κατάταξη Koine-Griechisch κατάταξις altgriechisch κατατάσσω κατά + τάσσω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
ια) την κατάταξη αεροδρομίου σε κατηγορία για σκοπούς αξιολόγησης ικανοτήτων πληρώματος πτήσης, | Klassifizierung der Flugplätze für die Qualifikation der Flugbesatzungen und Übersetzung bestätigt |
λόγω αλλαγών στο διεθνές καθεστώς ή στη διεθνή κατάταξη χωρών ή εδαφών· | Änderungen des internationalen Status oder der Klassifizierung von Ländern oder Gebieten; Übersetzung bestätigt |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 επιτρέπει, στο άρθρο 42 παράγραφος 5, και άλλα σταφύλια εκτός από εκείνα που προέρχονται από ποικιλίες που αναφέρονται στην κατάταξη που έχει θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού ως οινοποιήσιμες ποικιλίες καθώς και τα προϊόντα που παράγονται από αυτές να χρησιμοποιούνται στην Κοινότητα για την παρασκευή των προϊόντων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο 42 παράγραφος 5. | Gemäß Artikel 42 Absatz 5 der Verordnung (EG) Nr. 1493/1999 dürfen auch Trauben von Sorten, die nicht in der Klassifizierung nach Artikel 19 der genannten Verordnung als Keltertraubensorten aufgeführt sind, sowie die daraus gewonnenen Erzeugnisse in der Gemeinschaft zur Herstellung der in Artikel 45 Absatz 2 der genannten Verordnung genannten Erzeugnisse verwendet werden. Übersetzung bestätigt |
Η κατάταξη πραγματοποιείται το αργότερο μία ώρα μετά τη σφαγή. | Die Klassifizierung erfolgt spätestens eine Stunde nach der Schlachtung. Übersetzung bestätigt |
ια) την κατάταξη αεροδρομίου σε κατηγορία για σκοπούς αξιολόγησης ικανοτήτων πληρώματος πτήσης· | Klassifizierung der Flugplätze für die Qualifikation der Flugbesatzungen und Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Noch keine Grammatik zu κατάταξη.
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Klassifizierung | die Klassifizierungen |
Genitiv | der Klassifizierung | der Klassifizierungen |
Dativ | der Klassifizierung | den Klassifizierungen |
Akkusativ | die Klassifizierung | die Klassifizierungen |
κατάταξη η [katátaksi] : η ενέργεια του κατατάσσω. 1α. τοποθέτηση σε ορισμένη, κατάλληλη θέση ή καθορισμός της σειράς ενός πράγματος που αποτελεί μονάδα ή μέρος ενός ευρύτερου και πολύμορφου συνόλου· ταξινόμηση: Aλφαβητική / θεματική κατάταξη των βιβλίων. Xρονολογική κατάταξη εγγράφων. Εννοιολογική κατάταξη των λέξεων. κατάταξη των ζώων και των φυτών με βάση τα κύρια χαρακτηριστικά τους. β. καθορισμός της κατηγορίας στην οποία ανήκει κάποιος ή κτ.: H κατάταξη ενός φορολογούμενου / ενός προϊόντος στην ανώτερη φορολογική κλίμακα / κλάση. H κατάταξη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας στην πρώτη κατηγορία. H κατάταξη του τάδε εστιατορίου στα κέντρα πολυτελείας. || (εκκλ.) κατάταξη μεταξύ των αγίων, ανακήρυξη αγίου. || καθορισμός της εκπαιδευτικής βαθμίδας στην οποία μπορεί να εγγραφεί κάποιος: Εξετάσεις για την κατάταξη φοιτητών που προέρχονται από πανεπιστήμια του εξωτερικού. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.