φτάνω Verb  [ftano, ftanw]

  Verb
(5)
langen (ugs.)
  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu φτάνω

φτάνω altgriechisch φθάνω


GriechischDeutsch
'Οπως είπα, αν μετακινηθώ τρείς θέσεις προς τα δεξιά, πού φτάνω;Wenn ich jetzt sagen würde, ich bin um drei nach rechts gegangen, wo würde ich ankommen?

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu φτάνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φτάνω, φθάνω →proftaino">προφταίνωφτάνουμε, φτάνομε
φτάνειςφτάνετε
φτάνειφτάνουν(ε)
Imper
fekt
έφταναφτάναμε
έφτανεςφτάνατε
έφτανεέφταναν, φτάναν(ε)
Aoristέφτασαφτάσαμε
έφτασεςφτάσατε
έφτασεέφτασαν, φτάσαν(ε)
Per
fekt
έχω φτάσει
έχω φτασμένο
έχουμε φτάσει
έχουμε φτασμένο
έχεις φτάσει
έχεις φτασμένο
έχετε φτάσει
έχετε φτασμένο
έχει φτάσει
έχει φτασμένο
έχουν φτάσει
έχουν φτασμένο
Plu
per
fekt
είχα φτάσει
είχα φτασμένο
είχαμε φτάσει
είχαμε φτασμένο
είχες φτάσει
είχες φτασμένο
είχατε φτάσει
είχατε φτασμένο
είχε φτάσει
είχε φτασμένο
είχαν φτάσει
είχαν φτασμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φτάνωθα φτάνουμε, θα φτάνομε
θα φτάνειςθα φτάνετε
θα φτάνειθα φτάνουν(ε)
Fut
ur
θα φτάσωθα φτάσουμε, θα φτάσομε
θα φτάσειςθα φτάσετε
θα φτάσειθα φτάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φτάσει
θα έχω φτασμένο
θα έχουμε φτάσει
θα έχουμε φτασμένο
θα έχεις φτάσει
θα έχεις φτασμένο
θα έχετε φτάσει
θα έχετε φτασμένο
θα έχει φτάσει
θα έχει φτασμένο
θα έχουν φτάσει
θα έχουν φτασμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φτάνωνα φτάνουμε, να φτάνομε
να φτάνειςνα φτάνετε
να φτάνεινα φτάνουν(ε)
Aoristνα φτάσωνα φτάσουμε, να φτάσομε
να φτάσειςνα φτάσετε
να φτάσεινα φτάσουν(ε)
Perfνα έχω φτάσει
να έχω φτασμένο
να έχουμε φτάσει
να έχουμε φτασμένο
να έχεις φτάσει
να έχεις φτασμένο
να έχετε φτάσει
να έχετε φτασμένο
να έχει φτάσει
να έχει φτασμένο
να έχουν φτάσει
να έχουν φτασμένο
Imper
ativ
Presφτάνεφτάνετε
Aoristφτάσεφτάσετε, φτάστε
Part
izip
Presφτάνοντας
Perfέχοντας φτάσει, έχοντας φτασμένο
InfinAoristφτάσει





















Griechische Definition zu φτάνω

φτάνω [ftáno] -ομαι Ρ αόρ. έφτασα, απαρέμφ. φτάσει, παθ. αόρ. (προφ., σπάν.) φτάστηκα, απαρέμφ. (προφ., σπάν.) φταστεί, μππ. φτασμένος & φθάνω [fθáno] -ομαι Ρ αόρ. έφθασα, απαρέμφ. φθάσει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. φθασμένος : 1. πλησιάζω στο τέρμα μιας κίνησης (διαδρομής, μετάβασης, μεταφοράς κτλ.) προς ένα ορισμένο σημείο: Tο τρένο / το αεροπλάνο / το πλοίο έφτασε στον προορισμό του με καθυστέρηση. Ήταν πια βράδυ, όταν φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Mόλις φτάσεις, τηλεφώνησέ μου. Φτάσαμε κατάκοποι από το μακρινό ταξίδι. Tο γράμμα δεν έφθασε ακόμα στον παραλήπτη. (έκφρ.) έφτασε / ήρθε τελευταίος / δεύτερος και καταϊδρωμένος*. || (προφ.) Έφτασα!, έρχομαι αμέσως. Έφτα σε!, λέγεται κυρίως από σερβιτόρους, ως διαβεβαίωση ότι θα εκτελέσουν αμέσως την παραγγελία του πελάτη. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback