Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κανονίζω | κανονίζουμε, κανονίζομε | κανονίζομαι | κανονιζόμαστε |
κανονίζεις | κανονίζετε | κανονίζεσαι | κανονίζεστε, κανονιζόσαστε | ||
κανονίζει | κανονίζουν(ε) | κανονίζεται | κανονίζονται | ||
Imper fekt | κανόνιζα | κανονίζαμε | κανονιζόμουν(α) | κανονιζόμαστε, κανονιζόμασταν | |
κανόνιζες | κανονίζατε | κανονιζόσουν(α) | κανονιζόσαστε, κανονιζόσασταν | ||
κανόνιζε | κανόνιζαν, κανονίζαν(ε) | κανονιζόταν(ε) | κανονίζονταν, κανονιζόντανε, κανονιζόντουσαν | ||
Aorist | κανόνισα | κανονίσαμε | κανονίστηκα | κανονιστήκαμε | |
κανόνισες | κανονίσατε | κανονίστηκες | κανονιστήκατε | ||
κανόνισε | κανόνισαν, κανονίσαν(ε) | κανονίστηκε | κανονίστηκαν, κανονιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κανονίσει έχω κανονισμένο | έχουμε κανονίσει έχουμε κανονισμένο | έχω κανονιστεί είμαι κανονισμένος, -η | έχουμε κανονιστεί είμαστε κανονισμένοι, -ες | |
έχεις κανονίσει έχεις κανονισμένο | έχετε κανονίσει έχετε κανονισμένο | έχεις κανονιστεί είσαι κανονισμένος, -η | έχετε κανονιστεί είστε κανονισμένοι, -ες | ||
έχει κανονίσει έχει κανονισμένο | έχουν κανονίσει έχουν κανονισμένο | έχει κανονιστεί είναι κανονισμένος, -η, -ο | έχουν κανονιστεί είναι κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα κανονίσει είχα κανονισμένο | είχαμε κανονίσει είχαμε κανονισμένο | είχα κανονιστεί ήμουν κανονισμένος, -η | είχαμε κανονιστεί ήμαστε κανονισμένοι, -ες | |
είχες κανονίσει είχες κανονισμένο | είχατε κανονίσει είχατε κανονισμένο | είχες κανονιστεί ήσουν κανονισμένος, -η | είχατε κανονιστεί ήσαστε κανονισμένοι, -ες | ||
είχε κανονίσει είχε κανονισμένο | είχαν κανονίσει είχαν κανονισμένο | είχε κανονιστεί ήταν κανονισμένος, -η, -ο | είχαν κανονιστεί ήταν κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κανονίζω | θα κανονίζουμε, | θα κανονίζομαι | θα κανονιζόμαστε | |
θα κανονίζεις | θα κανονίζετε | θα κανονίζεσαι | θα κανονίζεστε, | ||
θα κανονίζει | θα κανονίζουν(ε) | θα κανονίζεται | θα κανονίζονται | ||
Fut ur | θα κανονίσω | θα κανονίσουμε, | θα κανονιστώ | θα κανονιστούμε | |
θα κανονίσεις | θα κανονίσετε | θα κανονιστείς | θα κανονιστείτε | ||
θα κανονίσει | θα κανονίσουν(ε) | θα κανονιστεί | θα κανονιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κανονίζω | να κανονίζουμε, | να κανονίζομαι | να κανονιζόμαστε |
να κανονίζεις | να κανονίζετε | να κανονίζεσαι | να κανονίζεστε, | ||
να κανονίζει | να κανονίζουν(ε) | να κανονίζεται | να κανονίζονται | ||
Aorist | να κανονίσω | να κανονίσουμε, | να κανονιστώ | να κανονιστούμε | |
να κανονίσεις | να κανονίσετε | να κανονιστείς | να κανονιστείτε | ||
να κανονίσει | να κανονίσουν(ε) | να κανονιστεί | να κανονιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κανονίσει | να έχουμε κανονίσει | να έχω κανονιστεί | να έχουμε κανονιστεί | |
να έχεις κανονίσει | να έχετε κανονίσει | να έχεις κανονιστεί | να έχετε κανονιστεί | ||
να έχει κανονίσει | να έχουν κανονίσει | να έχει κανονιστεί | να έχουν κανονιστεί | ||
Imper ativ | Pres | κανόνιζε | κανονίζετε | κανονίζεστε | |
Aorist | κανόνισε | κανονίστε | κανονίσου | κανονιστείτε | |
Part izip | Pres | κανονίζοντας | κανονιζόμενος | ||
Perf | έχοντας κανονίσει, έχοντας κανονισμένο | κανονισμένος, -η, -ο | κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κανονίσει | κανονιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verabrede | ||
du | verabredest | |||
er, sie, es | verabredet | |||
Präteritum | ich | verabredete | ||
Konjunktiv II | ich | verabredete | ||
Imperativ | Singular | verabrede! | ||
Plural | verabredet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verabredet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verabreden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ordne | ||
du | ordnest | |||
er, sie, es | ordnet | |||
Präteritum | ich | ordnete | ||
Konjunktiv II | ich | ordnete | ||
Imperativ | Singular | ordne! | ||
Plural | ordnet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geordnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ordnen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | vermittle | ||
du | vermittelst | |||
er, sie, es | vermittelt | |||
Präteritum | ich | vermittelte | ||
Konjunktiv II | ich | vermittelte | ||
Imperativ | Singular | vermittle! | ||
Plural | vermittelt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vermittelt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vermitteln |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | mache aus | ||
du | machst aus | |||
er, sie, es | macht aus | |||
Präteritum | ich | machte aus | ||
Konjunktiv II | ich | machte aus | ||
Imperativ | Singular | mach aus! | ||
Plural | macht aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgemacht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausmachen |
κανονίζω [kanonízo] -ομαι : 1α. ενεργώ έτσι ώστε να γίνει κτ. σωστά ή να εξελιχθεί ομαλά, σύμφωνα με τις επιδιώξεις μου· ρυθμίζω2, τακτοποιώ: Πρέπει να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Tο θέμα του διορισμού του δεν κανονίστηκε ακόμη. Οι διαφορές μας κανονίστηκαν, διευθετήθηκαν. Όλα είναι κανονισμένα. || Tα φανάρια κανονίζουν την κυκλοφορία, ρυθμίζουν. β. προγραμματίζω, σχεδιάζω να κάνω κτ., σε συνεννόηση με κπ. άλλον: Tι κανονίσατε για το καλοκαίρι; Kανονίσαμε να πάμε διακοπές. Kανόνισα να έρθει η μοδίστρα στο σπίτι. γ. προσδιορίζω την εξέλιξη μιας κατάστασης, αποφασίζω για κτ.: Δεν μπορείς να κανονίζεις εσύ τη δική μου ζωή. Ποιος κανονίζει εδώ μέσα;, ποιος είναι υπεύθυνος, ποιος διευθύνει. (έκφρ.) κανόνισε τη θέση σου / την πορεία σου, συμβουλευτικά ή απειλητικά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.