hinkommen
 Verb

έρχομαι Verb
(1)
φτάνω Verb
(0)
πλησιάζω Verb
(0)
αγγίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Darum finde ich, du solltest einen kleinen Hof haben, wo ich ab und zu hinkommen könnte, wie hier, ohne dass wir über Heirat nachdenken.Γι' αυτό πιστεύω ότι θα έπρεπε να έχεις μιά φάρμα... όπου θα μπορούσα να έρχομαι από καιρό σε καιρό δίχως ν' ανησυχείς για το γάμο.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
hinkommen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
έρχομαιερχόμαστε
έρχεσαιέρχεστε, ερχόσαστε
έρχεταιέρχονται
Imper
fekt
ερχόμουν(α)ερχόμαστε, ερχόμασταν
ερχόσουν(α)ερχόσαστε, ερχόσασταν
ερχόταν(ε)έρχονταν, ερχόντανε, ερχόντουσαν
Aoristήρθα, ήλθαήρθαμε, ήλθαμε
ήρθες, ήλθεςήρθατε, ήλθατε
ήρθε, ήλθεήρθαν(ε), ήλθαν(ε)
Per
fekt
έχω έρθει, έχω έλθειέχουμε έρθει, έχουμε έλθει
έχεις έρθει, έχεις έλθειέχετε έρθει, έχετε έλθει
έχει έρθει, έχει έλθειέχουν έρθει, έχουν έλθει
Plu
per
fekt
είχα έρθει, είχα έλθειείχαμε έρθει, είχαμε έλθει
είχες έρθει, είχες έλθειείχατε έρθει, είχατε έλθει
είχε έρθει, είχε έλθειείχαν έρθει, είχαν έλθει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα έρχομαιθα ερχόμαστε
θα έρχεσαιθα έρχεστε, θα ερχόσαστε
θα έρχεταιθα έρχονται
Fut
ur
θα έρθω, θα έλθωθα έρθουμε, θα έλθουμε
θα έρθεις, θα έλθειςθα έρθετε, θα έλθετε
θα έρθει, θα έλθειθα έρθουν(ε), θα έλθουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω έρθει
θα έχω έλθει
θα έχουμε έρθει
θα έχουμε έλθει
θα έχεις έρθει
θα έχεις έλθει
θα έχετε έρθει
θα έχετε έλθει
θα έχει έρθει
θα έχει έλθει
θα έχουν έρθει
θα έχουν έλθει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να έρχομαινα ερχόμαστε
να έρχεσαινα έρχεστε, να ερχόσαστε
να έρχεταινα έρχονται
Aoristνα έρθω, να έλθωνα έρθουμε, να έλθουμε
να έρθεις, να έλθειςνα έρθετε, να έλθετε
να έρθει, να έλθεινα έρθουν(ε), να έλθουν(ε)
Perfνα έχω έρθει
να έχω έλθει
να έχουμε έρθει
να έχουμε έλθει
να έχεις έρθει
να έχεις έλθει
να έχετε έρθει
να έχετε έλθει
να έχει έρθει
να έχει έλθει
να έχουν έρθει
να έχουν έλθει
Imper
ativ
Presέρχεστε
Aoristέλαελάτε
Part
izip
Presερχόμενος
Perf
InfinAoristέρθει, έλθει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φτάνω, φθάνω →proftaino">προφταίνωφτάνουμε, φτάνομε
φτάνειςφτάνετε
φτάνειφτάνουν(ε)
Imper
fekt
έφταναφτάναμε
έφτανεςφτάνατε
έφτανεέφταναν, φτάναν(ε)
Aoristέφτασαφτάσαμε
έφτασεςφτάσατε
έφτασεέφτασαν, φτάσαν(ε)
Per
fekt
έχω φτάσει
έχω φτασμένο
έχουμε φτάσει
έχουμε φτασμένο
έχεις φτάσει
έχεις φτασμένο
έχετε φτάσει
έχετε φτασμένο
έχει φτάσει
έχει φτασμένο
έχουν φτάσει
έχουν φτασμένο
Plu
per
fekt
είχα φτάσει
είχα φτασμένο
είχαμε φτάσει
είχαμε φτασμένο
είχες φτάσει
είχες φτασμένο
είχατε φτάσει
είχατε φτασμένο
είχε φτάσει
είχε φτασμένο
είχαν φτάσει
είχαν φτασμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φτάνωθα φτάνουμε, θα φτάνομε
θα φτάνειςθα φτάνετε
θα φτάνειθα φτάνουν(ε)
Fut
