϊκισμός + -ιστής ((Lehnübersetzung) englisch populist)


λαϊκός

λαϊκός Koine-Griechisch altgriechisch λαός


λαϊκότητα

λαϊκότητα λαϊκός λαός


λαϊκούρα

λαϊκούρα λαϊκός


λαίλαπα

λαίλαπα altgriechisch λαῖλαψ


λαιμά

λαιμά δεύτερος Mehrzahl von λαιμός


λαιμαργία

λαιμαργία altgriechisch λαιμαργία


λαίμαργος

λαίμαργος altgriechisch λαίμαργος λαιμός + μάργος


λαιμαριά

λαιμαριά λαιμός


λαιμητόμος

λαιμητόμος (λόγιο) altgriechisch λαιμητόμος (επίθετο) altgriechisch λαιμοτόμος[1] λαιμός + -τόμος ( τέμνω)


λαιμοδέτης

λαιμοδέτης λαιμός και -δέτης δένω


λαιμόκοψη

λαιμόκοψη Etymologie fehlt


λαιμός

λαιμός altgriechisch λαιμός


λαιμουδιά

λαιμουδιά λαιμός


λακ

λακ französisch laque


λάκα

λάκα italienisch lacca persisch لاک (lāk) χίντι लाख (lākh) sanskritisch लाक्षा (lākṣā)


Λακεδαιμόνιος

Λακεδαιμόνιος altgriechisch Λακεδαιμόνιος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback