Griechische Wörter mit arabischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



φούλι

φούλι türkisch fulya arabisch 1. فل (full: αραβικό γιασεμί), 2. فول (fūl, κουκί)


μπεκιάρης

μπεκιάρης türkisch bekâr arabisch بكر (bakāra, «παρθένα») ή persisch بی‌کار (bikâr, «άνεργος»)


νισάφι

νισάφι türkisch insaf (μετριοπάθεια) + -ι με αντιμετάθεση [in] > [ni][1] arabisch إنصاف insāf


κουσκούς

κουσκούς türkisch kuskus [1] arabisch كسكس (kuskus)


σιρόκος

σιρόκος italienisch scirocco arabisch شرقي (sharqī, ανατολή)


αμάλγαμα

αμάλγαμα französisch amalgame mittellateinisch amalgama arabisch عمل الجماع (ʿamal al-jamāʿa: σαρκική σχέση)[1]


αρσανάς

αρσανάς mittelgriechisch ἀρσανάς / ἀρσενάς türkisch tersane venezianisch tersanà arabisch دار الصناعة (ar) دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)


τάπια

τάπια türkisch tabya arabisch تعبئة (ta'bya)


καφάσι

καφάσι mittelgriechisch καφάσι türkisch kafes[1] arabisch قفص (qáfaṣ, κλουβί)


μουλάς

μουλάς mittelgriechisch μουλάς türkisch molla persisch ملا arabisch مولى (mawlā: ιερωμένος, φύλακας)


χαλκάς

χαλκάς türkisch halka arabisch حلقة (ḥalqa/ḥalaqa) (μεταλλικός κρίκος ή δαχτυλίδι).[1]


ζιλέ

ζιλέ französisch gilet arabisch جَلِيقَة (jalīqa) türkisch yelek osmanisch türkisch یلك (yelek) prototürkisch


χαλάουα

χαλάουα englisch halawa arabisch حلاوة (ḥalāwa, χαλβάς) حلوى حلو (ḥulw: γλυκός, γλύκα)


αφιόνι

αφιόνι mittelgriechisch αφιόνιον türkisch afyon arabisch أَفْيُون (ʾafyūn) Koine-Griechisch ὄπιον (αντιδάνειο) [1] altgriechisch ὀπός indoeuropäisch (Wurzel) *sokʷos (χυμός)


κουρμπέτι

κουρμπέτι türkisch gurbet arabisch غربة (ġurbat)


κατράμι

κατράμι italienisch catrame (πίσσα) arabisch قطران (qaṭrān)


οκά

οκά türkisch okka arabisch أَوْقِيَّة (ʾawqiyya) وِقِيَّة ‎(wiqiyya) altgriechisch οὐγκία (αντιδάνειο)


μπεζεστένι

μπεζεστένι mittelgriechisch μπεζεστένιν türkisch bezesten / bedesten[1] persisch بزستان (bazistān) arabisch بز (baz, ύφασμα, κέντημα) + persisch κατάληξη ستان (-istān) [2]


μιναρές

μιναρές türkisch minare + -ς arabisch منارة (manāra)


μεϊντάνι

μεϊντάνι türkisch meydan persisch میدان (meydân) arabisch ميدان (maydān)


καντάρι

καντάρι (αντιδάνειο) türkisch kantar arabisch قنطار qinṭār (: βάρος εκατό μονάδων) spätgriechisch κεντηνάριον (: μονάδα βάρους, ίση με 100 λίτρες χρυσού) lateinisch centēnārius centum (: εκατό)


ξυλάγγουρο

ξυλάγγουρο ξύλο + -ο- + αγγούρι ( mittelgriechisch αγγούρι(ν) Koine-Griechisch ἀγγούριον ἄγγουρον arabisch آجُرّ (ʾājurr) aramäisch ???????????????? ‎(*ʾaggor /ʾgwr/) akkadisch ???????????????? (agurru, ukurru) sumerisch ‎al.ùr.(r)a) + -ο


βεζίρης

βεζίρης mittelgriechisch βεζίρης türkisch vezir osmanisch türkisch وزیر‏ (vezir) arabisch وَزِير‏ (wazīr, βοηθός)


ζάφτι

ζάφτι mittelgriechisch ζάφτι ζάπτι türkisch zapt arabisch ضَبْط (ḍabṭ)


καδής

καδής mittelgriechisch καδής arabisch قاضي (kādī) και türkisch kadı arabisch[1]


μουεζίνης

μουεζίνης türkisch müezzin[1] + -ης arabisch مؤذن (mu’aḏḏin)


καμηλό

καμηλό französisch camelot arabisch خمْلات (khamlat: μαλλί ζώου)


ινάτι

ινάτι türkisch inat osmanisch türkisch عناد (inad, inat) arabisch عناد (ʿinād)


ασκέρι

ασκέρι türkisch asker «σώμα στρατού» + -ι arabisch عسكر (ʿaskar) «στρατιώτης» μέση persisch lškl (laškar).


χουζουρεύω

χουζουρεύω χουζούρ(ι) + -εύω türkisch huzur + -ούρι arabisch حضور (ḥuḍūr)


μαξούλι

μαξούλι türkisch mahsul arabisch محصول (mahsūl, συγκομιδή)


μπερεκέτι

μπερεκέτι türkisch bereket ("αφθονία αγαθών, ευλογία, πλούτος") arabisch بركة (barakat, "ευλογία")


ούγια

ούγια πιθανόν, mittelgriechisch οὔγια Koine-Griechisch ὤια ή ὠία ασυναίρετο για την altgriechisch ᾤα ή ὄα (άκρη υφάσματος, δέρμα προβάτου). siehe auch ὄϊς (πρόβατο). Δεν είναι πιθανό ένα αντιδάνειο von türkisch oya, arabisch προέλευσης.[1][2][3]


ατλάζι

ατλάζι türkisch atlas arabisch اطلس (atlas, σατέν, λείος, μαύρος)


αντέτι

αντέτι osmanisch türkisch عادت (adet) arabisch عادة (ʕāda)


μαντζούνι

μαντζούνι türkisch macun arabisch معجون (macun)


ζαφορά

ζαφορά venezianisch zafaran arabisch زَعْفَرَان‎ (zaʿfarān)[1]. siehe auch σαφράν


τσουράπι

τσουράπι türkisch çorap arabisch جورب (cūrāb, κάλτσα)


βακούφι

βακούφι türkisch vakıf + -ι arabisch وقف (waqf)


μπεντένι

μπεντένι türkisch beden arabisch بدن (bádan, σώμα)


αντιμόνιο

αντιμόνιο mittelgriechisch ἀντεμόνιον mittellateinisch antimonium arabisch إثمد (ʾiṯmid) altgriechisch στίμμι (αντιδάνειο) altägyptisch stm


μαχμουρλής

μαχμουρλής türkisch mahmurlu arabisch مخمور (mahmūr, μεθυσμένος)


Άραψ

Άραψ altgriechisch Ἄραψ arabisch عَرَب (ʿarab) ρίζα ع ر ب (ʿ-r-b)


βιλαέτι

βιλαέτι türkisch vilậyet arabisch ولاية (wilāyat, επαρχία)


χαΐρι

χαΐρι türkisch hayιr + -ι arabisch خَيْر (khayr, αγαθοεργία, καλοσύνη)[1]


κιμπάρης

κιμπάρης türkisch kibar persisch کبار (kibār) Mehrzahl von کبیر (kabīr) arabisch كبير (kabīr)


χαϊμαλί

χαϊμαλί türkisch hamaylı arabisch حمائل (hamail)


κουρμπάνι

κουρμπάνι türkisch kurban arabisch قربان (ḳurbān, θυσία)


καφάς

καφάς türkisch kafa «κεφάλι» arabisch قفا (qafā)


κρεμέζι

κρεμέζι italienisch chermes arabisch قِرْمِز‎ (qirmiz) [1]


ταρσανάς

ταρσανάς türkisch tersane venezianisch tersanà arabisch دار الصناعة (ar) دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)


θεοδόλιχος

θεοδόλιχος (Wort verwendet ab 1897) εσφαλμένη μεταφορά από τη französisch theodolite με παρετυμολογική σύνδεση προς την altgriechisch λέξη δόλιχος. Η συνώνυμη französisch alidade arabisch العِضَادَة (al-ʿiḍāda)[1]


μπινές

μπινές türkisch ibne arabisch ابنة (íbna: κόρη, κοπέλα), Femininum von ابن


αλκάλιο

αλκάλιο französisch alcali [1] arabisch القلي (al-qaly, "τέφρα φυτού")


σεντέφι

σεντέφι türkisch sedef arabisch صدف (ṣadaf)


λαμπίκος

λαμπίκος mittelgriechisch λαμπίκον mittellateinisch alembicum arabisch الإِنْبِيق (al-ʾinbīq, δοχείο απόσταξης) الأَنْبِيق (al-ʾanbīq) altgriechisch ἄμβιξ (αντιδάνειο)


λουφές

λουφές türkisch ulûfe arabisch علوفه (ʻalūfa)


σελέμης

σελέμης türkisch selem arabisch سلم (selem)


καϊμακάμης

καϊμακάμης türkisch kaymakam arabisch قائم مقام (αυτός που στέκεται στη θέση άλλου, εκπρόσωπος)


αντζούρι

αντζούρι türkisch acur osmanisch türkisch آجر (âcürr) arabisch آجُرّ (ʾājurr) aramäisch ???????????????? (*ʾaggor /ʾgwr/) akkadisch ???????????????? (agurru, ukurru) sumerisch ‎al.ùr.(r)a


σουνέτι

σουνέτι türkisch sünnet arabisch سنة (sunna)


χαλές

χαλές albanisch halë türkisch halâ οθωμανικά τουρκικά خلا arabisch خلاء (xalā')


αβανιά

αβανιά mittelgriechisch ἀβανία / ἀβανιά / 'βανία türkisch avan arabisch خوان (ḵawwān: άπιστος, αναξιόπιστος, ύπουλος, προδότης) ρίζα خ و ن ‎(ḵ-w-n)


κάντιο

κάντιο mittelgriechisch κάντιο(ν) italienisch candi arabisch قندي (qandiyy) قند (qand: κύβος ζάχαρης) persisch کند (kand) sanskritisch खण्ड (khaṇḍa) खण्ड् (khaṇḍ: χωρίζω, σπάω σε κομματάκια)


μακαράς

μακαράς türkisch makara arabisch بكرة (bakara)


καριοφίλι

καριοφίλι türkisch karanfil [1] (γαρίφαλο, λόγω του σχήματος της κάννης ή των διακοσμητικών μοτίβων που έφερε) osmanisch türkisch قرنفل (karanfil) arabisch قَرَنْفِل (qaranfil) Koine-Griechisch καρυόφυλλον


τζερεμές

τζερεμές türkisch cereme arabisch غرامة (ghrama, πρόστιμο)


καράτι

καράτι italienisch carato mittellateinisch caratus arabisch قيراط (qīrāṭ) Koine-Griechisch κεράτιον altgriechisch κεράτιον, υποκοριστικό του κέρας (αντιδάνειο)


ανιλίνη

ανιλίνη französisch aniline deutsch Anilin proto-französisch anil (λουλακί) + -in arabisch نيل (nīl) persisch نیل (nīl: λουλακί) sanskritisch नीला] (βαθύ μπλε)


κιτάπι

κιτάπι türkisch kitap arabisch كتاب (kitāb, ιερό βιβλίο)


ερίφης

ερίφης türkisch herif persisch حریف (harif) arabisch حريف (harīf)


μπακούρι

μπακούρι türkisch bakir (ανέγγιχτος) arabisch بكر (bikr)


βόρακας

βόρακας Katharevousa βόραξ französisch borax mittellateinisch baurach arabisch بَوْرَق ‎(bawraq) μέση persisch *būrag (persisch بوره)


ρεζές

ρεζές türkisch reze (στρόφιγγα) arabisch رزّة (razza)


φαρφουρί

φαρφουρί türkisch fağfur osmanisch türkisch فغفور‎ (fağfûr) persisch فغفور (fagh-foor) απ' όπου فغفوری‎ (fağfuri, κινεζική πορσελάνη) σογδιανή βγpwr[1] παλαιά ιρανική *baga-puθra- (υιός του θεού), πιθανό Lehnübersetzung του κινεζικού 天子 (tiānzǐμ ο γιος του ουρανού), τίτλου των αυτοκρατόρων της Κίνας Ή κατ' άλλη άποψη, πιθανό αντιδάνειο türkisch firfiri (ανοιχτό κόκκινο), ίσως arabisch προέλευσης [δείτε και τουρκικά firfir (πλουμίδι, φραμπαλάς)] altgriechisch πορφύρα[2][3]


σοροκάδα

σοροκάδα σορόκος + -άδα σιρόκος italienisch scirocco arabisch شرقي (sharqī· ανατολή)


καλαμπαλίκι

καλαμπαλίκι türkisch kalabalık arabisch غلبة (galaba)


σιμίτι

σιμίτι türkisch simit arabisch سميد (semid) altgriechisch σεμίδαλις (αντιδάνειο)


μπατανία

μπατανία türkisch battaniye arabisch بطانية (baṭṭāniyya)


αχμάκης

αχμάκης türkisch ahmak arabisch أحمق (ahmak, ανόητος)


χαβαλεδιάζω

χαβαλεδιάζω χαβαλές türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)


λαμπικάρω

λαμπικάρω venezianisch lambicar mittellateinisch alembicum arabisch الإِنْبِيق (al-ʾinbīq: δοχείο απόσταξης) الأَنْبِيق (al-ʾanbīq) altgriechisch ἄμβιξ (αντιδάνειο)


κεσάτι

κεσάτι türkisch kesat + -ι arabisch كساد (kasād, αδράνεια)


ζαπτιές

ζαπτιές türkisch zaptiye arabisch ضبط (dabt)


ματικάπι

ματικάπι türkisch matkap arabisch مثقب (mathqab, τρυπάνι)


ζάχαρις

ζάχαρις Koine-Griechisch σάκχαρις arabisch سكر (súkkar) persisch شکر (šakar) χίντι शर्करा (śarkarā) sanskritisch शर्करा (śarkarā) indoeuropäisch (Wurzel) *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα)


τεμενάς

τεμενάς türkisch temenna arabisch تمن (tamannā)


βενζόη

βενζόη englisch benzoin μέση französisch benjoin spanisch benjuí proto-französisch beijoin italienisch benzoi arabisch لبان جاوي (lubān jāwiyy)


αγιάρι

αγιάρι türkisch ayar arabisch عيار (ʻiyār, ʻayār, ρύθμιση) عاير (ayir, μετρώ, καλιμπράρω)


ζαμπίτης

ζαμπίτης türkisch zabit persisch ضابط (ẓābit) arabisch ضابط (ḍābiṭ)


ουλεμάς

ουλεμάς türkisch ulema [1] arabisch علماء (ulamā) Mehrzahl von عالم (ālim: λόγιος, σοφός)


τζάντζαλο

τζάντζαλο mittelgriechisch τζάντζαλον (κουρέλι) τζάντζαλος (κουρελιάρης) πιθανόν arabisch προέλευσης [djali] (αυτός που βγάζει τα ρούχα του, αναιδής, αναίσχυντος) με επανάληψη της πρώτης συλλαβής.[1] Δείτε την arabisch ρίζα د ج ل (d-j-l).


αλιζάρι

αλιζάρι französisch alizari καταλανικά alitzari arabisch العصارة (χυμός, εκχύλισμα) (ίσως ριζάρι mittelgriechisch ριζάριον altgriechisch ῥίζα)


ιραδές

ιραδές osmanisch türkisch irade arabisch إرادة (irāda "βούληση")


Σουδάν

Σουδάν arabisch سودان (sudá:n), Mehrzahl von اسود (’aswad, "μαύρος άνθρωπος")


Μαρόκο

Μαρόκο italienisch Marocco arabisch Marakh, παραφθορά του ονόματος Marrakeš, von πόλη (Μαρακές) που ήταν κάποτε πρωτεύουσα του κράτους


Μαγκρέμπ

Μαγκρέμπ arabisch مغرب (maghrib, Δύση) غرب (ḡaraba, κατεβαίνω)


Γιβραλτάρ

Γιβραλτάρ französisch Gibraltar arabisch جَبَل طَارِق (jabal ṭāriq: βουνό του Ταρίκ)


Ντουμπάι

Ντουμπάι arabisch دبي (ντουμπάι) άγνωστης ετυμολογίας


σουράτα

σουράτα arabisch سورة (sūraʰ)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback