Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.
Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischαλατζάς türkisch alaca (παρδαλός) + -ς
αλάτι mittelgriechisch αλάτι Koine-Griechisch ἁλάτιον altgriechisch ἅλας ἅλς proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)
αλατιέρα αλάτι + -ιέρα
αλατίζω άλας
αλάτισμα αλατίζω + [-μα]]
αλατοδοχείο αλάτι + -ο- + δοχείο
αλατοθήκη αλάτι + -ο- + θήκη
αλατολόγος αλάτι + -ο- + -λόγος
αλατόνερο αλάτι + νερό
αλατοπίπερο αλάτ(ι} + -ο- + πιπέρ(ι) + -ο
αλατοποιία αλάτι + -ο- + -ποιία
αλατότοπος αλάτ(ι) + -ό- + τόπος
αλατωρυχείο άλας (Genitiv άλατος) + ορυχείο
αλαφιάζω Etymologie fehlt
αλαφράδα Etymologie fehlt
αλαφραίνω Etymologie fehlt
αλαφρομυαλιά Etymologie fehlt
αλαφρόμυαλος ελαφρόμυαλος
αλαφρόπετρα Etymologie fehlt
αλαφρός altgriechisch ἐλαφρός
αλαφροχειμωνιά αλαφρο(ς) + χειμωνιά
αλαφρύς altgriechisch ἐλαφρός
αλάφρωμα Etymologie fehlt
αλαφρώνω Etymologie fehlt
άλβατρο → siehe: άλμπατρος
Αλβέρτος Etymologie fehlt
Αλβιών englisch Albion πρωτοκελτικά *Albiū proto-indogermanisch *albʰós (λευκός)
άλγεβρα lateinisch algebra arabisch, al-jabr جبر
αλγηδόνα αλγηδών altgriechisch ἀλγηδών ἀλγέω ἄλγος
αλγόριθμος französisch algorithme αρχαία französisch algorisme (συνδυάστηκε λανθασμένα με την ελληνική λέξη αριθμός) mittellateinisch algorismus von όνομα του Πέρση μαθηματικου Al-Khwārizmī (που σημαίνει κατά λέξη: ο καταγόμενος von περιοχη Kharazm)
άλγος altgriechisch ἄλγος
αλγώ altgriechisch ἀλγέω/ ἀλγῶ ἄλγος
αλδεΰδη αλκοόλη + αφυδρογόνωση lateinisch, englisch aldehyde al(cohol) dehyd(rogenātum)
αλέα (λόγιο δάνειο) französisch allée (δεντροστοιχία) aller, ή von ιταλικό allea[1]
αλέγκρο (φωνητική απόδοση) italienisch allegro (ζωηρός, χαρούμενος)
αλεγράρω italienisch allegrare allegro lateinisch alacer alo indoeuropäisch (Wurzel) *al- (αυξάνω, τρέφω)
αλέθω mittelgriechisch ἀλέθω Koine-Griechisch ἀλήθω
αλείβω αλείφω
άλειμμα altgriechisch ἄλειμμα ἀλείφω + -μα
αλειμματοκέρι άλειμμα + -ο- + κερί
αλείφω altgriechisch ἀλείφω proto-indogermanisch *h₂leibʰ-
άλειψη altgriechisch ἄλειψις ἀλείφω
αλέκτορας altgriechisch ἀλέκτωρ
αλέκτωρ altgriechisch ἀλέκτωρ, ποιητικός τύπος του ουσιαστικού ἀλεκτρυών
αλεξανδρινισμός französisch alexandrinisme alexandrin altgriechisch Ἀλέξανδρος (αντιδάνειο)
αλεξανδρινός Αλεξανδρινός Ἀλεξανδρινός
αλεξήλιο ἀλέξω + ἥλιος
αλεξήνεμο Maskulinum von αλεξήνεμος Koine-Griechisch ἀλεξήνεμος ἀλέξω + ἄνεμος
Αλέξης
αλεξικέραυνο αλεξ- ( altgriechisch ἀλέξω) + κεραυνός Wort verwendet ab 1782
Αλέξιος {{Αλέξιοςαλέξω=προστατεύω>>προστάτης}}
αλεξιπτωτισμός λέξη της Katharevousaς ἀλεξιπτωτισμός
αλεξιπτωτιστής von αλεξίπτωτον.
αλεξιπτωτίστρια αλεξιπτωτιστής + -τρια
αλεξίπτωτο αλεξι- ( altgriechisch ἀλέξω, απομακρύνω) και πτωτός, που μπορεί να πέσει.
χοντρομαλάκας χοντρο- + μαλάκας
αλεποπορδή → siehe: αλεπού και πορδή
αλεποτόμαρο αλεπού + -ο- + τομάρι + -ο
αλεπότρυπα αλεπού + -ο- + τρύπα
αλεπού altgriechisch ἀλώπηξ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΔΦΑ : /a.lɛ.puˈða.ci/
αλεποφωλιά αλεπού + -ο- + φωλιά
άλεση Etymologie fehlt
αλεσιά αλέθω
άλεσμα mittelgriechisch λέξη ἄλεσμα αρχαιοελληνική ἄλεσις
αλέστα αλέθω
αλεστικά Etymologie fehlt
αλέτρι mittelgriechisch ἀλέτρι (ρωτακισμός) ἀρέτρι ἀρότρι ἀρότριον altgriechisch ἄροτρον
αλετροπόδα αλέτρι + πόδι
αλετροπόδι αλέτρι + πόδι
αλευραγορά αλεύρι + αγορά
αλευράδικο αλεύρι + -άδικο
αλευραποθήκη αλεύρι + αποθήκη
αλευράς Etymologie fehlt
αλευρέμπορος άλευρα + έμπορος
αλεύρι mittelgriechisch αλεύριν αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (altgriechisch )
αλευριά αλεύρι +-ιά
αλευρικό αλεύρι
άλευρο mittelgriechisch ἀλεύριν ἀλεύριον altgriechisch ἄλευρον ἀλῶ
αλευροβιομηχανία άλευρο + βιομηχανία
αλευροβιομήχανος αλευροβιομηχαν(ία) + ος. Αναλύεται σε αλευρο- + βιομήχανος
αλευροδόχη αλεύρι + -δόχη ( δέχομαι)
αλευρόκολλα αλεύρι + κόλλα
αλευροκόσκινο αλεύρι + κόσκινο
αλευρομαντεία αλεύρι + -μαντεία
αλευρόμυλος αλευρό- + μύλος
αλευροπάζαρο αλεύρ(ι) + -ο- + παζάρ(ι) + -ο
αλευρόπιτα αλεύρ(ι) + -ό- + πίτα
αλευροποιείο αλευροποιός
αλευροποίηση αλεύρι + ποιώ
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.