ur
θα φτάσωθα φτάσουμε, θα φτάσομε
θα φτάσειςθα φτάσετε
θα φτάσειθα φτάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φτάσει
θα έχω φτασμένο
θα έχουμε φτάσει
θα έχουμε φτασμένο
θα έχεις φτάσει
θα έχεις φτασμένο
θα έχετε φτάσει
θα έχετε φτασμένο
θα έχει φτάσει
θα έχει φτασμένο
θα έχουν φτάσει
θα έχουν φτασμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φτάνωνα φτάνουμε, να φτάνομε
να φτάνειςνα φτάνετε
να φτάνεινα φτάνουν(ε)
Aoristνα φτάσωνα φτάσουμε, να φτάσομε
να φτάσειςνα φτάσετε
να φτάσεινα φτάσουν(ε)
Perfνα έχω φτάσει
να έχω φτασμένο
να έχουμε φτάσει
να έχουμε φτασμένο
να έχεις φτάσει
να έχεις φτασμένο
να έχετε φτάσει
να έχετε φτασμένο
να έχει φτάσει
να έχει φτασμένο
να έχουν φτάσει
να έχουν φτασμένο
Imper
ativ
Presφτάνεφτάνετε
Aoristφτάσεφτάσετε, φτάστε
Part
izip
Presφτάνοντας
Perfέχοντας φτάσει, έχοντας φτασμένο
InfinAoristφτάσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πλησιάζωπλησιάζουμε, πλησιάζομε
πλησιάζειςπλησιάζετε
πλησιάζειπλησιάζουν(ε)
Imper
fekt
πλησίαζαπλησιάζαμε
πλησίαζεςπλησιάζατε
πλησίαζεπλησίαζαν, πλησιάζαν(ε)
Aoristπλησίασαπλησιάσαμε
πλησίασεςπλησιάσατε
πλησίασεπλησίασαν, πλησιάσαν(ε)
Per
fekt
έχω πλησιάσειέχουμε πλησιάσει
έχεις πλησιάσειέχετε πλησιάσει
έχει πλησιάσειέχουν πλησιάσει
Plu
per
fekt
είχα πλησιάσειείχαμε πλησιάσει
είχες πλησιάσειείχατε πλησιάσει
είχε πλησιάσειείχαν πλησιάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πλησιάζωθα πλησιάζουμε, θα πλησιάζομε
θα πλησιάζειςθα πλησιάζετε
θα πλησιάζειθα πλησιάζουν(ε)
Fut
ur
θα πλησιάσωθα πλησιάσουμε, θα πλησιάζομε
θα πλησιάσειςθα πλησιάσετε
θα πλησιάσειθα πλησιάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πλησιάσειθα έχουμε πλησιάσει
θα έχεις πλησιάσειθα έχετε πλησιάσει
θα έχει πλησιάσειθα έχουν πλησιάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πλησιάζωνα πλησιάζουμε, να πλησιάζομε
να πλησιάζειςνα πλησιάζετε
να πλησιάζεινα πλησιάζουν(ε)
Aoristνα πλησιάσωνα πλησιάσουμε, να πλησιάσομε
να πλησιάσειςνα πλησιάσετε
να πλησιάσεινα πλησιάσουν(ε)
Perfνα έχω πλησιάσεινα έχουμε πλησιάσει
να έχεις πλησιάσεινα έχετε πλησιάσει
να έχει πλησιάσεινα έχουν πλησιάσει
Imper
ativ
Presπλησίαζεπλησιάζετε
Aoristπλησίασεπλησιάστε
Part
izip
Presπλησιάζοντας
Perfέχοντας πλησιάσει
InfinAoristπλησιάσει




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αγγίζωαγγίζουμε, αγγίζομεαγγίζομαιαγγιζόμαστε
αγγίζειςαγγίζετεαγγίζεσαιαγγίζεστε, αγγιζόσαστε
αγγίζειαγγίζουν(ε)αγγίζεταιαγγίζονται
Imper
fekt
άγγιζααγγίζαμεαγγιζόμουν(α)αγγιζόμαστε, αγγιζόμασταν
άγγιζεςαγγίζατεαγγιζόσουν(α)αγγιζόσαστε, αγγιζόσασταν
άγγιζεάγγιζαν, αγγίζαν(ε)αγγιζόταν(ε)αγγίζονταν, αγγιζόντανε, αγγιζόντουσαν
Aoristάγγιξααγγίξαμεαγγίχτηκααγγιχτήκαμε
άγγιξεςαγγίξατεαγγίχτηκεςαγγιχτήκατε
άγγιξεάγγιξαν, αγγίξαν(ε)αγγίχτηκεαγγίχτηκαν, αγγιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αγγίξει
έχω αγγιγμένο
έχουμε αγγίξει
έχουμε αγγιγμένο
έχω αγγιχτεί
είμαι αγγιγμένος, -η
έχουμε αγγιχτεί
είμαστε αγγιγμένοι, -ες
έχεις αγγίξει
έχεις αγγιγμένο
έχετε αγγίξει
έχετε αγγιγμένο
έχεις αγγιχτεί
είσαι αγγιγμένος, -η
έχετε αγγιχτεί
είστε αγγιγμένοι, -ες
έχει αγγίξει
έχει αγγιγμένο
έχουν αγγίξει
έχουν αγγιγμένο
έχει αγγιχτεί
είναι αγγιγμένος, -η, -ο
έχουν αγγιχτεί
είναι αγγιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αγγίξει
είχα αγγιγμένο
είχαμε αγγίξει
είχαμε αγγιγμένο
είχα αγγιχτεί
ήμουν αγγιγμένος, -η
είχαμε αγγιχτεί
ήμαστε αγγιγμένοι, -ες
είχες αγγίξει
είχες αγγιγμένο
είχατε αγγίξει
είχατε αγγιγμένο
είχες αγγιχτεί
ήσουν αγγιγμένος, -η
είχατε αγγιχτεί
ήσαστε αγγιγμένοι, -ες
είχε αγγίξει
είχε αγγιγμένο
είχαν αγγίξει
είχαν αγγιγμένο
είχε αγγιχτεί
ήταν αγγιγμένος, -η, -ο
είχαν αγγιχτεί
ήταν αγγιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αγγίζωθα αγγίζουμε, θα αγγίζομεθα αγγίζομαιθα αγγιζόμαστε
θα αγγίζειςθα αγγίζετεθα αγγίζεσαιθα αγγίζεστε, θα αγγιζόσαστε
θα αγγίζειθα αγγίζουν(ε)θα αγγίζεταιθα αγγίζονται
Fut
ur
θα αγγίξωθα αγγίξουμε, θα αγγίξομεθα αγγιχτώθα αγγιχτούμε
θα αγγίξειςθα αγγίξετεθα αγγιχτείςθα αγγιχτείτε
θα αγγίξειθα αγγίξουν(ε)θα αγγιχτείθα αγγιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αγγίξει
θα έχω αγγιγμένο
θα έχουμε αγγίξει
θα έχουμε αγγιγμένο
θα έχω αγγιχτεί
θα είμαι αγγιγμένος, -η
θα έχουμε αγγιχτεί
θα είμαστε αγγιγμένοι, -ες
θα έχεις αγγίξει
θα έχεις αγγιγμένο
θα έχετε αγγίξει
θα έχετε αγγιγμένο
θα έχεις αγγιχτεί
θα είσαι αγγιγμένος, -η
θα έχετε αγγιχτεί
θα είστε αγγιγμένοι, -ες
θα έχει αγγίξει
θα έχει αγγιγμένο
θα έχουν αγγίξει
θα έχουν αγγιγμένο
θα έχει αγγιχτεί
θα είναι αγγιγμένος, -η, -ο
θα έχουν αγγιχτεί
θα είναι αγγιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αγγίζωνα αγγίζουμε, να αγγίζομενα αγγίζομαινα αγγιζόμαστε
να αγγίζειςνα αγγίζετενα αγγίζεσαινα αγγίζεστε, να αγγιζόσαστε
να αγγίζεινα αγγίζουν(ε)να αγγίζεταινα αγγίζονται
Aoristνα αγγίξωνα αγγίξουμε, να αγγίξομενα αγγιχτώνα αγγιχτούμε
να αγγίξειςνα αγγίξετενα αγγιχτείςνα αγγιχτείτε
να αγγίξεινα αγγίξουν(ε)να αγγιχτείνα αγγιχτούν(ε)
Perf να έχω αγγίξει
να έχω αγγιγμένο
να έχουμε αγγίξει
να έχουμε αγγιγμένο
να έχω αγγιχτεί
να είμαι αγγιγμένος, -η
να έχουμε αγγιχτεί
να είμαστε αγγιγμένοι, -ες
να έχεις αγγίξει
να έχεις αγγιγμένο
να έχετε αγγίξει
να έχετε αγγιγμένο
να έχεις αγγιχτεί
να είσαι αγγιγμένος, -η
να έχετε αγγιχτεί
να είστε αγγιγμένοι, -ες
να έχει αγγίξει
να έχει αγγιγμένο
να έχουν αγγίξει
να έχουν αγγιγμένο
να έχει αγγιχτεί
να είναι αγγιγμένος, -η, -ο
να έχουν αγγιχτεί
να είναι αγγιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάγγιζεαγγίζετεαγγίζεστε
Aoristάγγιξεαγγίξτε, αγγίχτεαγγίξουαγγιχτείτε
Part
izip
Presαγγίζοντας
Perfέχοντας αγγίξει, έχοντας αγγιγμένοαγγιγμένος, -η, -οαγγιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristαγγίξειαγγιχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback