Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



απερπάτητος

απερπάτητος mittelgriechisch απερπάτητος α- + περπατώ


απελευθερώνω

απελευθερώνω mittelgriechisch ἀπελευθερώνω altgriechisch ἀπελευθερόω. Για σύγχρονους όρους, Lehnbedeutung από τη französisch libérer.[1] Συχρονικά αναλύεται σε (απο-) απ- + ελευθερώνω


απαυτός

απαυτός mittelgriechisch απαυτός altgriechisch ἀπό αὐτόν αὐτός


απατός

απατός mittelgriechisch απατός απαυτός


άπαστρος

άπαστρος mittelgriechisch άπαστρος πάστρα σπάστρα σπαστρεύω *σπαρτεύω σπάρτον altgriechisch σπάρτον σπαρτός σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)


απαρνούμαι

απαρνούμαι mittelgriechisch απαρνούμαι


απαρέσκεια

απαρέσκεια mittelgriechisch ἀπαρέσκεια altgriechisch ἀπαρέσκω


απαράμιλλος

απαράμιλλος mittelgriechisch ἀπαράμιλλος altgriechisch ἀ- + altgriechisch παράμιλλος παρά + ἅμιλλα


απαντέχω

απαντέχω mittelgriechisch ἀπαντέχω altgriechisch ὑπαντέχω[1]


απάκι

απάκι mittelgriechisch απάκι(ν)


αόμματος

αόμματος mittelgriechisch όμματος ἀ- (στερητικό) + ὄμμα, μάτι


αξούριστος

αξούριστος mittelgriechisch αξούριστος


αξότητα

αξότητα mittelgriechisch αξότητα


αξιοσύνη

αξιοσύνη mittelgriechisch αξιοσύνη άξιος + -οσύνη


αξίζω

αξίζω mittelgriechisch ἀξίζω altgriechisch ἄξιος


άξαφνα

άξαφνα mittelgriechisch έξαφνα altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + ἄφνω


ανώφλι

ανώφλι mittelgriechisch ανώφλι Koine-Griechisch ἀνώφλιον altgriechisch ἄνω + φλιά


ανώφελος

ανώφελος mittelgriechisch ἀνώφελος altgriechisch ἀνωφελής


ανώφελα

ανώφελα ανώφελος + -α mittelgriechisch ἀνώφελος altgriechisch ἀνωφελής


ανώι

ανώι mittelgriechisch ανώγι(ν) Koine-Griechisch ἀνώγειον


ανώγι

ανώγι mittelgriechisch ανώγι(ν) Koine-Griechisch ἀνώγειον


ανύστακτος

ανύστακτος mittelgriechisch ανύστακτος


ανυπομονώ

ανυπομονώ mittelgriechisch ανυπόμονος


ανυπόμονος

ανυπόμονος mittelgriechisch ανυπόμονος αν- + υπομονή


αντρόγυνο

αντρόγυνο mittelgriechisch αντρόγυνο


αντρίκιος

αντρίκιος mittelgriechisch ἀντρίκειος altgriechisch ἀνδρικός ἀνήρ


αντρίκειος

αντρίκειος mittelgriechisch ἀντρίκειος altgriechisch ἀνδρικός ἀνήρ


αντρειωμένος

αντρειωμένος mittelgriechisch αντρειωμένος


αντρειοσύνη

αντρειοσύνη mittelgriechisch αντρειοσύνη αντρείος altgriechisch ἀνδρεῖος


αντρειεύω

αντρειεύω mittelgriechisch αντρειεύω αντρείος + -εύω


αντρεία

αντρεία mittelgriechisch αντρεία altgriechisch ἀνδρεία


άντρας

άντρας mittelgriechisch ἄντρας αιτιατική τὸν ἄνδρα της altgriechisch ἀνήρ]. Με διατήρηση της προφοράς του νδ > ως [nd] με γραφή ντ>[1]


αντραλώνω

αντραλώνω αντραλίζω mittelgriechisch αντραλίζω εντραλίζω τραλίζω


αντραλίζω

αντραλίζω mittelgriechisch αντραλίζω εντραλίζω τραλίζω


αντίψυχο

αντίψυχο mittelgriechisch ἀντίψυχον Koine-Griechisch ἀντίψυχος ἀντί + altgriechisch ψυχή


αντιχτυπώ

αντιχτυπώ mittelgriechisch ἀντικτυπῶ ἀντι- + altgriechisch κτυπέω / κτυπῶ κτύπος


αντίφωνο

αντίφωνο mittelgriechisch ἀντίφωνον altgriechisch ἀντίφωνος ἀντί + φωνή


αντιφέγγω

αντιφέγγω mittelgriechisch αντιφέγγω ἀντι- + φέγγω


αντιστύλι

αντιστύλι mittelgriechisch αντιστύλι αντι- + στύλος


αντιστέκομαι

αντιστέκομαι mittelgriechisch, αντί + στέκομαι altgriechisch ἀνθίσταμαι


αντιστάθμιση

αντιστάθμιση mittelgriechisch ἀντιστάθμισις Koine-Griechisch ἀντισταθμίζω ἀντί + σταθμίζω σταθμόν


αντίς

αντίς mittelgriechisch ἀντίς altgriechisch ἀντί


αντίπροχθες

αντίπροχθες mittelgriechisch αντίπροχθες


αντιπροίκι

αντιπροίκι mittelgriechisch ἀντίπροικο ἀντί + altgriechisch προίξ πρό + ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι


αντίπασχα

αντίπασχα mittelgriechisch ἀντίπασχα ἀντί + Πάσχα


αντιμόνιο

αντιμόνιο mittelgriechisch ἀντεμόνιον mittellateinisch antimonium arabisch إثمد (ʾiṯmid) altgriechisch στίμμι (αντιδάνειο) altägyptisch stm


αντιμήνσιο

αντιμήνσιο mittelgriechisch αντιμήνσιον αντί + lateinisch mensa (αντιτραπέζιον)


αντιμετριέμαι

αντιμετριέμαι mittelgriechisch ἀντιμετρῶ (αποζημιώνω, ξεπληρώνω, αμείβω, τιμωρώ, αντιμετωπίζω)


αντιμαχία

αντιμαχία mittelgriechisch αντιμαχία Koine-Griechisch ἀντίμαχος altgriechisch μάχη


αντιλόπη

αντιλόπη (αντιδάνειο), französisch antilope mittelgriechisch ἀνθόλοψ


αντίκρυ

αντίκρυ mittelgriechisch ἀντίκρυ altgriechisch ἀντικρύ. siehe auch αντικρύ. [1]


αντικρινός

αντικρινός αντίκρυ + -ινός mittelgriechisch ἀντίκρυ altgriechisch ἀντικρύ


αντίζυγο

αντίζυγο mittelgriechisch αντίζυγο(ν) altgriechisch ἀντίζυγος ἀντί + ζυγός


αντιζύγι

αντιζύγι mittelgriechisch αντιζύγι(ν) altgriechisch ἀντίζυγος ἀντί + ζυγός


αντιδονώ

αντιδονώ mittelgriechisch αντιδονώ ἀντί + δονέω / δονῶ


αντίδι

αντίδι όψιμη mittelgriechisch mittelgriechisch εντύβιον, υποκ. του έντυβον και ίντυβον λατ. intibus.


αντίδερο

αντίδερο mittelgriechisch αντίδερο αντίδωρο αντί + δώρο


αντιγραφή

αντιγραφή mittelgriechisch ἀντιγραφή Koine-Griechisch ἀντιγραφή (=ἀντίγραφον, μεταγραφή) altgriechisch ἀντιγραφή ἀντί + γραφή ((Lehnbedeutung) γαλλικά copie)


αντήλι

αντήλι mittelgriechisch ἀντήλιον altgriechisch ἀντήλιος ἀντί + ἥλιος


άντζα

άντζα mittelgriechisch άντζα / άτζα italienisch anca δημώδης lateinisch *hanca φραγκική *hanka proto-deutsch *ankō (άρθρωση, κλείδωση) proto-indogermanisch *ang- (άρθρωση, κλείδωση)


άντερο

άντερο mittelgriechisch ἄντερο(ν) altgriechisch ἔντερον


αντεράστρια

αντεράστρια mittelgriechisch αντεράστρια altgriechisch ἀντεραστής ἐραστής ἐράω / ἐρῶ


άντε

άντε άμετε mittelgriechisch άμε[1] altgriechisch ἄγετε, προστακτική του ἄγω[2]. siehe auch το άιντε, δάνειο von türkisch haydi[3] ή hayde οθωμανικά τουρκικά هایده (hayde), هایدی (haydi)


ανταρτικός

ανταρτικός mittelgriechisch ανταρτικός αντάρτης


ανταμώνω

ανταμώνω mittelgriechisch ἀνταμώνω ἀντάμα


ανταμείβω

ανταμείβω mittelgriechisch ἀνταμείβω altgriechisch ἀνταμείβομαι ἀμείβω


ανορθώνω

ανορθώνω mittelgriechisch ανορθώνω altgriechisch ἀνορθόω / ἀνορθῶ


ανόρεχτος

ανόρεχτος mittelgriechisch ανόρεχτος altgriechisch ἀνόρεκτος


ανοιχτήρι

ανοιχτήρι mittelgriechisch ἀνοικτήριον altgriechisch ἀνοίγω / ἀνοίγνυμι


ανιψίδι

ανιψίδι mittelgriechisch ἀνεψίδιν ἀνεψίδιον ἀνεψιός + -ίδιον


ανιψιά

ανιψιά mittelgriechisch altgriechisch ἀνεψιά, Femininum von ἀνεψιός


ανθρωπιά

ανθρωπιά mittelgriechisch άνθρωπος + -ιά


ανθρακώνω

ανθρακώνω mittelgriechisch ἀνθρακόω altgriechisch ἀνθρακόομαι ἄνθραξ


ανθότυρο

ανθότυρο mittelgriechisch ἀθότυρο μετά από λόγια επέμβαση που αποκατέστησε το χαμένο ν στο συνθετικό ἄθος και ἀθθός και ἀθός (που συνυπήρξε στο μεσαίωνα με το ἄνθος αλλά όχι για τα τυροκομικά)


ανθός

ανθός mittelgriechisch ἀνθός, ἀθθός, ἀθός (πρβλ. ἀθθυμίζω ἐνθυμίζομαι) altgriechisch ἄνθος[1]


ανήφορος

ανήφορος mittelgriechisch ανήφορος Koine-Griechisch ἀνώφορος altgriechisch ἀνωφερής


ανήμπορος

ανήμπορος mittelgriechisch ανήμπορος ημπορώ εμπορώ altgriechisch εὐπορῶ


ανημπόρια

ανημπόρια ανήμπορος + -ια mittelgriechisch ἀνήμπορος ἀν- + ἠμπορῶ ἐμπορῶ altgriechisch εὐπορῶ


ανήμερα

ανήμερα mittelgriechisch ανήμερα altgriechisch ἐν ἡμέρᾳ (εντός της ημέρας)


ανευλόγητος

ανευλόγητος mittelgriechisch ἀνευλόγητος altgriechisch εὐλογέω εὖ + λέγω


ανεμπαίζω

ανεμπαίζω mittelgriechisch ἀνεμπαίζω ανα- + altgriechisch ἐμπαίζω


ανεμόσκαλα

ανεμόσκαλα mittelgriechisch ἀνεμόσκαλα altgriechisch ἄνεμος + Koine-Griechisch σκάλα ( lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend-)


ανεμόμυλος

ανεμόμυλος mittelgriechisch ἀνεμόμυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμό- + μύλος


ανέγγιχτος

ανέγγιχτος άνέγγιχτος στην (Katharevousa) mittelgriechisch λέξη άνάγγιχτος από α στερητικό και ἐγγίζω, παράλληλη με το ἄγγιχτος ως αντώνυμο του άγγιχτός ( altgriechisch ἐγγύς)


ανέβασμα

ανέβασμα mittelgriechisch ἀνέβασμα (σκάλα)


ανεβάζω

ανεβάζω (Katharevousa) ἀνεβάζω mittelgriechisch ἀνεβάζω Koine-Griechisch ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)


ανδρόγυνο

ανδρόγυνο Katharevousa ἀνδρόγυνον mittelgriechisch ἀνδρόγυνον / ἀντρόγυνο(ν) Koine-Griechisch ἀνδρόγυνον altgriechisch ἀνδρόγυνον (ερμαφρόδιτος, γυναικωτός ἀνήρ + γυνή


ανδρειώνω

ανδρειώνω mittelgriechisch ανδρειώνω Koine-Griechisch ἀνδρειόω / ἀνδρειῶ


ανδρειεύω

ανδρειεύω mittelgriechisch ανδρειεύω


ανδράδελφος

ανδράδελφος mittelgriechisch ἀνδράδελφος / αντράδελφος Koine-Griechisch ἀνδράδελφος altgriechisch ἀνήρ + ἀδελφός


αναψυχώνω

αναψυχώνω ἀναψυχώνω in Katharevousa mittelgriechisch ἀναψυχώνω και ἀναψυχῶ altgriechisch ἀναψύχω (δροσίζω αλλά και ανανεώνω, αναπτερώνω το ηθικό)


αναχωρητήριο

αναχωρητήριο mittelgriechisch ἀναχωρητήριον Koine-Griechisch ἀναχωρητής altgriechisch ἀναχωρέω / ἀναχωρῶ χωρέω / χωρῶ


αναφτερώνω

αναφτερώνω mittelgriechisch ἀναφτερώνω[1] Koine-Griechisch ἀναπτερώνω {νέα ελληνική ἀναπτερόω - ἀναπτερῶ. siehe auch ἀναπτερυγίζω


ανατοκίζω

ανατοκίζω mittelgriechisch ἀνατοκίζω


ανασύρω

ανασύρω Katharevousa ἀνασύρω (ἀνά και σύρω mittelgriechisch ἀνασύρνω και ἀνασέρνω altgriechisch ἀνασύρομαι


αναστηλώνω

αναστηλώνω ἀναστηλώνω στην (Katharevousa) mittelgriechisch ἀναστηλώνω Koine-Griechisch ἀναστηλόω-ἀναστηλῶ ανά + στηλόω (στήνω, αφιερώνω μνημείο, τάμα)


αναστενάρης

αναστενάρης ίσως από mittelgriechisch λέξη που συνδύασε το αναστενάζω με το στρηνιάζω (ερωτικό πάθος, οίστρος)


αναστέναγμα

αναστέναγμα mittelgriechisch ἀναστέναγμα και παράλληλοι τύποι ἀναστέναμα, ἀναστεναγμός, ἀναστεναμός altgriechisch ἀναστενάζω


ανασκιρτώ

ανασκιρτώ mittelgriechisch ἀνασκιρτῶ ἀνά και altgriechisch σκιρτάω-σκιρτῶ


ανασκελώνω

ανασκελώνω mittelgriechisch ἀνασκελώνω ίσως von επίσης mittelgriechisch ἀνάσκελα ίσως αντιστρόφως



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback