καρφώνω Verb  [karfono, karfwnw]

verpfeifen (ugs.)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
petzen (ugs.)
  Verb
(0)
festnageln (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
nageln (derb)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu καρφώνω

καρφώνω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Θέλεις τη γνώμη μου; Δεν καρφώνω, είναι απλά μια άποψη.Ich will keinen verpfeifen, das ist nur eine Meinung.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu καρφώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καρφώνωκαρφώνουμε, καρφώνομεκαρφώνομαικαρφωνόμαστε
καρφώνειςκαρφώνετεκαρφώνεσαικαρφώνεστε, καρφωνόσαστε
καρφώνεικαρφώνουν(ε)καρφώνεταικαρφώνονται
Imper
fekt
κάρφωνακαρφώναμεκαρφωνόμουν(α)καρφωνόμαστε, καρφωνόμασταν
κάρφωνεςκαρφώνατεκαρφωνόσουν(α)καρφωνόσαστε, καρφωνόσασταν
κάρφωνεκάρφωναν, καρφώναν(ε)καρφωνόταν(ε)καρφώνονταν, καρφωνόντανε, καρφωνόντουσαν
Aoristκάρφωσακαρφώσαμεκαρφώθηκακαρφωθήκαμε
κάρφωσεςκαρφώσατεκαρφώθηκεςκαρφωθήκατε
κάρφωσεκάρφωσαν, καρφώσαν(ε)καρφώθηκεκαρφώθηκαν, καρφωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καρφώσει
έχω καρφωμένο
έχουμε καρφώσει
έχουμε καρφωμένο
έχω καρφωθεί
είμαι καρφωμένος, -η
έχουμε καρφωθεί
είμαστε καρφωμένοι, -ες
έχεις καρφώσει
έχεις καρφωμένο
έχετε καρφώσει
έχετε καρφωμένο
έχεις καρφωθεί
είσαι καρφωμένος, -η
έχετε καρφωθεί
είστε καρφωμένοι, -ες
έχει καρφώσει
έχει καρφωμένο
έχουν καρφώσει
έχουν καρφωμένο
έχει καρφωθεί
είναι καρφωμένος, -η, -ο
έχουν καρφωθεί
είναι καρφωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καρφώσει
είχα καρφωμένο
είχαμε καρφώσει
είχαμε καρφωμένο
είχα καρφωθεί
ήμουν καρφωμένος, -η
είχαμε καρφωθεί
ήμαστε καρφωμένοι, -ες
είχες καρφώσει
είχες καρφωμένο
είχατε καρφώσει
είχατε καρφωμένο
είχες καρφωθεί
ήσουν καρφωμένος, -η
είχατε καρφωθεί
ήσαστε καρφωμένοι, -ες
είχε καρφώσει
είχε καρφωμένο
είχαν καρφώσει
είχαν καρφωμένο
είχε καρφωθεί
ήταν καρφωμένος, -η, -ο
είχαν καρφωθεί
ήταν καρφωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καρφώνωθα καρφώνουμε, θα καρφώνομεθα καρφώνομαιθα καρφωνόμαστε
θα καρφώνειςθα καρφώνετεθα καρφώνεσαιθα καρφώνεστε, θα καρφωνόσαστε
θα καρφώνειθα καρφώνουν(ε)θα καρφώνεταιθα καρφώνονται
Fut
ur
θα καρφώσωθα καρφώσουμε, θα καρφώσομεθα καρφωθώθα καρφωθούμε
θα καρφώσειςθα καρφώσετεθα καρφωθείςθα καρφωθείτε
θα καρφώσειθα καρφώσουνθα καρφωθείθα καρφωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καρφώσει
θα έχω καρφωμένο
θα έχουμε καρφώσει
θα έχουμε καρφωμένο
θα έχω καρφωθεί
θα είμαι καρφωμένος, -η
θα έχουμε καρφωθεί
θα είμαστε καρφωμένοι, -ες
θα έχεις καρφώσει
θα έχεις καρφωμένο
θα έχετε καρφώσει
θα έχετε καρφωμένο
θα έχεις καρφωθεί
θα είσαι καρφωμένος, -η
θα έχετε καρφωθεί
θα είστε καρφωμένοι, -ες
θα έχει καρφώσει
θα έχει καρφωμένο
θα έχουν καρφώσει
θα έχουν καρφωμένο
θα έχει καρφωθεί
θα είναι καρφωμένος, -η, -ο
θα έχουν καρφωθεί
θα είναι καρφωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καρφώνωνα καρφώνουμε, να καρφώνομενα καρφώνομαινα καρφωνόμαστε
να καρφώνειςνα καρφώνετενα καρφώνεσαινα καρφώνεστε, να καρφωνόσαστε
να καρφώνεινα καρφώνουν(ε)να καρφώνεταινα καρφώνονται
Aoristνα καρφώσωνα καρφώσουμε, να καρφώσομενα καρφωθώνα καρφωθούμε
να καρφώσειςνα καρφώσετενα καρφωθείςνα καρφωθείτε
να καρφώσεινα καρφώσουν(ε)να καρφωθείνα καρφωθούν(ε)
Perfνα έχω καρφώσει
να έχω καρφωμένο
να έχουμε καρφώσει
να έχουμε καρφωμένο
να έχω καρφωθεί
να είμαι καρφωμένος, -η
να έχουμε καρφωθεί
να είμαστε καρφωμένοι, -ες
να έχεις καρφώσει
να έχεις καρφωμένο
να έχετε καρφώσει
να έχετε καρφωμένο
να έχεις καρφωθεί
να είσαι καρφωμένος, -η
να έχετε καρφωθεί
να είστε καρφωμένοι, -ες
να έχει καρφώσει
να έχει καρφωμένο
να έχουν καρφώσει
να έχουν καρφωμένο
να έχει καρφωθεί
να είναι καρφωμένος, -η, -ο
να έχουν καρφωθεί
να είναι καρφωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκάρφωνεκαρφώνετεκαρφώνεστε
Aoristκάρφωσεκαρφώστε, καρφώσετεκαρφώσουκαρφωθείτε
Part
izip
Presκαρφώνοντας
Perfέχοντας καρφώσει, έχοντας καρφωμένοκαρφωμένος, -η, -οκαρφωμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαρφώσεικαρφωθεί





















Griechische Definition zu καρφώνω

καρφώνω [karfóno] -ομαι : I1α. χτυπώ ένα καρφί και το βυθίζω σε μια ξύλινη επιφάνεια, σε έναν τοίχο κτλ. ή στερεώνω, συνδέω κτ. με καρφιά: Kάρφωσε τέσσερα καρφιά στην ντουλάπα για να στερεώσει ένα ράφι. Tα πόδια του τραπεζιού είναι γερά καρφωμένα. Kάρφωσε με μεγάλα καρφιά τα παράθυρα για να μην ανοίγουν. Aυτό το ξύλο είναι πολύ σκληρό και δεν καρφώνεται. β. βυθίζω με ορμή ένα αιχμηρό αντικείμενο σε ένα σώμα, σε μια επιφάνεια: Tου κάρφωσε το μαχαίρι στην καρδιά. H σφαίρα καρφώθηκε στην πόρτα. || Tο αεροπλάνο έγειρε προς τα κάτω και καρφώθηκε στο έδαφος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback